Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Τα παλιά ασβεστοκάμινα και τα καμίνια στα γυμνασιακά χρόνια στις Μοίρες

Τα παλιά ασβεστοκάμινα


Ένα πηγάδι στην άκρη ενός γκρεμού που μπροστά έχει άνοιγμα,θα μπορεί να γίνει ένα ασβεστοκάμινο. Έχει περίπου τρία μέτρα διάμετρο και βάθος τρία με τέσσερα. Τις πέτρες που θα στοιβάξουν στο καμίνι τις έβγαζαν συνήθως με φουρνέλα οι φουρνελάδες σε μέρη με ασβεστογενή πετρώματα.  Τις πέτρες αυτές στο καμίνι τις χτίζανε όμορφα ανεβαίνοντας προς τα πάνω, και όσο ανέβαιναν έκλιναν αφήνοντας μονάχα μια τρύπα στο πάνω μέρος.
Στη συνέχεια έβαζαν φωτιά στα ξύλα τα οποία εκ των προτέρων είχαν προμηθευτεί.
Στο κάτω μέρος έβαζαν λεπτά ξύλα όπως αστυβίδες αθηνοκαλιές, σκίνους και όσο ανέβαιναν έβαζαν πιο χονδρά. Τέλος έβαζαν φωτιά η οποία έκαιγε από 5 μέρες έως και μια βδομάδα, ανάλογα το πάχος που είχαν οι πέτρες.
Πότε όμως καταλάβαιναν πως οι ασβεστόπετρες ήταν έτοιμες?
Ο καπνός που έβγαινε από το καμίνι ήταν αρχικά μαύρος, όταν όμως οι πέτρες είχαν ψηθεί, η φωτιά πλέον έβγαινε κάτασπρη σαν περιστέρι!
Τη διαδικασία του ψησίματος στα καμίνια, συνήθως τα αναλάμβαναν ειδικοί μαστόροι οι οποίοι είχαν έρθει από άλλα μέρη που μάθανε τη τεχνική από γενιά σε γενιά, ή άνθρωποι που έμαθαν στο στρατό. Όταν οι πέτρες πλέον είχαν ψηθεί, είχαν μετατραπεί σε ασβεστόπετρες, και η αφαίρεσή τους γινόταν από επάνω προς τα κάτω με προσοχή. Ο ιδιοκτήτης του ασβεστοκάμινου που είχε μάθει τη δουλειά αναλάμβανε να κάνει ασβέστη, για τις εκάστοτε πέτρες που του έφερναν επί πληρωμή. Η δε πληρωμή του ήταν κι αυτή με ασβεστόπετρες.  Καμίνι για ασβέστη κατασκεύαζαν όσοι χρειαζόταν μεγάλη ποσότητα ασβέστη, όπως παλιά ο στρατός για να φτιάξει στρατιωτικές εγκαταστάσεις, και φυσικά εκπαίδευε πολλούς. Κάποια χωριά που χρειαζόταν να φτιάξουν μεγάλη εκκλησία όπως στη Γαλιά, ο παπάς (Παπαγιάννης) χρειάστηκε να φτιάξει καμίνι, που ονομάστηκε «Του παπά το καμίνι». Το καμίνι αυτό ήταν χρήσιμο και για τη δημιουργία δημοτικού σχολείου αλλά και για την ανοικοδόμηση του χωριού η οποία ήταν ραγδαία εκείνα τα χρόνια.  Αν κάποιος έφτιαχνε μικρό σπίτι αγόραζε μια ποσότητα ασβέστη που την αγόραζε με τα σακιά. Αν όμως έφτιαχνε μεγάλο σπίτι και ήθελε πολύ ποσότητα, τότε κουβαλούσε πέτρες στο καμίνι και παρελάμβανε ασβεστόπετρες αφού σαν πληρωμή άφηνε ένα μέρος τους. Το ίδιο και στα Βορίζα, μετά. το κάψιμό τους και τον βομβαρδισμό από τους Γερμανούς, το χωριό χρειάστηκε να δουλεύουν  δυό-τρία καμίνια για να πάρουν τον ασβέστη που μαζί με τη ψιλή άμμο γινόταν η λάσπη για την νέα ανοικοδόμηση του χωριού. Η Γαλιά είχε δύο ασβεστοκάμινα, εκτός «του Παπά το καμίνι» το οποίο σώζεται ακόμα, υπήρχε και το καμίνι πίσω από του Αλέκο του λαουτιέρη το σπίτι, λίγο πιο πάνω από το νεκροταφείο και στην αρχή του δρόμου προς το Καλύβι.  Το Ασβεστοκάμινο αυτό το κατέστρεψε ο δόμος, σώζεται μονάχα ένα μέρος του από το τοίχωμα του.

Τα παλιά ξυλοκάμινα

Τα ξυλοκάμινα παλιά στα ορεινά χωριά της Μεσαράς ήταν μια οικονομική διέξοδος, αφού πούλαγαν τα κάρβουνα και κέρδιζαν χρήματα. Υπήρχαν ξυλοκάμινα σε μόνιμη βάση, αλλά και πρόχειρα περιστασιακά καμίνια. Οι παλιοί Γαλιανοί γνώριζαν τη τεχνική από παλιούς Βοριζανούς, αλλά για να κάνουν καμίνι έπρεπε να πάνε στις παρυφές του Ψηλορείτη όπου εκεί υπήρχαν πολλά δένδρα.
Στο βουνό λείπανε από 20 μέρες έως ένα μήνα, και πήγαιναν ή με παρέα τεσσάρων πέντε ατόμων, αλλά ποτέ λιγότερα από τρία άτομα. Την εργασία αυτή δεν μπορούσε κανείς να την κάνει μόνος του, γιατί η εργασία αυτή χρειαζόταν συνεχή παρακολούθηση σε βάρδιες. Η δουλειά είχε πολλά ξενύχτια, γιατί ένα λάθος να γινόταν εν ώρα ύπνου και γκρεμιζόταν τα ξύλα, θα έπαιρναν αμέσως φωτιά και η δουλειά όλη θα πήγαινε στράφι!

Το στήσιμο των ξύλων

Πάνω σε μια κυκλική βάση με διάμετρο δύο μέτρων άρχιζαν να στήνουν τα ξύλα, σχεδόν απ’ όλα τα ξύλα και χονδρά και μέτρια και ψιλά κλαριά.  Τα ξύλα ήταν κυρίως πουρνάρια πλατάνια και άγριες ελιές, κομμένα σε μήκος 1,5 με 2 μέτρα.
Τα ξύλα στήνονταν όρθια σε ένα σωρό που πάνω όσο ανέβαινε γινόταν καμπυλωτός σαν τρούλος εκκλησίας. Στη μέση χαμηλά βάζανε τα πιο ψιλά ξύλα για να παίρνουν εύκολα φωτιά. Στον πάτο άφηναν 4 ή 5 θυρίδες γύρω –γύρω, όπως εκείνες του σπιτιού, και το υπόλοιπο το σκέπαζαν με χώμα. Πριν όμως ρίξουν το χώμα, πάνω στα ξύλα έβαζαν φουντερά (χλωρά) κλαριά, κυρίως από σφάκες που πήγαιναν δυό τρία φορτία για αυτή τη δουλειά. Στη συνέχεια έφτιαχναν λάσπη και έστρωναν όλη την εξωτερική επιφάνεια καλά πάνω από τα χλωρά κλαριά, και μονάχα οι θυρίδες ήταν ανοιχτές.  Πάνω στη λάσπη από πάνω έριχναν πολύ χώμα. Στη συνέχεια έβαζαν φωτιά στα ψιλά ξύλα στον πάτο, και η καύση έπρεπε να είναι αργή, δεν έπρεπε να παίρνουν αέρα γιατί θα γινόταν ολική καύση, οπότε όλα θα γινόταν όλα στάχτη!
Ο αέρας έπρεπε να είναι ελεγχόμενος. Αν δηλαδή σε κάποιο σημείο του σωρού κάποια ξύλα γκρεμιζόταν και έπαιρνε η κατασκευή περισσότερο αέρα, αμέσως τα ξύλα έπαιρναν φωτιά, και εκεί τώρα ήθελαν τη συνεχή παρακολούθηση να μη γίνουν όλα στάχτη. Έτσι για διόρθωση πρόσθεταν αμέσως στη τρύπα πάλι χλωρά κλαριά λάσπη και χώμα, και έτσι διόρθωναν τη ζημιά. Όταν τέλειωνε το ψήσιμο έκλειναν όλες τις τρύπες, τα άφηναν έτσι κλειστά 3 -4 μέρες να κρυώσουν και μετά τα άνοιγαν και έπαιρναν τα κάρβουνα και τα πήγαιναν για πώληση. Μετά το τελείωμα των κάρβουνων επακολουθούσε συνήθως γλεντοκόπι. Βάζανε καμιά σούβλα κρέας στα κάρβουνα και πίνανε κανένα κρασί! Από το Ηράκλειο ερχόταν καρβουνιάρηδες, και αγόραζαν τα κάρβουνα με την οκά. Ο καρβουνιάρης αγόραζε με τα σακιά τα κάρβουνα αφού τα ζύγιζε. Καμίνια δε υπήρχαν εκείνα που τα έκαναν κάποιοι επαγγελματίες σε μόνιμη βάση και σε σταθερό μέρος, και εκείνοι που τα έκαναν περιοδικά για μια δόση κάρβουνα απλά για ένα χαρτζιλίκι.

