Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

Life

Τα τηγανιστά αυγά στραβώνουνε τσι γερόντους

Περασμένα χρόνια ήτονε, απού οι περισσότεροι από μας και προπαντός οι πλια μεγάλοι, τα θυμούνται, μια ουλιά, πλια πολύ, που τα χρόνια εκεινανά, τα χαραχτήριζε, η φτώχεια, η μιζέργια και το δύσκολο τσ’ επιβίωσης

Ετότες σάς, ο καθ’ ένας, στο σπιτικό ντου, είχενε, λιγοστές τροφές, μα και λιγοστά ζούμπερα.

Συνήθως είχενε, ένα γάιδαρο, για να μεταφέρνει τα τζιμπράγαλα, μια, δυο αίγες, για να πίνουνε τα κοπέλια ντου το γάλα και τρεις, τέσσερις όρνιθες και ένα πετεινό, για νά ‘χει, που και που, κια να αυγουλάκι, η νοικοκερά ντου, για να το δώσει στο μωροκόπελο, γη να σάξει κια να σφουγγάτο, γι’ κιά ν’ αυγολέμονο.

Είχενε ακόμη, ένα σκύλο, για να πχιάνει τσι λαγούς και ένα κάτη, για να πνίγει τσι ποντικούς, απού τρυπούσανε το ψωμοσάκι.

Μέσες άκρες, αυτά ‘τανε, ούλα κι δια ν-ούλα, στο νοικοκεργιό ντου.

Ωστόσο απ’ ότι είπαμε, πλια ομπρός, είχενε λιγοστές όρνιθες και τα αυγά ντος, εφτάνανε και δεν εφτάνανε, για να φάει από ένα αυγό, το κάθε κοπέλι!!

Εμάς παράδειγμα στο σπιτικό μας, απού είχαμε μια ν-όρνιθα, ούλη κι δια ν-ούλη, πολύ σπάνια ήτρωγα εγώ, αυγό, αφού τό ‘τρωγε ο ”κανακάρης”, ο αδερφός μου, που δεν ήπινε λέει, το γάλα τσι αίγας και ετσά δεν είχενε, κι όλας, φόβο, να ”πέσει και το κουκί ντου”, όπως ελέγανε!!

Με αποτέλεσμα, κάπχοια φορά, μ’ έβαλε και ‘μένα ο διάολος, να πάω να κλέψω, τσι γιαγιάς μου τσι Ζαχαρογιάννενας, από τη φωλιά, μέσα, ένα αυγό και να το φάω!!
”Εξομολογημένη αμαρτία, δε λογίζεται”!!

Αλλά ας μη ξεφεύγω όμως, από το θέμα, απού ντάκαρα, γιατί ξεχάστηκα κιόλας!!

Παντοτινός τος απού λέτε, τα κοπέλια, επαίζανε μεγάλο συνοριτό, οντέ νε βρίχνανε πράμα να φάνε, και προπαντός όντε νε βρίχνανε, αυγά!!

Πες πως τ’ αγαπούσανε, ετόσο να πολύ, τ’ αυγά, πες πως ήτονε λιγοστά, εκείνη δα την εποχή, πες πως η πείνα αυτά ήφερνε, εκείνους σας τσι δύσκολους καιρούς, που ποτέ να μη ξαναερχότανε, ούλοι μας θα ευχόμαστε!!

Απ’ ότι λέγεται όμως, ο μακαρίτης ο Σηφόκωστας από το χωριό Γαλιά, είχενε μια έμμονη συνήθεια και ήτρωγε ούλα τα αυγά, απού κάνανε οι όρνιθες του, και δεν ήφηνε κιανένα, μα κιανένα, αυγό, για τα κοπέλια ντου!!

Κάθε ταχινή εσηκωνόντανε η γυναίκα ντου, η Σηφοκώστενα, και του τηγάνιζε ούλα τα αυγά τση προηγούμενης ημέρας, κι αυτός τση τα κοπάνιζε, πίνοντας και δυο κράσους!!

Εγουρλώνανε τα μάθια ντος όμως, εκειά απού τονέ θορούσανε, από πέρα πέρα, τα κοπέλια ντου, και εγουργούριζε το αίμα ντος ….μα είντα να κάνανε τα κακονίζικα, απού ανέ μιλούσανε, κουμπανάζο τα περίμενε κι’ από πάνω!!

Τσι Μάνας ντος όμως, τα λέγανε ούλα, δίχως καθόλου να σκιάζωνται!!

