Οι παλαιότεροι σήμερα, θυμούνται πράγματα από τα νιάτα τους, που οι νέοι δεν τα ξέρουν.Η ζωή των παιδιών τότε ήταν τόσο πλούσια και μεστή σε πράγματα και γεγονότα, που θα τα ζήλευαν σίγουρα τα σημερινά παιδιά!
Τα μεγαλόσωμα ζώα, άλογα μουλάρια γαϊδούρια και μοσχάρια, ταλαιπωρούνταν τότε από διάφορα είδη μυγών, όπου γεννούσαν τα αυγά τους κάτω στις αμασχάλες των ποδιών τους και στους ώμους, και εκκολάπτονται με την υγρασία. Εν συνεχεία οι αλογόμυγες φτάνουν στο στόμα όπου εκκολάπτονται οι νύμφες και ταξιδεύουν προς τα έντερα. Έτσι, όταν οι προ νύμφες αποκολληθούν, μπορούσε να προκαλέσουν σοβαρές πληγές στο άλογο (στο στομάχι και στο λεπτό έντερο) και κόπωση. Άλλο είδος αλογόμυγας πήγαινε προς τις οπές της ρινικής κοιλότητας και από εκεί στον εγκέφαλο, όπου τρέλαινε το ζώο!
Η αποβολή των αυγών γινόταν με τα κόπρανα του αλόγου και στη συνέχεια η μεταμόρφωση σε τέλεια έντομα γινόταν στο χώμα.
Άλλες πάλι μύγες σε σχήμα πλακέ και σκληρές σαν ψείρες, σύχναζαν στις αμασχάλες των ποδιών και πίσω από τις ουρές των αλόγων.
Η χειρότερη όμως αλογόμυγα, ήταν περίπου σαν μέλισσα, με μια μύτη σουβλερή πίσω, όπου τσιμπούσε το ζώο! Μετά το αιφνίδιο τσίμπημα το ζώο «μυγιαζόταν» και το ζώο το έβαζε στα πόδια!
Η εποχή που ήταν σε έξαρση οι αλογόμυγες, ήταν από τα τέλη της Άνοιξης Μάιο Ιούνιο Αύγουστο και τα μέσα Σεπτεμβρίου, όπου και εξαφανιζόταν!
Τέλη της Άνοιξης λοιπόν, ήταν η εποχή που όλη μέρα οι κούκοι έκραζαν με το γνωστό «Κου – κου! Κου – κου».
Τότε ήταν που συνέβαιναν και οι ενοχλήσεις των ζώων από αλογόμυγες, που έτυχε και συνέπιπτε με το ζευγάρωμα των κούκων!
Τα διαβολόπαιδα όμως της εποχής σε όλα τα χωριά, είχαν το ίδιο σκεπτικό, ήθελαν την διασκέδαση, και επεδίωκαν στο να πειράζουν τα ξένα ζώα, δηλαδή να τα «μυγιάζουν»! Ήθελαν δηλαδή να τα κάνουν να τρέχουν από τον φόβο της μύγας!
Κάποιο παιδί της παρέας που ήθελε να κάνει τον ξύπνιο στα άλλα παιδιά, τους έλεγε:
-Θέλετε κοπέλια να μυγιάσω εκειανέ τα βούγια να γελάσομε»?
Τα άλλα συμφωνούσαν και έτσι το παιδί έλεγε το παρακάτω μικρό ποιηματάκι δυνατά να το ακούσουν τα ζώα, ανάλογα βόδια μουλάρια ή γαϊδούρια:
” Έβγα μύγια από το βόλο, κι άμε στου βουγιού το κώλο
Δος του να πυροβολήσει και τα όρη να γυρίσει!
Κου – κου! Κου – κου”!
Ανάλογα βέβαια το ζώο, πρόσθεταν το όνομα του στο ποίημα, το οποίο εδώ αφορά βούι (βόδι).
Οι μύγες βέβαια αφότου έβγαινα από το βόλο, δηλαδή από το χώμα όπου είχαν πέσει τα αυγά, μοναδικός τους σκοπός ήταν να παρενοχλούν τα μεγάλα ζώα, και όχι πρόβατα και κατσίκια.
Με το ποίημα και με το άκουσμα «κου κου – κου κου» τα ζώα νόμισαν πως ο κούκος στέλνει τις μύγες, αγρίευαν και έτρεχαν προληπτικά για να γλυτώσουν! Τότε λέγαμε πως είναι τα ζώα αυτά είναι «μυγιασμένα»!
Μπορεί να ίσχυε αυτό, μπορεί και απλά να ήταν σύμπτωση, και απλά πετούσε τυχαία κάποια μύγα, και τα παιδιά νόμιζαν πως για το τρέξιμο των ζώων, έφταιγε το ποίημα τους!
Όταν σε μια ομάδα ζώων άλογα ή βόδια παρουσιαζόταν αλογόμυγα, αν ήταν βόδια κουνάγανε τις ουρές τους δεξιά αριστερά, γυρνούσαν γύρω από τον εαυτό τους έντρομα μουγκρίζοντας! Πάντως το συγκεκριμένο ζώο που θα το τσιμπούσε μύγα, έπαιρνε φόρα και έτρεχε σαν αλαφιασμένο μακριά! Το ίδιο και τα άλογα, φερόταν λες και ήταν δαιμονισμένα, και μετά το τσίμπημα όπου φύγει – φύγει! Όπως λέγαμε παλιά, «έπαιρναν πορδόμηλο»! Δηλαδή έτρεχαν καλπάζοντας και με συνεχείς πορδές, και κλοτσώντας στον αέρα, για να ξεφύγουν από την ενοχλητικά επίμονη αλογόμυγα!
Η απόσταση που έτρεχαν τα μυγιασμένα ζώα, ήταν περί τα τρία χιλιόμετρα, μπορεί και παραπάνω, και σταματούσαν μονάχα όταν έβρισκαν κανένα παχύ ίσκιο, ή άμα μπορούσαν έμπαιναν και κάτω από τους κλάδους του δένδρου! Νόμιζαν πως τα κλαδιά και ο ίσκιος του δένδρου θα παρεμποδίσει τη μύγα να καθίσει επάνω τους!
Αν δεν υπήρχαν δένδρα μπορούσαν να μπουν και σε κάποιο αμπέλι, το οποίο βέβαια το πέρναγαν μερικούς γύρους καλπάζοντας, και το αμπέλι το αλώνιζαν στην κυριολεξία, και το έκαναν ρημάδι!
Ήταν όντως τόσο ευαίσθητα στην αλογόμυγα τα ζώα, που φτάνει μονάχα κάποιος να τους κάνει «κου κου», και αμέσως είναι έτοιμα να πάρουν δρόμο και να φύγουν!
Κείμενο – φώτο (άλογο): Γεώργιος Χουστουλάκης