Ένα καλό έθιμο

Οι Γαλιανοί είχαν από παλιά ένα καλό συνήθειο. Μετά που θα τελείωνε μια δουλειά με το καλό, έφερναν μεζέ ή έτοιμο ή ένα κομμάτι κρέας να το ψήσουν στα κάρβουνα!
Σκοπός ήταν «να πιούνε ένα κρασί» να ευχαριστηθούν όλοι και εργαζόμενοι, και αφεντικά, και να δείξουν πως και οι ίδιοι έμειναν ευχαριστημένοι! Αυτό γινόταν και στα ξυλοκάρβουνα και στα ασβεστοκάμινα σαν τελείωνε, αλλά όχι μόνο!
Ακόμα και όταν άλεθαν τις ελιές στο εργοστάσιο, όταν άλεθαν στην αλωνιστική μηχανή, πάντα τον επίλογο τον έκαναν με κρασοκατάνυξη!

Τα «καμίνια» στο γυμνάσιο

Για τους μαθητές του εξαταξίου γυμνασίου Μοιρών τις δεκαετίες ‘70 και πριν, υπήρχε μεγάλη καταπίεση από καθηγητές, παιδονόμους, αγροφύλακες, χωροφύλακες και τέλος από τους ίδιους τους γονείς μας!
Η «καταπίεση» όμως αυτή κάποια στιγμή πήρε σάρκα και οστά, με συνέπεια κάποιοι μαθητές αντί μάθημα να προτιμήσουν την «ηθελημένη αποχή από την σχολική τάξη», κοινώς «κοπάνα»!
Οι καθηγητές όμως στο εξατάξιο γυμνάσιο Μοιρών τότε, την ονόμαζαν σε αρχαίζουσα γλώσσα, «σκασιαρχείο»! Δηλαδή, «το σκάω, βγαίνω από τις αρχές μου», η «παραβαίνω τις αρχές μου». Σκασιαρχείο έκανε ο μαθητής που δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει το πρωί στα διαγωνίσματα, και δεν πήγαινε στο σχολείο. Σιγά – σιγά αυτό έγινε θεσμός από αρκετούς μαθητές!
Με μας όμως τα 70 περίπου Γαλιανάκια που πηγαινοερχόμαστε καθημερινά εκείνο το καιρό με τα πόδια Γαλιά – Μοίρες, για να μάθουμε μερικά γράμματα, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Τις κοπάνες φυσικά τις κάναμε και εμείς, και μάλιστα μας τιμούσανε στη παρέα μας και άλλα παιδιά της τάξης, κι ας μην ήτανε χωριανάκια!
Μόνο που την αποχή αυτή δεν την ονομάζαμε ούτε σκασιαρχείο, ούτε κοπάνα, ούτε ηθελημένη αποχή από την τάξη! την ονομάζαμε  «καμίνι»! Γιατί τώρα η κοπάνα μας πήρε αυτή την ονομασία «καμίνι»? Γιατί τα καμίνια τα δικά μας δεν ήταν απλές κοπάνες! Το λόγο που τις  κοπάνες μας οι γονείς μας τις ονόμασαν «καμίνια», τον καταλαβαίνει κανείς εύκολα, αν αναλογιστεί γινόταν πριν τη κατοχή και εκείνοι  έκαναν τα δικά τους έκτακτα ξυλοκάμινα ή ασβεστοκάμινα!
Όταν κάποιος τσακωνότανε με τον κύρη του, η τη γυναίκα του και δεν τα βρίσκανε, «τα βρόνταγε κάτω», το έσκαγε, έπαιρνε τη παρέα του και πήγαινε στο βουνό!
Εκεί έμενε είκοσι μέρες, με και μήνα, μέχρι να εξομαλυνθούν τα πράγματα, να του περάσει του κυρού του η της γυναίκας του και έτσι πια να γυρίσει πίσω και να τα ξαναβρούνε.
Στο μεσοδιάστημα όμως αυτό, ο «σκασιάρχης» που το έσκαγε από το σπίτι, για να περνά το χρόνο του, έκανε παράλληλα και κάποιες δουλειές, και τι μπορούσε να κάνει? Μπορούσε να παράγει κάρβουνα, ή και ασβέστη φτιάχνοντας ένα πρόχειρο καμίνι, για να τα πουλήσει αργότερα, να πάρει και κανένα φράγκο!
Συνήθως όμως ο σκασιάρχης που ήταν νέος, και που πήγαινες εκτάκτως για το βουνό, δεν πήγαινε ποτέ μόνος του! «’Έριχνε σύρμα» και στους φίλους του, και γινόταν εκεί μια ξαφνική «μάζωξη» από τρεις  τέσσερις φίλους του, που το συνδύαζαν  με πλάκες,  καλαμπούρια, και στο τέλος της εργασίας πετούσαν στα κάρβουνα μια σούβλα κρέας, και διασκέδαζαν με λύρα και τραγούδι! Ωστόσο είχε περάσει και του γέρο, ή της γυναίκας αν ήταν παντρεμένος, πούλαγε και τα κάρβουνα και έφερνε σπίτι λεφτά.  Λογικό και επόμενο  όλα να είναι πλέον μέλι γάλα! Τα καμίνια τότε, με τα κάρβουνα, πρέπει να πούμε πως εκείνα τα χρόνια παρείχαν ένα ακόμα επιπλέον εισόδημα στο τόπο μας.
Οι  γονείς μας  λοιπόν, από εκείνες τις δικές τους «κοπάνες», ονόμαζαν «καμίνια», και τις δικές μας! Είχαν πράγματι πολλά κοινά εκείνα τα καμίνια με τις κοπάνες τις δικές μας ! Από τη μια  πλευρά και εμείς «δεν τα βρίσκαμε» με τους καθηγητές, γιατί θα μας αδικούσαν, από την άλλη ούτε με τους πατεράδες μας τα βρίσκαμε, που δεν μας έδιναν λεφτά να πάμε και μείς στις σχολικές εκδρομές με πούλμαν.
Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού μας ήταν σαν εσωτερικοί πρόσφυγες, αφού  ήρθαν από τα Βορίζα αφ’ ότου τα κάψανε οι Γερμανοί, ήθελαν τα λεφτά τους να μη τα διαθέτουν σε ψυχαγωγικά θέματα των παιδιών, αλλά να κάνουν αγορές, ώστε  να μεγαλώσουν τη περιουσία τους. Ήταν οι χρονιές που όλοι σχεδόν οι γονείς μας ήταν αγράμματοι, και ήθελαν διακαώς να μορφώσουν αν γίνεται όλα τα παιδιά τους! Με το να μη συμμετέχουμε όμως στην εκδρομή, γινόμαστε και αντιπαθείς κατά κάποιο τρόπο, στους καθηγητές μας. Έτσι, την επομένη μέρα μας έβγαζαν στον πίνακα εμάς τα Γαλιανάκια  να πούμε μάθημα σαν «αντεκδίκηση» που δεν πήγαμε εκδρομή, γιατί  κατ’ αυτούς υποτίθεται μείναμε σπίτι για να  διαβάσουμε! Οι απαιτήσεις τους  τότε ήταν μεγάλες, όλα σχεδόν τα παιδιά διαβάζανε «παπαγαλία»! Απαιτούσαν τα Γαλιανάκια της τάξης ή όποια παιδιά δεν ήταν στην εκδρομή να βγουν στο μάθημα
Λογάριαζαν όμως χωρίς το ξενοδόχο! Τα  Γαλιανάκια όλα  εκείνη την ημέρα ήταν στο «καμίνι»!
Έτσι  λοιπόν  και εμείς, «επαναστατούσαμε» τότε, τα «βροντάγαμε χάμω» και μείς, και το σκάγαμε για τα χωράφια, όπου περνάγαμε τη μέρα με τη παρέα μας, που φροντίζαμε να είναι αρκετή!

Στου Κουκή το Μύλο το «καμίνι»!

Τι γινόταν όμως με μας τα σχολιαρόπαιδα? Μαζευόμαστε σε μια περιοχή, που από τη προηγούμενη είχαμε προκαθορίσει, το μέρος ώστε να μη φαινόμαστε από τους περαστικούς, να μην είναι κοντά στο χωριό μας , αλλά ούτε και στις Μοίρες που ήταν το γυμνάσιο, και φυσικά να είναι σε απόμερο σημείο!
Ιδανική περιοχή για μάς, «του Κουκή ο μύλος», που βρίσκεται στη τοποθεσία «Λάβδα». Λεγόταν έτσι, γιατί το γράμμα  «Λ» σχημάτιζαν εκεί κοντά δυο ποταμοί, ο ένας ερχόταν από την Απόλυχνο, κι ο άλλος από τη Γαλιά. Nα πούμε εν ολίγοις γιατί ο κάποτε ιδιοκτήτης του μύλου Ηρακλής Στρατιδάκης έγινε ο κατά κόσμο  «Κουκής»? Γιατί απλά είχε ένα φίλο στην Πόμπια που τον έλεγαν Κουκάκη, και κάθε τόσο πήγαινε και τον έβρισκε και κάνανε παρέα, ασφαλώς θα πίνανε και τα κρασιά τους! Με το να λέει «πάω σου Κουκάκη» κάθε τόσο, τον παρανομιάσανε «Κουκή»!
Ο μύλος του Κουκή, ήταν ένας παλιός νερόμυλος που δούλεψε στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Στα χρόνια που κάναμε κοπάνες, ο μύλος ακόμα ήταν σε καλή κατάσταση, γιατί τελευταία έχει «φάει» όλο το οίκημα ο χωματόδρομος που οδηγεί στη Γαλιά, και έχει μείνει μονάχα το ζουργιό.  Τον δρόμο αυτόν που διέρχεται από εκεί, τον διαβαίναμε συχνά τότε σαν τον  πιο σύντομο  δρόμο Γαλιά – Μοίρες. Και οι δυο ποταμοί, και ο Γαλιανός και ο Βρελιανός, είχαν άφθονα νερά, άρα και πολλά δένδρα εσπεριδοειδή, περιβόλια κλπ
Στα καμίνια μας μπορεί να ήμαστε αγόρια μόνο, αλλά, πολλές  φορές και κορίτσια! Διαλέγαμε αυτό το μέρος, διότι μπορούσαμε εμείς τα αγόρια να βγάλουμε τα ρούχα μας και  μένοντας με τα απαραίτητα, να κάνουμε μπάνιο σε κάποια κολύμπα, παρουσία  φυσικά και κοριτσιών! Ο ποταμός στη διαδρομή του είχε σαίτες, η κολύμπες, όπου «παίζαμε  βουθιές», κάναμε δηλαδή βουτιές!
Αξίζει δε να πούμε, πως τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε τίποτα το πονηρό από όλα τα παιδιά, διότι ο σεβασμός στα κορίτσια ήταν δεδομένος. Μα και εκ των πραγμάτων δεν γινόταν αλλιώς, γιατί γνωρίζαμε τον πατέρα της κάθε μιας κοπέλας, τον αδερφό της, και δεν βλέπαμε κανένα κορίτσι με πονηρό μάτι. Ούτε όμως και τα κορίτσια μας «έβλεπαν» πονηρά. Βέβαια εν πλήρη  αντιθέσει με τα σημερινά παιδιά του γυμνασίου και λυκείου, που το κάθε ένα πλέον, κυκλοφορεί, ελεύθερα το δικό του κορίτσι, και μάλιστα δημοσίως!
Για να περάσει η ώρα στη κοπάνα μας, κάναμε διάφορα. Παίζαμε διάφορα παιγνίδια όπως  μπάλα, τυφλόμυγα, μπίζ, μακριά γαϊδάρα και άλλα.
Κάποια στιγμή, δίναμε όλοι σε ένα παιδί ότι λεφτά κρατούσαμε ο κάθε ένας, και το στέλναμε να πάει στις Μοίρες να πάρει κάτι να φάμε.
Συνήθως  έφερνε ξηρούς καρπούς, στραγάλια, πασατέμπους, η τριβίδια (μικρά ψωμάκια των 100 γρ), καμιά φορά και ένα δυό ψωμιά μισόκιλα με λίγο σαλάμι σκορδάτο, που εκείνα τα χρόνια ήταν ότι αξιόλογο υπήρχε σε σαλαμικά!.
Έπαιρνε από ένα κομμάτι ο κάθε ένας για τη λιγούρα, μια και οι ώρες ήταν πολλές. Αφού κάναμε τις πλάκες μας,  και φυσικά το μπάνιο μας, κάναμε και καμιά βόλτα στα περβόλια!  Κόβαμε κανένα πορτοκάλι, μανταρίνι, μπουρνέλα κλπ
Τρώγαμε ότι αξιόλογο βρίσκαμε στη φύση.
