Μύρων Μαραγκάκης- Άνθρωπος ξεχωριστός που ξεπέρασε τις προσδοκίες του! (Μέρος γ’)
Ο Μύρωνας Μαραγκάκης, ξεκίνησε φτωχός, όπως προείπαμε στα προηγούμενα άρθρα, και έκανε κατά καιρούς διάφορες δουλειές. Κάποια στιγμή άνοιξε δικό του μανάβικο στην Ελευσίνα, και αργότερα το πρώτο δικό του σιδεράδικο, που ήταν και η κύρια δουλειά που γνώριζε περισσότερο. Την τέχνη του σιδερά την είχε μάθει νεαρός σε κάποιον στην Αγία Γαλήνη. Δεν ήταν όμως οργανωμένο μαγαζί με όλα τα εργαλεία, δεν είχε μαστόρους και βοηθούς, έτσι ότι έκανε το έκανε σχεδόν μόνος του.
Έφτιαχνε όμως διάφορες κατασκευές που του ζητούσαν, αλλά σιγά – σιγά έμαθε να φτιάχνει μεταλλικούς φούρνους για ψωμί. Μάλιστα στον πάτο τους σε κάποαιους έβαζε πυρίμαχα υλικά με πλακάκια κάτω. Μετά έφτιαχνε φούρνους εξιοκλήρου μεταλλικούς με πέντε ορόφους , 1,5 πλάτος και 1,70 ύψος.
Οι περισσότεροι φουρνάρηδες τότε, αγόραζαν έτοιμους φούρνους από τη Γερμανία, που όμως στοίχιζαν ακριβά.
Η πρώτη φορά που έπαιξε ρόλο η καλή του τύχη…
Στην Ελευσίνα και στην Χαλκίδα υπήρχαν τα τσιμέντα ΤΙΤΑΝ, όπου τον φώναξε μια μέρα ο Κανελλόπουλος, να του φτιάξει τέσσερεις δεξαμενές, που θα ήταν μέσα σε λάκκους στη γη, και μετά θα τους σκέπαζε με χώμα. Θα γινόταν δηλαδή εκεί κάποιο βενζινάδικο. Τον είδε κάποια στιγμή ο διευθυντής του Τιτάνα, και πρόσεξε τον τρόπο που δούλευε. Έβαλε την γραμματέα του μια μέρα, να τον καλέσει στο γραφείο του.
Ο Μύρωνας πήγε πράγματι στα γραφεία, που ήταν εκεί η γραμματέας του διευθυντή, που του λέει:
-Καλά κάνατε και ήρθατε κ Μαραγκάκη, γιατί με έχει ρωτήσει δέκα φορές από το πρωί ο διευθυντής αν ήρθατε! Περάστε παρακαλώ στο γραφείο του…
Μπαίνει ο Μύρωνας στο γραφείο του διευθυντή, τον χαιρετάει, τον χαιρέτησε και εκείνος.
-Μύρο θα πχείς ένα καφέ; Θα πιω και εγώ ένα μαζί σου!
-Ναι θα πιω! Απαντά ο Μύρωνας.
-Ρε συ, σε παρακολουθώ στη δουλειά σου, και βλέπω πως εσένα πιάνουν τα χέρια σου!
Ξέρεις, ο αδερφός μου είχε μια αντιπροσωπεία, που τοποθετούσε φούρνους για ψωμί. Τους έκανε εισαγωγή από τη Γερμανία έτοιμους. Είχε και ένα ειδικό συνεργείο που τους τοποθετούσε. Όμως έχει πεθάνει πρόσφατα ο αδερφός μου, και επειδή ήταν άκλερος, την εταιρία του την κληρονόμησα εγώ. Δεν είναι μόνο αυτό, εγώ τσακώθηκα με τον Γερμανό, γιατί μου ανέβασε τις τιμές, και επιμένει να μην θέλει να τις κατεβάσει. Έτσι και εγώ νευριασμένος, του είπα πως δεν θα παραγγείλω άλλους φούρνους από αυτούς, γιατί εγώ θα τους κατασκευάζω από τώρα και στο εξής όλους στην Ελλάδα! Γέλασε ο Γερμανός και μου λέει:
-Άμα εσείς βρείτε Έλληνα, που να σας φτιάχνει φούρνους στην Ελλάδα σαν τους δικούς μας, εγώ θα τρυπήσω τη μύτη μου και θα κρεμάσω αλυσίδα!
Ο διευθυντής που ήταν και μηχανολόγος, στη συνέχεια, πιάνει κάτι σχέδια, και πλησιάζει προς τον Μύρωνα, λέγοντάς του:
-Για κοίτα Μύρο αυτά τα σχέδια εδώ πέρα, και ρίξε τους μια ματιά.
Για αυτά όμως εγώ, θέλω δυο με τρείς μέρες να τα μελετήσω! Απαντά ο Μύρωνας.
-Θα τα πάρεις σήμερα στο σπίτι σου, θα τα μελετήσεις καλά, και αύριο το πρωί θα έρθεις εδώ να μου πεις! Του λέει ο διευθυντής.
Πήρε όντως για το σπίτι του τα σχέδια ο Μύρωνας, και είδε ότι τα σχέδια αυτά είναι πράγματι φούρνοι για ψωμί. Είδε επίσης πως η υλοποίησή τους, για αυτόν είναι παιγνιδάκι! Τα είχε φαίνεται αντιγράψει ο αδερφός του από τον Γερμανό, και τα έκανε απλώς μετάφραση στα ελληνικά.
Πάει πράγματι την από πάνω μέρα ξανά στα γραφεία ο Μύρωνας, βρίσκει τον διευθυντή, και του λέει:
-Εγώ κύριε Διευθυντά κόβω τα χέρια μου, άμα δε καταφέρω να σου φτιάξω αυτά που έχουν εδώ μέσα τα σχέδια, αν είναι σωστά βέβαια!
-Μα είναι σωστά! Λέει στον Μύρωνα.
-Στο ξαναλέω κύριε διευθυντά, εγώ αναλαμβάνω να υλοποιήσω άνετα αυτά τα σχέδια!
-Μύρο! Πρόσεξε τι λες!
-Ε καλά, δεν το ξαναλέω!
Μετά από αυτή την μικρή κουβέντα τους, φωνάζει ο διευθυντής τον ταμία του.
-Σωτήρη! Φέρε 300.000 στον Μύρο, να πάει αύριο να παραγγείλει υλικά!
Αυτό βέβαια το τότε χρηματικό ποσό, αντιστοιχούσε με σχεδόν ένα εκατομμύριο ευρώ σήμερα!
Ο ταμίας μετρά μπροστά του τα χρήματα, και του τα δίνει μέσα σε ένα φάκελο.
-Τι να τα κάνω τόσα λεφτά επάνω μου; Στο δρόμο κιόλας θα με κλέψουν! Λέει ο Μύρωνας.
-Καλά, πάρε συ αυτά τα λεφτά, και πρόσεχε! Αύριο θα σηκωθείς το πρωί, θα πάρεις ένα ταξί και θα πας στον Πειραιά. Εκεί είναι δυο μεγάλα μαγαζιά που πουλάνε σίδερα και λαμαρίνες, ο Βογιατζής κι ο Κούτρας. Πάρε αυτήν την κατάσταση, και πάρε τιμές και από τους δυο. Αφού πάρεις την καλύτερη τιμή, θα φορτώσεις μια νταλίκα, και αν φοβάσαι να κυκλοφορείς με τόσα λεφτά, θα τους πληρώσω εγώ από εδώ!
Πράγματι, πήγε ο Μύρος στον Πειραιά, πήρε τιμές, και παρήγγειλε τα υλικά στον φτηνότερο.
Συνήθιζαν όμως από τότε πολλοί εργολάβοι, να παίρνουν προμήθειες από τα μαγαζιά που ψώνιζαν, για να προτιμούν αυτούς, και το ίδιο έκαναν και με τον Μύρο! Εν ολίγοις του πρότειναν ένα σοβαρότατο ποσόν που να μη φαίνεται, γιατί θα έμπαινε στα υλικά. Ο Μύρωνας όμως εξαρχής αυτό δεν το δέχτηκε, και από το μαγαζί, αυτό τους εντυπωσίασε!
Πρώτη φορά τους συνέβη να δίδουν σε κάποιον προμήθεια, κι αυτός να μην τη δέχεται!
Αμέσως κιόλας πήραν τηλέφωνο τον διευθυντή, για να του πουν το πόσο έντιμος είναι ο άνθρωπός του! Μάλιστα του τόνισαν, πως έχει βρει τον πιο έμπιστο και έντιμο άνθρωπο για τις δουλειές του!
Αυτό άρεσε ιδιαίτερα στον διευθυντή ο οποίος λέει στον Μύρωνα:
-Μύρο, ξεκίνα αύριο να δουλεύεις τα υλικά, και θα σου δώσω τώρα κάτι σκιτσάκια πρόχειρα, μέχρι να φτιάξουμε κανονικά σχέδια. Θέλω να μου κάνεις για αρχή δυο με τρείς φούρνους για ψωμί, και μετά θα τους τοποθετήσεις κιόλας.
-Τρείς φούρνους; Ας κάνουμε πρώτα τον έναν, να δούμε πως θα πάει, και βλέπομε για παρακάτω! Είπε ο Μύρωνας.
-Ότι θες κάνε, αλλά να πας στην Ελευσίνα να βρεις μια μεγάλη αποθήκη με ρεύμα, όσο για εργαλεία, και θα σου δώσω και εγώ από εδώ μερικά, ότι σου λείπεται. Χώρο μονάχα μεγάλο να βρεις!
Βρίσκει πράγματι ο Μύρος κατάλληλο χώρο, και κλειδώνεται μέσα, μελετώντας προσεκτικά τα σχέδια! Επί τριάντα μέρες κατασκεύαζε τον πρώτο φούρνο!
-Κύριε διευθυντά, τέλειωσα τον πρώτο φούρνο, θα έρθετε κάποια στιγμή να τον δείτε; Του είπε στο τηλέφωνο.
Ο διευθυντής είχε φιλίες με τον πρόεδρο των αρτοποιών Ελλάδος κάποιον Ζαχαράκη, και αυτόν φώναξε ο Μύρος, για να δει τον φούρνο που έφτιαξε, και να του πει τη γνώμη του, πριν πάει ο διευθυντής. Εκείνος πήγε πράγματι στο μαγαζί, και ο Μύρος του λέει:
-Έχω φτιάξει εδώ πέρα ένα αντίγραφο γερμανικού φούρνου, και θέλω να μου πεις τη γνώμη σου!
Ο Ζαχαράκης είχε ήδη τοποθετήσει τρείς τέτοιους, πλην έτοιμους γερμανικούς φούρνους σε ένα μαγαζί που είχε νοικιάσει, αλλά ήθελε και έναν τέταρτο.
-Τον πουλάς το φούρνο; Λέει στον Μύρο.
-Ε κάτσε να τον δοκιμάσεις πρώτα αν δουλεύει, και βλέπουμε!
-Αν ο φούρνος αυτός εδώ που βλέπω εγώ, βγάζει ψωμί ή όχι, άσε με να το ξέρω εγώ σαν πρόεδρος των αρτοποιών, καλύτερα από τους άλλους! Πόσο τον πουλάς;
220, 230 χιλιάρικα είσαι ευχαριστημένος;
-Εγώ και με 180 είμαι ευχαριστημένος!
Τραβά από την τσέπη του ένα καρνέ επιταγών και συμπληρώνει το ποσόν, και του το δίνει.
-Καλά δεν θα δεις και άμα βγάζει ψωμί;
-Άστο αυτό σου είπα, να το ξέρω μόνο εγώ!
Είχαν μείνει τρείς λαμαρίνες, αλλά την επαύριον αγόρασε κι άλλες, για να φτιάξει και τους τρείς φούρνους του διευθυντή. Κατασκεύασε τελικά κι αυτούς, και λειτούργησαν όλοι στην εντέλεια!
Ο διευθυντής έδωσε εντολή να προσλάβουν τον Μύρωνα σαν εργοδηγό, και μάλιστα ένας από αυτούς στην εταιρία τον έκανε και κουμπάρο, τον στεφάνωσε δηλαδή, και έτσι ο Μαραγκομύρος είχε πια άλλο αέρα μέσα στο εργοστάσιο της ΤΙΤΑΝ!
Μέσα σε ένα χρόνο ο Μαραγκομύρος είχε φτιάξει συνολικά, πάνω από 100 τέτοιους φούρνους! Για δεύτερη φορά τον βοήθησε η καλή του τύχη…
Όμως μια πιο σοβαρή δουλειά έμελλε να τον αναδείξει ακόμα περισσότερο, και να τον καταξιώσει στους πάντες, που ήταν μια νέα και μεγαλύτερη εργολαβία, πλέον μέσα στην εταιρία ΤΙΤΑΝ!
Κάποιον μεγαλοεργολάβο που είχε η εταιρία, και ήταν από την Κοκκινιά, κατασκεύαζε τους μεγάλους φούρνους, που ήταν 200 μέτρα μήκος ο κάθε ένας, και η διάμετρος τους τρία. Από κακή όμως διαχείριση, ο εργολάβος αυτός έπεσε έξω. Μάλιστα έχασε και κάποιες πολυκατοικίες που είχε, και όλες κατασχέθηκαν από τράπεζες!
Έτσι ο Κανελλόπουλος έδιωξε αυτόν τον εργολάβο, και επειδή τη δουλειά αυτή ο Μύρος ήξερε πολύ καλά να την κάνει, όπως τους διαβεβαίωσε, την μεγάλη δουλειά αυτήν την ανέθεσε τελικά σε αυτόν!
Έπρεπε λοιπόν να εγκατασταθούν δυο μονάδες τέτοιες με φούρνους στον Τιτάνα της Ελευσίνας, άλλοι δυο στην Χαλκίδα, και άλλη μια στην Θεσσαλονίκη. Οι μονάδες αυτές, ήταν στην ουσία σωληνωτοί φούρνοι των 200 μέτρων, που στην ουσία ήταν εκείνοι που μέσα τους ψηνόταν η τριμμένη σιδερόπετρα, για να μετατραπεί σε τσιμέντο. Έπεφτε δηλαδή από το ένα άκρο, ψηνόταν ενώ περιστρεφόταν ο σωλήνας, και στο τέλος έπεφτε κάτω από το άλλο άκρο, και καθώς ήταν πυρωμένη και κατακόκκινη, καταβρεχόταν με νερό για να κρυώσει.
Ερχόταν τμηματικά τα κομμάτια του φούρνου σε νταλίκες των έξη μέτρων, και ο Μύρωνας με το προσωπικό του τους συναρμολογούσε! Δύσκολη μεν δουλειά, αλλά ο Μύρωνας και πάλι για άλλη μια φορά τα κατάφερνε πολύ καλά, και έτσι το αφεντικό, στηριζόμενο στις πλάτες του Μύρωνα, παρήγγειλε άλλους τρείς παρόμοιους φούρνους για την Θεσσαλονίκη, και περίπου δέκα σε σύνολο! Τρία χρόνια έκανε στη Θεσσαλονίκη, και κατέβηκε μετά στην Αθήνα, με τη τσέπη φυσικά γεμάτη λεφτά, ενώ δεν ήταν ακόμα καλά – καλά ούτε 25 χρόνων!
Να μην πούμε πως την εποχή που ο Μύρωνας δούλευε στον Τιτάνα, τον ζητούσαν παράλληλα και άλλες εταιρίες, όπως τα τσιμέντα Χάλιψ, τα τσιμέντα Ηρακλής και Όλυμπος (το σόι του Τσάτσου), αλλά η δέσμευσή του στον Τιτάνα, δεν του επέτρεψε να πάει και εκεί.
Εργολάβος και της Χαλιβδουργικής!
Όταν τέλειωσε ο Μύρωνας με τον Τιτάνα, τον κάλεσε ο Αγγελόπουλος και στην Χαλυβουργική! Εκεί ο Μύρωνας ανέλαβε να κατασκευάσει δυο κύριους φούρνους, που θα ήταν όρθιοι, ύψους 80 μέτρων! Όταν τέλειωσε τους φούρνους αυτούς, που ήταν σαν τεράστιες δεξαμενές, στην ουσία λειτουργούσαν σαν χυτήριο. Ένας τεράστιος γερανός έπιανε από κάτω κομμάτια μετάλλων κομμένα όλα κάτω του ενός μέτρου, και τα έριχνε μέσα στην κάθε δεξαμενή – φούρνο, για να λιώσουν. Το λιωμένο υγρό έτρεχε σε πυρίμαχα καλούπια πάχους 10Χ10, και μήκους 6 μέτρων. Αυτά πάλι τα έπαιρνε άλλος γερανός και τα έριχνε στο νερό να κρυώσουν. Μετά σαν κρύωναν, έβγαζαν το σίδερο από τα καλούπια, και ο γερανός τα πήγαινε σε τόρνο, όπου τα έκοβε σε μπετόβεργες των έξη μέτρων.
«Για τον Μύρο ουδέν πρόβλημα άλυτον»!
Μια φράση που έλεγαν συχνά τα μεγάλα αφεντικά του, και εκείνος ποτέ δεν τους διέψευσε, ήταν: «Ουδέν πρόβλημα άλυτον για το Μύρο»! Ή έλεγαν: «Άμα το είπε αυτό ο Μύρος, αποκλείεται να μην είναι σωστό»!
Δεν κατασκεύαζε μονάχα σύγχρονους φούρνους, αλλά αντικαθιστούσε τους παλιούς, ή απλά τους ενίσχυε με ανθεκτικότερες λαμαρίνες. Έφτιαχνε και συναρμολογούσε σπαστήρες, συναρμολογούσε ακόμα και μεγάλες μεταλλικές γέφυρες 200 μέτρων! Έφτιαχνε ενισχυμένες δεξαμενές 4 χιλιάδων τόνων, ή απλά ενίσχυε άλλες με πιο παχιές λαμαρίνες. Συναρμολογούσε και ακόμα μεγαλύτερες δεξαμενές μέχρι και 20 χιλιάδων τόνων!
Μπορούσε εν ολίγοις να συναρμολογήσει ακόμα και τις λαμαρίνες αεροπλάνου, αν είχε τα σχετικά σχέδια!
Είχε κερδίσει έτσι την εμπιστοσύνη των πάντων! Μάλιστα κατάφερνε και παρέδιδε τις εργολαβίες του, ακόμα και πριν την ημερομηνία παράδοσης! Έφθασε να έχει στη δουλειά της τοποθέτησης, μέχρι και 220 άτομα εργαζόμενους! Στο μαγαζί του στην Ελευσίνα είχε μόνιμα 15 τεχνίτες και εργάτες, σε δυο καράβια άλλους 15, και άλλους 15 σε διάφορα σπίτια για κεντρική θέρμανση, κλπ.
Ο Μύρωνας με τα χρήματα που κέρδιζε από τις εργολαβίες του, αγόρασε οικόπεδα, σπίτια, και μαγαζιά στις δυο κόρες του, που ήθελε απλώς να τις εξασφαλίσει.
Όμως με τα υπέρογκα χρήματα που κέρδιζε, δεν κοίταζε να εξασφαλίσει μονάχα τα παιδιά του…
Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Συνεχίζεται