Μα γιάντα Μάνα μας, δε μας σ’ αφήνει και ‘μας, ο Κύρης μας, αυγουλάκια, μονό τα τρώει ούλα, απού να φάει το λυσσόντερο;;

Αφήτε τονέ μρε το κακομοιργιασμένο, τους ήλεγε και τους εξανάλεγε, μα δε θα περάσει και πολύς καιρός και θα στραβωθεί, ετόσανα τηγανιστά αυγά, απού τα τρώει!!
Δεν το κατέχετε μρε κοπέλια, πως τα τηγανιστά αυγά, στραβώνουνε τσι γερόντους;;
Σε μια ουλιά καιρό, απού θα στραβωθεί, και δε θα φέγγει να ξεσύρει, θα βάλει μυαλό!!!
Μα ετότε σας όμως, θα ν-είναι αργά, για του λόγου ντου, και ‘μεις θα κάνωμε, από πέρα πέρα, το σεϊρι ντου!!
Δεν θα φέγγει, μηδέ να φάει, μηδέ να πχει, μηδέ να κατουρήσει !! Και να το θυμάστε καλά, ετούτονα το πράμα, απού σας σε λέω!!
Να θυμάστε πως θα κατουργιέται απάνω ντου και ‘μεις θα τονέ κοροϊδεύγουμε από πέρα πέρα, γελοχαχαρίζοντας!!
Ετότε σας θα του λέμενε, κοροϊδεύγοντας τονε πως, τσι όρνιθες, τσί ‘πνιξε η ζουρίδα!!
Ετσά θα βρίχνετε και εσείς την ευκαιρία, και θα τρώτε ούλα τ’ αυγουλάκια, και νιέκος του και κεινού!!
Με τούτα νά και με κείνα νά, η μάνα ντος, επαγούδιαζε μια ουλιά, τω κοπελιώ τζη, το καημό, και ετσά, ο λεκεντές τους ήτονε μικιότερος!!
Κάθε μέρα όμως κι’ αυτά, δεν εκάνανε άλλη δουλειά, οξώ να τάζουνε του Αϊ Γεράσιμου, που τον είχανε αντίπερα, από το σπίτι ντος, πως θα τονέ θυμνιάσουνε, και θα τ’ ανάψουνε και ούλα ντου τα καντήλια, ανέ στραβώσει το κύρη ντος!!
Μια ταχινάδα όμως, σα και σηκώθηκε ο Σηφόκωστας από το κρέβατο, αρχίνιξε να παραπατεί επίτηδες, κάνοντας το στραβό, και φωνιάζοντας αδυνατά τσι γυναίκας του:

Μπρε συ γυναίκα!!
Όφου, όφου και ειντά ‘παθα!!
Όφου, όφου και εστραβώθηκα!!
Δε θορώ πράμα μπρε γυναίκα!!
Δεν θορώ κιανένα σας!!
Δε θορώ να πάω στη βρύση να πλυθώ!!
Όφου και ειντά ‘παθα ο μαύρο κακομοίτσης!!
Εστραβώσανεμε, κακονίζικο γυναίκα μου, τα πολλά τηγανιστά αυγά!!
Ήλεγε μου το, εκείνος, ο γιατρός, ο Κουκουριτάκης, πως τα τηγανιστά αυγά, στραβώνουνε τσι γερόντους!!
Μα εγώ δε του φρουκάστηκα καθ’ ολοκληρίας!!
Δεν ήθελα να τονέ πιστέψω!!
Μα νάτο εδά, πως στ’ αλήθεια, μου τό ‘λεγε!!
Εστραβώσανε με, το μαύρο κακομοίτση, τα τηγανιστά αυγά!!
Ίσαμε να τ’ ακούσουνε και να τα ιδούνε, ετούτανα τα πράματα, τα κοπέλια ντου, εντακάρανε και εχοροπηδούσανε από τη χαρά ντος, εχτυπούσανε τσι παλάμες ντος αδυνατά και εφωνιάζανε, απού τα γροικούσανε, απ’ ούλη τη σοχώρα!!

Εκειά!! Εκειά!! Εκειά!!
Καλά να πάθει!! Μα καλά να πάθει!!
Να στραβωθεί να πάει στο διάολο!!
Μα ετσά να πάει και να μη ξαναγιαγύρει!!
Να πάει στο διάολο να μας σε ξεφορτωθεί!!
Όι λέω και δε μας ήφηνε και ‘μας, ένα αυγουλάκι, να το φάμενε, τα κακονίζικα!!

Ετσά το λοιπόν, από τότες σας, εβγήκενε η φράση:

”Τα τηγανιστά αυγά, στραβώνουνε τσι γερόντους”!!

Σύνταξη κειμένου, διάσωση ιστορικού: Φανούριος Ζαχαριουδάκης.

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά