Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μνιά μαντινάδα τση καρδιάς

του Αντώνη Κουκλινού


Με το που μπήκε μέσα στο μαγαζί και αντίκρισα το βλέμμα τζη, το ψυχανεμίστηκα.
Δε τη γνωρίζω… πρώτη φορά τη νε θωρώ και όντως δε ν’ είναι απου τσι πάντες μας.
Παρά το μικρό της ηλικίας… κουρασμένα, κομμένα, τα μάθια τζη και μαυροντυμένη όπως τη ν’ είδα… δε θέλει και πολύ μνυαλό να καταλάβω πως πενθεί.
-Καλημέρα… θα ήθελα να βγάλω φωτογραφίες για ταυτότητα.
Ετοίμασα τα φώτα μου και της είπα να καθίσει.
Χτυπά το κινητό και ήκουσα πως θέλει να τση πέψουνε ταξί, για να πάει ως το τμήμα στο Πύργο, να τση βγάλουνε τη ταυτότητα.
Δε ν’ ήβρικε όμως ταξί τέθεια ώρα και τη ν’ έβγαλε στο κλά’ι’μα.
Εσκέφτηκα και τση λέω, να πάρει πρώτα τηλέφωνο στο τμήμα ανε μπορούνε να την εξηπηρετήσουνε σήμερο, να μη πηγαίνει άδικα.
Καλά το σκέφτηκα… στο τηλέφωνο είπανέ τζη να μη πάει άδικα γιατί ο υπάλληλος δε ν’ είναι σήμερο εκειά.
Απογοητεύτηκε…
-Να πάς στσι Μοίρες απου θα κάμεις τη δουλειά σου, ντελόγω τση κάνω.
-Δε βρίχνω ταξί έπαέ σήμερο… ούλοι πάνε στη χώρα… και ήρθα από μακριά με ένα γνωστό μα έφυγε.
-Κάτσε μρέ κοπελιά να ξανοίξω κι εγώ μπας και βρούμενε αμάξι.
Έψαξα και ήβρηκα ταξί με πεντέξε τηλεφωνήματα και θα κοπχιάσει σε κιανα μισάωρο να τη πάρει.
-Κάτσε να μη στέκεις όξω στη κρυγιώτη, μα ο ταξιτζής κατέχει το μαγαζί και θα ν’ έρθει έπαέ.
Έδειξέ μου πως ησύχασε μνιά ολιά και μου φάνηκε πως ήφηγε ένα βάρος απο μέσα τζη.
Έκατσε στη καρέκλα αμίλητη για αρκετή ώρα…
Δεν άντεξα και τη νε ρώτηξα…
-Γιάντα φορείς τα μαύρα κοπελιά…
Είπενέ μου το λόγο και για τη περίσταση, δεν άντεξα και είπα τση μνιά μαντινάδα…
Όπχιος ντυθεί με του καημού
τα μαύρα και στενάξει,
δε ξανασουλουπώνεται
χίλιες φορες ν’ αλλάξει.
Σά ντη ν’ ήκουσε, τα μάθια τζη εβουρκώσανε…
-Μα ίντα είπες εδά θείε…!!! λέει με θαυμασμό… και πχιάνει ένα χαρτί, να τη γράψει.
-Παναγία μου θα τη γράψω να μη τη νε ξεχάσω…
-Άστο τση λέω δε θα τη ξεχάσεις για θα σου δώσω το βιβλίο μου, να με θυμάσαι και εκειά μέσα τη γράφει.
Ανοίξαμε κουβέντα και είπαμενε πολλά…
Αφού και του λόγου μου είχα να τση πω για το δικό μου πόνο και κατάλαβε πως ούλοι μας περνούμε τα δύσκολά μας, άλλος λίγο άλλος πλιά πολύ…
Μέσα σε λίγη ώρα έφυγε νε η κούραση από τα μάθια τζη και άλλαξε η όψη τζη.
Έπχια σα το βιβλίο μου και έγραψα τση μνιά ν’ αφιέρωση… δυό λόγια, να τα τα θυμάται…
Σαν έκλεισα το βιβλίο της είπα άλλη μνιά μαντινάδα για τον αποχαιρετισμό, γιατί ήρθενε το ταξί να φύγει…
Έπχιασε το βιβλίο και το βάνει στη θέση τση καρδιάς και μου λέει…
-Έλειπα στο εξωτερικό εδα και ενάμισι χρόνο…
Εγύρισα οπίσω στο τόπο μας γιατί… αθρώπους να μιλούνε κατ’ ευθείαν στη ψυχή μου, δε ν’ έχει μόνο στη Κρήτη.
Εμπήκα στο μαγαζί σου να κάμω τη δουλειά μου… μα εσύ είναι σαν να μ’ έβαλες στο σπίτι σου να με κονέψεις
Το βιβλίο σου θα το διαβάζω και στα κοπέλια μου αύριο, μεθαύριο ανε μου το αξιώσει ο Θεός να κάμω.
Εχαιρετιχτήκαμε μάνι, μάνι, γιατι κορνέρνει ο ταξιτζής…
Σάμε που έκατσε στο πίσω κάθισμα, το βιβλίο μου, ήτονε στη θέση τση καρδιάς τση ακόμη…!!!
Στο καλό να πας κοπελιά και στην ευκή μου…
Εμπήκα μέσα γιατί κάνει κρυγιώτη… μα αισθάνομαι πως εζέστανα τη καρδιά ενούς αθρώπου, απου τό ‘χενε ανάγκη… αλλά μάλλον πως κι εγώ το ‘χα πλιά πολύ, για να ζεστάνω τη δική μου… αντώνης κουκλινός Δεκέμπρης του δεκαφτά.

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά