Του Αγαπίου Μοναχού του Κρητός – 1620
Άς κάμη τό νερόν του είς ένα γυαλί, είς τό οποίον άς στάξη μία γυναίκα, οπού νά εγέννησεν αρσενικόν παιδίον, καμπόσες ‘ρανίδες από τό γάλα της. Άν στέκεται τό γάλα απάνω ωσάν πηκτόν, δεν αποθαίνει ο άρρωστος. εί δέ καί σκορπίσει, να γένη ένα μέ τό ούρος, αποθαίνει.
Βρέξε ατσικνίδα μέ τό κάτουρον τού αρρώστου είς τόν τόπον , οπού είναι φυτρωμένη, καί άν μαρανθή τήν δευτέραν ημέραν, αποθαίνει ό ασθενής.
Εάν είναι ό άνθρωπος λαβωμένος έξωθεν ή μέ σπάθην, ή μέ άλλο κανένα άρμα, κοπάνισε τό χόρτον οπού λέγουσι πελοζέλλα, δός του τόν ζωμόν της νά τόν πίη, καί άν τόν κρατήξη γλυτώνει. εί δέ καί ξεράσει τον, αποθαίνει. ή βάλε είς τά ορθούνιά του ζωμόν τού πηγάνου, καί άν φτερνισθή, υγιαίνει. εί δέ αποθαίνει.
Φέρε ένα πουλί, όπου λέγουν καλαντρίνο, σιμά είς άρρωστον, καί άν έχη ζωήν, τόν βλέπει επιμελώς τό πετεινόν είς τό πρόσωπον. εί δέ καί αποθάνει, στρέφει είς άλλο μέρος τούς οφθαλμούς, νά μή τον θωρή.
Έρευνα: Φανούριος Ζαχαριουδάκης