Είναι και ετουτηνά η παροιμία, μια από τσι πάμπολλες παροιμίες απού λέει ο σοφός λαός μας, απού σχεδόν ούλες είναι βγαρμένες από τη καθημερινότητα τση ζωής
Το πως όμως προήλθε ετουτηνά η παροιμία, εγώ θα προσπαθήσω να σας σε περιγράψω, μέσα σε λιγοστές και μόνο αράδες.
Τα παλιά τα χρόνια οντέ νέ φυτεύγανε τα κουκιά, τα βάνανε σε μακρινή απόσταση το ένα από το άλλο, για να πομένει αδειανό χωράφι για να τα σκάβγουνε και να ξεπατώνουνε τα χόρτα, εφ’ όσον ετότες σάς δεν υπήρχανε τα ζιζανιοκτόνα, για να τα ξεράνουνε.
Είχενε φυτεμένα απού λέτε και ένας Παπάς τα κουκιά ντου και ήρθενε ο καιρός να τα σκάψει.
Εβρήκενε ένα εργάτη και τού ‘δωκε ένα σκαλίδι για να πάει να του τα σκάψει.
Ο εργάτης βέβαια του τά ‘σκαψε ούλα, αλλά τά ‘σκαφτε δυο αλάκερες μέρες.
Μετά επήγενε στού Παπά και του ζήτηξε να του πλερώσει τα δυο μεροκάματα απού ήκαμε.
– Μα είντα λογάται εδά κουμπάρε απού θα σου πλερώσω εγώ δυο μεροκάματα, απού εγώ θα τά ‘σκαφτα σε μια κολατσιδιά;;
Ανέ θες πάρε εμισό μεροκάματο και ξεφορτώσουμε!!
– Μα είντα λογάται Παπά, απού θα μου δώσεις εμισό μεροκάματο μόνο, με ετοσηνά δουλειά απού σού ‘καμα;;
Αλλά επ’ ουδενί να συμβιβαστεί ο Παπάς με τα λεγόμενα του εργάτη, με αποτέλεσμα να φύγει ο εργάτης χωρίς να πλερωθεί!!
Μανισμένος και ταραχισμένος ετσά απού ήτονε ο εργάτης, σφίγγει το ντελόγο και πάει στο χωράφι και για να εκδικηθεί τον Παπά απού δεν τονέ πλέρωνε, του ξεπατώνει ούλες τσι κουκιές!!
Και ετσά λογιώ απού λέτε εβγήκενε και η παροιμία ετούτη νά, όπως προείπαμε:
”Μηδέ συ Παπά κουκιά, μηδέ ‘γω σκαλιστικά”!!
Σύνταξη κειμένου: Φανούριος Ζαχαριουδάκης.