Ασφαλώς δεν την είχαμε γλυτώσει κάποιες φορές από τους δυο αυστηρούς αγροφύλακες που επόπτευαν τη περιοχή!
Ο ένας ήταν από τη Γαλιά, κι ο άλλος από την Απόλυχνο.
Αυστηροί και οι δυο, με τις σχετικές απειλές ότι θα το πουν στους καθηγητές και στους γονείς μας! Μας κάνανε επιπλήξεις αλλά συνήθως δεν μας μαρτυρούσαν.
Καμίνια και εμείς, κάναμε είτε  έκτακτα είτε τακτικά, ανάλογα το πότε το αποφασίζαμε.  Αν ήταν οργανωμένο το κανονίζαμε από βραδύς. Αν η επόμενη μέρα ήταν τζαγκαροδευτέρα η Πέμπτη που είχαμε φορτωμένο ωράριο, με  εφτάωρα, με φυσικομαθηματικά, αρχαία ελληνικά, λατινικά κλπ δύσκολα δηλαδή μαθήματα, τότε κανονίζανε από βραδύς να μην πάμε στο σχολείο..
Εκείνα τα χρόνια για να διαβάσεις καλά και να τα πεις «παπαγαλία» ήθελες μια ώρα να διαβάσεις αρχαία ελληνικά, να αναπτύξεις το θέμα. Άλλο τόσο στα νέα ελληνικά, να γράψεις έκθεση κλπ.
Να φανταστούμε δε και τα άλλα μαθήματα,  μαθηματικά γεωμετρία τριγωνομετρία, φυσική λατινικά κλπ, έπρεπε ο μαθητής να αφιερώσει τρείς έως πέντε  ώρες  καθισμένος, και «να ζεστάνει τη καρέκλα» πολύ καλά!.
Και αυτό βέβαια έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα σημερινά παιδιά, που πολλά από αυτά περνάνε τις τάξεις τους, χωρίς ποτέ  να τα έχουμε δει καθισμένα  σε ένα γραφείο  και να ανοίξουν κάποιο βιβλίο. Το μόνο που βλέπεις να κρατά ένα παιδί σήμερα είναι το κινητό ή το τάμπλετ ή να είναι μπροστά στο λάπτοπ.
Οι απαγορεύσεις τότε ήταν πολλές. Δεν μπορούσες να πας ούτε στο καφενείο να ποιείς ένα καφέ, ούτε στα σφαιριστήρια για να παίξεις με τους φίλους σου  μπιλιάρδο η ποδοσφαιράκια.  Εδώ έχεις αντιμέτωπο τον παιδονόμο, που θα σε αναφέρει την επομένη στον γυμνασιάρχη, ο οποίος θα συγκαλέσει  συμβούλιο καθηγητών και θα εισέπραττες αποβολή από το σχολείο.
Στο σινεμά πάλι το ίδιο! Έπρεπε να πάς μονάχα με τη τάξη σε έργο με υπόθεση χριστιανική ή ιστορική
Αν ο μαθητής έκανε πολλές τέτοιες παρανομίες, τότε έπαιρνε στο τέλος της χρονιάς  διαγωγή  «κοσμία», αντί «κοσμιοτάτη»!!
Πάντως, εμείς τα Γαλιανάκια, εκτός όλων αυτών των δυσκολιών και εμποδίων, είχαμε ακόμα άλλη μία μοναδικότητα..  Ήμαστε τα μοναδικά παιδιά που κάναμε 4 χιλιόμετρα το πρωί ,και άλλα τόσα το μεσημέρι, με τα πόδια για να πάμε στο γυμνάσιο, όπως είχαμε τη τύχη να κάνουμε τα καμίνια με το μοναδικό αυτό τρόπο.
Όλα μαζί, με το ίδιο κέφι, αγαπημένα μεταξύ μας, φυσικά με ένα σκοπό, πως να περάσουμε καλά τη ημέρα της κοπάνας, με γέλιο, με αστεία πειράγματα, μέχρι να έρθει η ώρα που θα σχολάγαμε δήθεν, και μετά πάλι σιγά – σιγά, όλα μαζί, παίρναμε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι, αλλά πλέον χαρούμενα, και με τις μπαταρίες γεμάτες!. Είχαμε δε την απ αύριο το «συνθηματικό» στην τάξη από μας και από τους συμμαθητές μας σε διαλόγους όπως:
 -Ήντα ποκάμετε οψές? Εμάθαμε πως εβγάλετε λέει οψάργας καλό ασβέστη!
-Ναι κιαμέ! Εβγάλαμε εμείς ασβέστη κάμποσο και πρώτης ποιότητας!
Ε μα εμάς δε μας το ‘πατε!
-Ε την άλλη φορά θα στο πούμε και σένα με τη παρέα σου!
Διπλά ευτυχής θα ήταν η κατάληξη, αν το καμίνι μας δεν έπεφτε στη αντίληψη κανενός.
Θα κλείσω την αναφορά αυτή με τα σχολικά καμίνια, .με ένα τετράστιχο που λέγαμε από τότε:

Από το Μύλο του Κουκή ήθελα να περάσω..
Ε το παντέρμο χειμαδιό και πως να σου ξεχάσω!

Κείμενο- Φωτογραφίες:  Γεώργιος Χουστουλάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά

photo

25 Μαρτίου 1966, παρέλαση στις Μοίρες με ποδήλατα και μηχανές και τον μακαρίτη Βαβουρακη Γιώργο διευθυντής Τεχνικής Σχολής τότε Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google...

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

H δημιουργίας της πρώτης ομάδας αντίστασης της Ευρώπης Ο Γεώργιος Πετράκης (1890 – 14 Σεπτεμβρίου 1972), περισσότερο γνωστός ως «Πετρακογιώργης», ήταν Έλληνας επιχειρηματίας, αντιστασιακός...

Webtv

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

ΚΡΗΤΗ

Κάτω από άθλιες και υγειονομικά ακατάλληλες συνθήκες, χωρίς την αναγκαία για την κατάσταση του  φροντίδα, ζει στις Μοίρες ένας 65χρονος άνδρας. Σύμφωνα με το...

ΚΡΗΤΗ

Ο 22χρονος κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος Προσωρινά κρατούμενος μετά την απολογία του, στην ανακρίτρια Ηρακλείου, κρίθηκε ο 22χρονος, ο οποίος αντιμετωπίζει την κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος...

ΚΡΗΤΗ

Ο δράστης ζήτησε και έλαβε προθεσμία προκειμένου να απολογηθεί την ερχόμενη Δευτέρα Στη δημοσιότητα δόθηκε βίντεο από το επεισόδιο που οδήγησε στον πυροβολισμό του 29χρονου Νίκου από έναν...

ΚΡΗΤΗ

Τη Δευτέρα η απολογία του

ΚΡΗΤΗ

Στην εξιχνίαση της υπόθεσης σε βάρος του 29χρονου που τραυματίστηκε βαρύτατα με όπλο στο κεφάλι προχώρησε η ΕΛΑΣ στη Μεσαρά Σύμφωνα με ανακοίνωση, για...