Κάποτε στα χωριά μας στην Κρήτη, οι άνθρωποι είχαν πολλές αξιοθαύμαστες αρετές, και όμορφες συνήθειες, που σαν λαό τον έκαναν υπερήφανο στα μάτια όλων
Ο Κρητικός λαός, διακατεχόταν ανέκαθεν από ένα Μεσογειακό ταπεραμέντο, που τον έκανε να παραμένει πολύ ευαίσθητος σε αρετές που κυριαρχούσαν χιλιάδες χρόνια, ωστόσο όμως τον ανάγκαζαν ενίοτε να βγει από το φυσικό αυτό στοιχείο, και να φθάνει καμιά φορά ακόμα και σε πιο ακραίες καταστάσεις.
Όπως και να το κάνουμε όμως, όλοι θαυμάσαμε το μεγαλείο των πατεράδων μας ή των παππούδων μας, φτάνει να ρίξουμε μια ματιά στην απλή καθημερινή ζωή τους, πριν πενήντα και πλέον χρόνια.
Δεν καθόταν άνθρωπος σε καφενείο του χωριού ή στην εξοχή, να τρώει και να πίνει μοναχός του, να περνά κάποιος από δίπλα, και να μην τον καλέσει στην παρέα του, είτε αυτός ήταν γνωστός είτε άγνωστος!
-Σύντεκνε, έλα να φάμε ένα μεζέ! Αυτό θα του έλεγε σίγουρα!
Η ανθρώπινη παρουσία ήταν άκρως απαραίτητη, για να μιλήσουν και να ανταλλάξουν δυο κουβέντες, γιατί «αλλοίμονο του αμοναχού, και στο φαί ντου ακόμα», όπως έλεγε μια παλιά κρητική φράση.
Δεν πήγαινε ξενομπασάρης άνθρωπος σε οποιοδήποτε καφενείο, οποιαδήποτε χωριού, να πιεί καφέ, ή έστω μόνο ένα νερό αν δεν είχε χρήματα, και όσο έβλεπε ο καφετζής πως περνά η ώρα, να μην τον ρωτήσει:
-Ήντα θα φας το μεσημέρι κουμπάρε; Και αυτό, γιατί δεν θα του πήγαινε ποτέ να τον βλέπει νηστικό.
Κι αν πράγματι ο ξένος δεν είχε καθόλου χρήματα, ο καφετζής θα έκανε και πάλι το κολάι του να του φέρει κάτι να φάει, πάντως νηστικό δεν θα τον άφηνε σε καμία περίπτωση! Ακόμα και δεν είχε που να μείνει ο άνθρωπος το βράδυ, θα τον κόνευε στο σπίτι του ή αυτός, ή κάποιος άλλος από τους θαμώνες του καφενείου, και το πρωί θα τον αποχαιρετούσε για «να πάει στα εφτά καλά του Θεού»!
Υπήρχαν και άλλα ωραία ήθη, που πήγαζαν από την τουρκοκρατία. Πολλοί χαίνηδες (αντάρτες, επαναστάτες), ακόμα και φυγάδες, κυνηγημένοι από τούρκους, σαν ξέπεφταν σε κάποιο χωριό της Κρήτης, γνώριζαν οι ντόπιοι πως πρέπει να του συμπεριφερθούν. Έτσι αν ερχόταν κυνηγημένος κάποιος στο καφενείο του χωριού, δεν έπιαναν ψιλή κουβέντα μαζί του, προφανώς δεν ήθελαν να ξέρουν τίποτα για αυτόν! Ήταν καλύτερα έτσι, να μην ξέρουν, γιατί το αντίθετο θα τους έβαζε σε μπελάδες από τις αρχές! Γνώριζαν όμως και οι αρχές πολύ καλά, πως και ο καφετζής, αλλά και οι θαμώνες, θα φροντίσουν πράγματι απλώς να φάει και να πιεί ο κυνηγημένος, να κοιμηθεί και το πρωί να φύγει. Γνώριζαν πως, το ποιος ήταν ο άνθρωπος, πράγματι δεν θα το ρωτήσουν οι χωριανοί, δεν θα τους ενδιέφερε, φτάνει που τον έκρυψαν και τον βοήθησαν να διαφύγει Αυτό το κατάλοιπο της τουρκοκρατίας συνεχίστηκε και μετά, και η αστυνομία και οι αρχές όποτε αναζητούσε δραπέτες ληστές, φονιάδες κλπ, δεν τιμωρούσαν αυτούς που τους φιλοξενούσαν ή τους έκρυβαν!
Γνώριζαν πολύ καλά, πως στα αλήθεια δεν θα ήξεραν απολύτως τίποτα, κα τον τυχόν ρόλο που θα έπαιζε ο φιλοξενούμενος τους. Έτσι και να τους πίεζαν, δεν επρόκειτο να μάθουν λέξη για αυτόν!
Πάγια ταχτική αυτή για όλους τους Κρητικούς, ο εκάστοτε φιλοξενούμενος τους. Ακόμα και εχθρός της πατρίδας να ήταν ο κυνηγημένος , ας ήταν Τούρκος ή Γερμανός κλπ, εφόσον τους ζητήθηκε φιλοξενία, έπρεπε να το πράξουν, και να φροντίσουν να φύγει με ασφάλεια. Αυτό, γιατί και ξένος ή αλλόθρησκος δε παύει να είναι άνθρωπος για αυτούς, που σήμαινε συνάνθρωπος, και άρα είχαν ιερή υποχρέωση απέναντί του.
Η ανθρωπιά των ανθρώπων της Κρήτης, κυρίως στα ορεινά, φαινόταν ιδιαίτερα τις μέρες των εορτών, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά ή Πάσχα, όπου δεν θα άφηναν κανένα φτωχό του χωριού, τις χρονιάρες αυτές μέρες, χωρίς το απαραίτητο σκουτελικό!
Αν μια φτωχή οικογένεια είχε πέντε μέλη, θα τους πήγαιναν πέντε καλές μερίδες, ένα φρέσκο ζυμωτό ψωμί, και ένα μπουκάλι κρασί. Ο γενικός κανόνας ήταν, κανείς να μη μείνει στο χωριό, που να μη φάει και να πιει και «να πασχάσει» όπως χαρακτηριστικά έλεγαν.
Η έντονη κοινωνικότητα των ανθρώπων στα χωριά, και κυρίως των ανδρών, ήταν η αφορμή, που πολλές φορές μπορούσαμε να αντλήσουμε όμορφα στοιχεία, ακόμα και σε αρνητικές καταστάσεις! Κάπου ανάμεσα δηλαδή στα αρνητικά στοιχεία, υποβόσκει και πάλι η καλοσύνη! Πολλές φορές, για παράδειγμα, η έλλειψη καθημερινής εργασίας ειδικά τα καλοκαίρια, η έντονη κινητικότητα στις πολυπληθυσμικές περιοχές, και με την άριστη σχέση μεταξύ τους οι άνθρωποι, ήταν και η βασική αιτία που αγαπούσαν ο περισσότεροι την καλή παρέα και το κρασάκι, έστω και με τα δυσάρεστα επακόλουθα του!
Το θέμα της συμπεριφοράς των ανδρών, ιδιαίτερα τις ημέρες που είχε παζάρι στην πόλη, ήταν παροιμιώδες, και μια κοινότυπη κατάσταση για όλους! Ότι κι αν πούλαγαν στην αγορά, κανελάδες, καραμέλες, παγωτά, κουνέλια, κότες, τυριά, κατσίκια, γελάδια, γαϊδούρια, πατάτες, φρούτα ή λαχανικά, ότι χρήματα έβγαζαν, όλα τα έτρωγαν στη συνέχεια με τη παρέα στο καφενείο! Γλένταγαν τα λεφτά μέχρι πρωίας, και πολλές φορές, στο σπίτι πήγαιναν με ελάχιστα χρήματα ή και τίποτα!
Πριν πέντε και πλέον δεκαετίες, λίγοι κάνανε λεφτά, και αυτό μόνο οι τσιφούτηδες και καρμίρηδες! Οι υπόλοιποι που ήταν και η πλειοψηφία, όλα τα εύκολα λεφτά που τους προέκυπταν, τους έδιναν και καταλάβαιναν! Πολλές φορές δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, γιατί έτσι ήταν οι επιταγές της εποχής!
Μπορεί μετά την πώληση να πήγαιναν στο καφενείο απλώς και μόνο για ένα καφέ, όμως μετά πλάκωνε ο ένας γνωστός, μετά ο άλλος φίλος, μετά ο σύντεκνος, κέρασε τον ένα, κέρασε τον άλλο, κι ο άλλος μετά έλεγε, «κέρασε κι από μένα καφετζή όλη τη παρέα», ώσπου σιγά σιγά ερχόταν όλοι στο κέφι, και το κέφι έφερνε το ένα ποτήρι πίσω από το άλλο! Η κατάληξη ήταν να πηγαίνουν το πρωί στο σπίτι όλοι μεθυσμένοι, αλλά και όλοι εντελώς ρέστοι!
Και αυτό όμως ήταν αποτέλεσμα του αλτρουισμού και της αγάπης που είχαν μεταξύ τους οι άνθρωποι της εποχής, που το μόνο τους ελάττωμα ήταν, που αναζητούσαν την παρέα ο ένας του άλλου, σε πλήρη αντίθεση με το σήμερα, που μάλλον κυριαρχεί η ζήλεια και το μίσος.
Επί τουρκοκρατίας, σε κάποια χωριά της ορεινής Κρήτης, είχε αναπτυχθεί έντονα και η δραστηριότητα της κλεψάς! Έπρεπε από τον αγά της περιοχής, πάση θυσία να κλέψουν πέντε έξη οζά, ή και περισσότερα. Αυτό το πετύχαινα εύκολα, και το κλεψίμιο κρέας το έψηναν κρυφά οι αντάρτες, τυλίγοντας το με το δέρμα του ίδιου του ζώου με το μαλλί βέβαια από μέσα.
Αυτή όμως η ταχτική, συνεχίστηκε δυστυχώς και μετά την τουρκοκρατία. Κλέφτες έκλεβαν και πάλι οζά, αλλά από μεγαλοβοσκούς, μετέπειτα όμως η κλεψιά γενικεύτηκε.
Έκλεβαν οζά, τα έσφαζαν, στη συνέχεια έσκαβαν ένα λάκκο στη γη, και επάνω άναβαν τη φωτιά. Και πάλι δεν έτρωγαν οι κλέφτες το κρέας μόνοι ρους, πολλές φορές έδιναν και από ένα αρνί ή ένα μέρος του αρνιού και στους άλλους φίλους τους, αλλά οπωσδήποτε δεν ξεχνούσαν και τις φτωχές οικογένειες του χωριού, να τους πάνε από ένα γουλίδι! Φυσικά και οι άλλοι κλέφτες, όταν πήγαιναν κι εκείνοι στην κλεψιά, με τη σειρά τους έδιδαν και εκείνοι δεξιά αριστερά τα αντίστοιχα, και φυσικά καλούσαν και τους άλλος κλέφτες της περιοχής να φάνε μαζί τους! Πολλές φορές καλούσαν και τον ίδιο τον ιδιοκτήτη που είχε τα οζά. Ακόμα κι αν το διαισθανόταν ο ίδιος πως τον κλέψανε, ήξερε πως και εκείνος μπορούσε να κάνει το ίδιο κάποια στιγμή, σαν τους βρει μπόσικους ως προς τη φύλαξη. Έτσι το έβλεπαν όλο αυτό, σαν έναν συναγωνισμό, το ποιος θα καταφέρει να φυλά καλύτερα το κοπάδι του, χωρίς να καταφέρουν οι άλλοι να του κλέψουν ούτε ένα οζό!
Όμως παρόλα ταύτα, δεν έκλεβαν για να πλουτίσουν, έκλεβαν για το έθιμο, ή ακόμα για να κάμουν το γάμο του παιδιού τους, επειδή λυπόντουσαν να σφάξουν τα δικά τους που θέλανε να τους μείνουν, πράγμα που και οι άλλοι σε παρόμοια θέση έπρατταν το ίδιο!
Υπήρχαν πάντως χρόνια, που η κλεψιά ήταν μεγάλο προσόν για έναν άνδρα, κυρίως επί τουρκοκρατίας.
Δεν εννοούσαν πως ήταν άνδρας κάποιος, αν δεν ήταν ικανός να κλέψει, γιατί γνώριζαν πως στα χέρια του η κόρη τους θα πεινάσει!
Συνήθως μόνο οι δειλοί, οι άτολμοι και οι αδύναμοι, ήταν καθαροί από τις συνήθειες της κλεψιάς, πράγμα όμως που τους κρατούσε χαμηλά σε επίπεδο προσωπικότητας στις διάφορες τοπικές κοινωνίες!
Όπως και να το κάνουμε όμως, οι κλέφτες ήταν μειοψηφία, και τα αρνητικά στοιχεία ήταν απλά η εξαίρεση στον κανόνα, γιατί πάντα τα θετικά στοιχεία που είχαν οι Κρητικοί, ήταν σαφώς περισσότερα, και από όσα ήδη αναφέραμε. Δεν ήταν ωστόσο μακριά από την πίστη στο Θεό και στη Χριστιανοσύνη, και μάλιστα διέσωσαν πολλά χριστιανικά ήθη και έθιμα, τα οποία κράτησαν αναλλοίωτα για πολλά χρόνια!
Κείμενο –Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης