Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Η Ελένη Μανασάκη θυμάται

Την καλύβα τους στου «Παπά το καμίνι»…

Είχαμε μια χρονιά τις κότες σε μια καλύβα σε μια ελιά στου «Παπά το Καμίνι», του πατέρα μου δηλαδή, και ξωμέναμε εκεί τα καλοκαίρια όλοι μας, θυμάται η Ελένη.

Θυμάμαι εκεί που μας επισκεπτόταν συχνά η Θεία της η Χαρίκλεια η Φανερωμνιανή, και μια μέρα μου έλεγε :

-Παιδί μου Λενιώ, όταν εφέρνανε τη μάνα σου νύφη από τη Φανερωμένη, ωραιότερη γυναίκα δεν υπήρχε στη περιοχή! Όπως έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε και η μάνα σου!
Τη χρονιά που γεννήθηκε ο γιος μου ο Γιάννης, εκείνη τη χρονιά πέθανε και ο πατέρας μου ο Παπαγιάννης, και δεν μπορούσα να πάω ούτε στη κηδεία του!
Η μάνα μου η Αδαμαντία ήταν χρυσοχέρα στον αργαλειό και στα κεντήματα αλλά και ξεγεννούσε και γυναίκες. Αυτή έμαθε όλα αυτά και στην αδερφή της τη θειά μου τη Χαρίκλεια. Της έμαθε και όλα τα βότανα και τα μαντζούνια και όλα τα πραχτικά γιατρικουλέματα της εποχής. Στα σπίτια τους είχαν απ όλα τα βότανα κρεμασμένα από το ταβάνι σε δεκάδες ματσάκια, τα οποία χρησιμοποιούσαν σαν βραστάρια. Η Ερείνη μια γειτόνισσα της Χαρίκλειας στην Φανερωμένη είχε μείνει έγγειος, και είχε γεννήσει ένα παιδί, αλλά εκείνη πέθανε στη γέννα. Έτσι αγάπησε η θεία μου αυτόν τον Λευτέρη σαν να ήταν δικό της παιδί! Η θεία μου επίσης ‘ήξερε και γιάτρευε πολλές αρρώστιες με πραχτικούς τρόπους, το ίδιο έκανε και η μάνα μου. Μόνο τον εαυτό της δεν μπορούσε να γιατρέψει…
Η μάνα μου ήταν καλός άνθρωπος και αναθρέψε με τις καλύτερες προδιαγραφές όλα τα παιδιά της, και ήταν μάλιστα και πολύ καλή συμβιβάστρια υποθέσεων, κι αυτή όπως και η Μαραγκομύραινα στο χωριό μας τη Γαλιά.
Ήταν πολύ νέα πριν πεθάνει, κι όμως είχε ήδη εφτά παιδιά, τον Γιώργη τον Λευτέρη τον Μανώλη τη Δέσποινα τη Μαρία τη Χαρίκλεια και εμένα την Ελένη.
Όμως δυστυχώς έχασε τα πάντα μέσα σε τρεις μόλις μήνες την ίδια καταραμένη χρονιά του ΄44. Στους τρεις καταραμένους αυτούς μήνες του ΄44, έχασε τον Λευτέρη στις 23 τον Νοέμβρη, τραυματίζεται ο Μανώλης της στις του 16 Σεπτέμβρη, και την ίδια χρονιά στις 6 του Δεκέμβρη της ήρθε και το χαμπέρι με τηλεγράφημα ότι σκοτώθηκε και ο Γιώργης της.
Της στείλανε το μπαούλο με τα ρούχα του Γιώργη, και επάνω είχαν το μαντολίνο του. Από εκείνο το μαντολίνο έμαθα έπειτα και εγώ! Ήταν τόσο γλυκός ο ήχος από το μαντολίνο αυτό, το μόνο που δεν σου μιλούσε! Σήμερα το μαντολίνο αυτό το του Μανώλη το έχει η αδερφή μου η Χαρίκλεια, κι ανιψιός μου ο Γιάννης Τσικνάκης πήρε το «Λεμαν», ένα όργανο που έμοιαζε με μπουζούκι, και το έπαιζε κι αυτό ο αδερφός μου ο Μανώλης.

Τον τραυματισμό του Μανώλη…

Πριν φύγουν οριστικά οι Γερμανοί, στις 16 του Σεπτέμβρη του ιδίου έτους, ένας Γερμανός κάνοντας το φίλο στον Μανώλη μας, του έδωσε ένα αναπτήρα δώρο. Πήγε εκείνος να τον ανάψει, όμως εξερράγη γιατί ήταν μια ισχυρή νάρκη. Τον τραυμάτισε τόσο σοβαρότατα στο στήθος στο πρόσωπο και στα μάτια που τον άφησε μισοπεθαμένο. Η έκρηξη αυτή του έκοψε και ολόκληρη την παλάμη του αριστερού του χεριού. Τον πήγαμε αμέσως στο Ηράκλειο σε νοσοκομείο και περιποιηθήκανε τα τραύματα του τα οποία δεν έλεγαν να κλείσουν, αλλά την παλάμη δυστυχώς την έχασε. Επειδή το πάθος του ήταν η μουσική η ποίηση και τα μουσικά όργανα, κυρίως το μπουζούκι, έφτιαξε ένα ειδικό πετσάκι που προσάρμοσε στην άκρη του χεριού του, και με αυτό πατούσε τις νότες στις χορδές.
Μεγάλος καημός για τη μάνα μου κι αυτός του Μανώλη μας με το κομμένο χέρι του, ήταν και ήταν τυφλός προσωρινά διότι επανήλθε το φως του αργότερα, χωρίς να γνωρίζει βέβαια τι άλλο την περιμένει, μετά τον Μανώλη, που ήταν θύμα του πολέμου της κατοχής. Το πετσάκι κι αυτό του Μανώλη το έχει σήμερα ο Τσικνάκης Γιάννης.

Την δολοφονία του Λευτέρη…

Άλλο ένα θύμα της έχθρας και του μίσους των Ελλήνων στο εμφύλιο, ήταν να δολοφονηθεί ο Λευτέρης μας. Μόλις είχαν αρχίσει να φεύγουν οι Γερμανοί, είχαν ήδη αρχίσει να κατεβαίνουν και οι αντάρτες από τα βουνά, κατέβαιναν πια στο χωριό μας αλλά και στις Μοίρες. Έτσι ήρθαν με σχέδιο και στο σπίτι μας, ενώ ο Μανώλης ήταν στο κρεβάτι άρρωστος ακόμα και τυφλός, εκεί ήταν και ο Λευτέρης και έπαιζε στα σκαλιά όπως συνίθιζε. Κατηγορούσαν τον πατέρα μας για δοσίλογο, αλλά δεν είχε αυτός καμία σχέση με προδοσίες. Για την κατηγορία που αναφέρεται στον Παπαγιάννη αποδείχτηκε στο δικαστήριο ότι δεν είχε καμία σχέση με τους Γερμανούς. Άδικες κι ανυπόστατες όλες οι κατηγορίες!

Περνώντας έξω από το σπίτι μας κάποιοι πιθανολογούμε αντάρτες, η ζήλια και το μίσος όπλισε το χέρι κάποιου, είπαμε δεν είναι σίγουρο, γιατί κι άλλοι είχαν συμφέρον, και τον σκότωσε λένε στο μεσαίο σκαλοπάτι, αλλά αυτόπτες μάρτυρες ωστόσο δεν υπήρχαν.

Ο Λευτέρης και ο Μανώλης συνεργάστηκαν με την ομάδα του Πετρακογιώρη και τους πήγαιναν συνεχεία προμήθειες με τρόφιμα στο βουνό.

Με τους αντάρτες δεν είχαν διαφορές

Κάποιο πρόβλημα παρουσιάστηκε μετά τον πόλεμο, γιατί ορισμένοι άρχισαν και το παίζανε νταίδες, και κυκλοφορούσαν με τα πιστόλια. Ήθελαν τη Χαρίκλεια και την Μαρία μας, αλλά ο Λευτέρης δεν ήθελε να γίνει αυτό. Ταυτόχρονα ο Λευτέρης ήθελε μια κοπελιά από το χωριό που την ήθελαν και αυτοί. Βγάζοντας λοιπόν τον Λευτέρη από τη μέση, άνοιγε έτσι το πεδίο για τρεις γυναίκες!

Δεν μπορούσε κανείς τους να τον συναγωνιστεί και να τον φθάσει ούτε στην λεβεντιά ούτε στην παλικαριά! Είχε πάντα μια άψογη εμφάνιση, και το άριστο ταλέντο της μουσικής. Ντυνόταν πάντα με κουστούμια, και δεν του έβρισκες ποτέ ένα ελάττωμα! Τον κοίταζες από παντού, από πάνω έως κάτω, και δεν πέταγε ούτε μια τρίχα από το μαλλί του. Ήταν ο άνθρωπος που λες και δεν είχε ελαττώματα, μονάχα αρετές!
Αυτή η ζήλια λοιπόν βοήθησε και αυτή στο να οπλίσει το χέρι του φονιά!
«Εβάλανέ του τη λύρα του στον τάφο του, για να παίζει λέει λύρα και στον άλλο κόσμο»! Θα πει αργότερα η Ελένη για τον αδερφό της τον Λευτέρη το Γαλιανό. Όμως κάποτε κάποιος λένε πως άνοιξε τον τάφο μια μέρα και την πήρε.
Η μάνα μου κάθε μέρα απαρηγόρητη, κάθε μέρα κλάηματα και οδυρμούς, και τον μοιρολογούσε από το πρωί ως το βράδυ. Αφότου τον θάψαμε, ερχόταν τρεις τέσσερις γειτόνισσες κάθε μέρα και την παρηγορούσαν για να σταματάει λιγάκι το κλάημα, απαλύνοντας όσο μπορούσαν τον πόνο της, να μπορεί να φάει και κάτι τις να μην πεθάνει από έλλειψη τροφής. Η μια ήταν η Μαραγκομύραινα, ήταν η Σαλαμανικομιχάλαινα η Βεργενιά δηλαδή, Ολυμπιάδα του Κακοδειπνοβαγγέλλη, και η Λμπρινιά Σαββάκη του Σαββομύρο η γυναίκα.
Εκείνες τις μέρες ερχόταν στη Γαλιά και η αδερφή τση μάνα μου από τη Φανερωμένη η Χαρίκλεια η μαμή και του έφερνε φαγητό του Λευτέρη μας. Το άφηνε επάνω στην πλάκα του τάφου και έφευγε! Το έκανε αυτό κάθε μέρα, και μάλιστα του μαγείρευε τα φαγητά που ήξερε ότι του αρέσανε ιδιαίτερα! Φυσικά τα φαγητά αυτά όταν έφευγε τα έτρωγαν συνήθως οι γάτες και οι σκύλοι, και εκείνη σαν έβλεπε κάθε φορά το πιάτο άδειο, έλεγε:
-Να το είδατε; Εξύπνησε ο Λευτέρης μας και έφαγε το φαγητό!
Ήταν πεπεισμένη πως το φαγητό της που έλειπε, το έτρωγε πάντα ο Λευτέρης!
Υπάρχουν παρά πολλά που δε γνωρίζουμε γι αυτό το θέμα και σίγουρα θέλει περισσότερη έρευνα.

Η δράση του Λευτέρη στο πόλεμο θα μπορούσε να γίνει ταινία, με τις επικίνδυνες αποστολές που του είχαν αναθέσει, και τις ανθρώπινες ζωές που έσωσε, κυρίως Άγγλους και Νεοζηλανδούς στρατιώτες.

Την δολοφονία του Γιώργη…

Η μάνα μου εκείνη τη μοιραία χρονιά του ΄44 έζησε την απόλυτη συμφορά και οδύνη που μπορούσε να ζήσει μα μάνα.
Και τα διό της παιδιά και ο Λευτέρης και ο Γιώργης, ήταν στην ουσία θύματα της διχόνοιας του πολέμου. Ο Γιώργης πολέμησε στον Αλβανικό πόλεμο τους Ιταλούς σαν αξιωματικός του στρατού. Ήδη είχε τελειώσει ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, και ο Γιώργης ήθελε να κατέβει στην Κρήτη, αλλά οι Γερμανοί πλέον είχαν αποκλείσει όλα τα παράλια και φυσικά την ακτοπλοϊκή ένωση της Κρήτης από τον Πειραιά. Έτσι είχε εγκλωβιστεί στην Αθήνα στην ανακτορική φρουρά και έμενε στα Βασιλικά Ανάκτορα σαν τσολιάς, όπου έμεινε να φυλά τον άγνωστο στρατιώτη. Έμενε εκεί από ανάγκη. Μονάχα όσοι προσπάθησαν μέσω Πελοποννήσου κατάφεραν και έφυγαν μέσω Κυθήρων, και κατέβηκαν στην Κρήτη. Ήταν ψηλός 1,90 όμορφος με ωραίο παράστημα, αλλά και στόχος του ΕΑΜ και μονάχα από την ενδυμασία του και μόνο, δηλαδή από τα ρούχα του τσολιά. Πήγαινε στη λέσχη και έτρωγε στο λόχο των ευζώνων. Λέγεται πως ένας πατριώτης του Τυμπακιανός ο Μπάμπης Μανασσάκης που έμενε στον διπλανό θάλαμο, του έλεγε συχνά «Κρύψου Γιώργη μη σε πυροβολήσουν κι εσένα όπως κάνανε και σε άλλους, μην προβαίρνεις στο παράθυρο γιατί γίνεσαι στόχος»
Από την τελευταία φορά που του το είπε δεν πέρασαν λίγα λεπτά και τον πυροβόλησαν τον και τον σκότωσαν.
Έτσι τις 6 του Δεκέμβρη του ίδιου καταραμένου χρόνου, ήρθε και το χαμπέρι του Γιώργη μας με ένα τηλεγράφημα .
Έκλαιγε και χτυπιόταν για άλλη μια φορά η μάνα μου, γιατί η πληγή ακόμα του Λευτέρη ήταν ανοιχτή, καθώς και του Μανώλη . Σχεδόν τα είχε παίξει το μυαλό της, και τη μια έλεγε:
«Ζει ο Γιώργης μου..». Την άλλη έλεγε: «Πέθανε ο Γιώργης μου…» Την άλλη πάλι έλεγε: «Θα πάρω το καράβι να πάω στην Αθήνα να τον ε βρω γιατί ζει…»
Γράφει λοιπόν σε ένα συγγενή μας στην Αθήνα πως τη τάδε μέρα θα έρθω να δω το Γιώργη μου, και πράγματι μια μέρα παίρνει μόνη της το καράβι και πάει πράγματι στην Αθήνα και πάει και στο στρατόπεδο που υπηρετούσε ο Γιώργης μας. Εκεί στην πύλη την περίμεναν οι συγγενείς μας, και κάποιος είπε στον φύλακα της πύλης:
-«Αυτή εδώ πέρα είναι η μάνα του Γιώργη Μανασάκη, και ήρθε να μάθει αν ζει ή αν πέθανε ο Γιώργης της…»
Αυτοί είχαν αναρτήσει στον τοίχο μια λίστα με τα ονόματα των σκοτωμένων στα Δεκεμβριανά. ‘Ηταν λοιπόν στο πάνω -πάνω μέρος της λίστας αυτής, το όνομα «Γεώργιος Μανασάκης πεσών». Τότε 150 άτομα ανοίξανε ένα λάκκο και τσι βάλανε όλους μαζί όσοι σκοτώθηκαν στα Δεκεμβριανά, ούτε πεθαμένους δεν τους ξανάδαν οι μανάδες τους, το ίδιο και η μάνα μου το Γιώργη μας! Το μνημείο του χωριού μας όμως γράφει το όνομά του. Της έδειξαν μάλιστα και το παράθυρο από όπου τον σκότωσαν. Αμέσως μόλις της έδειξαν το παράθυρο αυτό, η μάνα μου πέφτει κάτω λιπόθυμη… Εκείνοι αμέσως φωνάξανε ένα γιατρό του στρατοπέδου και τους λέει:
-«Να πάει η μάνα του Μανασάκη στο χωριό της, γιατί τέλος της εβδομάδας θα πεθάνει…»
Η καρδιά της είχε εξασθενήσει πολύ, και πράγματι τέλος της εβδομάδας πράγματι πέθανε…
Ο Γιώργης όπως κι ο Λευτέρης ήταν φυσικά βενιζελικοί όπως και όλη η παρέα τους, όμως δεν υπήρχε πια σαν κόμμα, και για αυτό και ο Γιώργης ήταν στόχος των αριστερών, θεωρώντας τον εθνικόφρονα.

Κι όμως, τον Γιώργη μας η μάνα μου τον προόριζε για Δεσπότη στη Μεσαρά σαν κατέβαινε στην Κρήτη, μια και είχε κάνει και τις ανάλογες σπουδές. Όμως τα ψωμιά της ήταν λίγα μετά από τόσα θανατικά, και πράγματι λίγο καιρό έζησε έκτοτε, επειδή πράγματι δεν άντεξε η καρδιά της και πέθανε.

Ο Γιώργης ήταν από τα προοδευτικότερους νεολαίους της εποχής, όπως κι ο Λευτέρης κι ο Παπαγιώργης, και έκαναν πρωτοποριακά πράγματα για την εποχή τους, όπως το να φτιάξουν τον πρώτο θεατρικό θίασο της Μεσαράς!
Μια τραγική φιγούρα της εποχής η μάνα μου, πέθανε μόλις 46 ετών έχοντας τα 7 παιδιά της που έχασε τα δυο αγόρια της και τραυματίστηκε και το τρίτο.

Η μάνα μου πέθανε από το καημό της του χαμού των δύο παιδιών της, αφού δεν άντεξε η καρδιά της…
Ο δε Μανώλης φοβούμενος μην τον σκοτώσουν κι αυτόν, έφυγε για την Αθήνα, όπου αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες επιβίωσης στην αρχή, αλλά μετά είχε το χρόνο να κάνει πολλά πράγματα στη ζωή του

Κείμενο – φωτογραφίες : Γεώργιος Χουστουλάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά