Οι παλιοί ζευγάδες , γεωργοί, αγρότες ή “ρεσπέρηδες” όπως τους λέγανε στη Μεσαρά, έκαναν ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα, γιατί το όργωμα ήταν αρκετά κουραστικό
Είχαν συν τοις άλλοις στη συνέχεια βοτανίσματα, θέρισμα για σανό, μετά έχανε το θέρος, με τη μάχη των δραπανιών, «θέρος τρύγος πόλεμος»! Μετά είχαν το κουβάλημα τα στάχυα με τα χτήματα (τετράποδα μεταφορικά), το αλώνισμα, αλλά παράλληλα έκαναν και διάφορες δουλειές. Ήταν σκαφτιάδες στο αμπέλι, μάλιστα πολύ δύσκολη δουλειά επίσης!
Πήγαιναν στα χαρούπια, στα ξύλα στα λιομαζώματα, στα κλαδέματα, είχαν τα ξεκοπρίσματα, ξελακίσματα, ξεχαλικώματα, βάζανε πατάτες, φύτευαν τα κηπευτικά τους, είχαν να ασχοληθούν με καθάρισμα από πέτρες στα χωράφια, τη κατασκευή τράφων ή τροχάλων, και χτίσιμο τράφων ειδικών για πεζούλες. Είχαν παράλληλα τη συντήρηση του σπιτιού, κουβάλημα λεπίδας για στεγανοποίηση της οροφής όπου στάζει νερό, και τόσες άλλες δουλειές, αλλά επιπλέον είχαν να ασχοληθούν και με τα παιδιά τους! Δηλαδή είχε ένα σωρό δουλειές ο ζευγάς, όμως στη προσπάθειά του αυτή συνήθως βοήθαγε και η γυναίκα, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην οικονομία της Κρήτης! Όπου πήγαινε ο ζευγάς κρατούσε και τα ανάλογα εργαλεία. Άλλα εργαλεία κρατούσε όταν πήγαινε για ξύλα, άλλα στο θέρος, άλλα όταν πήγαινε να φυτέψει αγρουλίδους (αγριελιές), και χίλιες δυό άλλες ασχολίες. Επειδή ήταν πολύ δύσκολη δουλειά, για αυτό υπήρχε σχετική παροιμία, «ή παπάς – παπάς ή ζευγάς – ζευγάς, ή καθάριος μυλωνάς», που ήθελε ένα νέο, ή ξεκούραστο αν πήγαινε παπάς, ή θα καταντούσε ζευγάς και σκαφτιάς, δηλαδή είλωτας σε όλη του τη ζωή! Πολύ παλιά, πριν τη κατοχή, όλοι όργωναν τα χωράφια τους με τα βόδια και το ξύλινο αλέτρι,, μια και τα εδάφη ήταν κακοτράχαλα και αρκετά κεκλιμένα. Το θηλυκό βόδι το λέγανε και αελιά ή ματζέτα, ενώ το αρσενικό ντανά.
Προετοιμασία για το όργωμα – ζευγοταίσματα
Πολύ πρωί, αξημέρωτα σχεδόν, θα σηκωθεί η γυναίκα να ταίσει τα ζώα για να έχουν δυνάμεις .
Αν το ζευγάρι ήταν γαϊδούρια ή μουλάρια θα τους έδινε άχυρα και ταγή, ή κριθάρι και λαθούρι, ενώ στα βόδια θα έδινε ρόβι, επειδή το ρόβι είναι εξεζητημένη τροφή και προσδίδει πολύ ενέργεια. Δεν ήταν μόνον η γυναίκα που αναλάμβανε να ταίσει τα ζώα. Όταν είχε μεγάλη οικογένεια και γιούς μεγάλους ο ζευγάς,, κάποιος από την οικογένεια αναλάμβανε το ζευγοτάισμα, και φυσικά είχε συγκεκριμένες εργασίες. Το απόγευμα στο σχόλασμα των ζώων τα έπαιρνε και τα πήγαινε στη βρύση του χωριού να πιούν νερό, και μετά στο σπίτι τους έριχνε το σανό ή τα άχυρα. Τη νύχτα πάλι ήταν υποχρεωμένος να μην κοιμηθεί, να κάνει το πρώτο τάισμα, αργότερα το δεύτερο, και μετά να τα λύσει να πάνε στη βρύση για νερό, και να τα ταίσει ξανά.
Το πρωινό της οικογένειας
Θα πάρουν πρωινό όλη η οικογένεια, ίσως ένα γάλα ή τσάι με ελιές αν νήστευαν, μπορεί και μαγκίρι αν υπήρχε χρόνος ετοιμασίας ή τηγανίτες. Καμιά φορά σηκωνόταν πολύ πρωί η γυναίκα και έβραζε κουκιά, και έτρωγε όλη η οικογένεια. Πολύ γνωστή η βφράση:
“Μια καλή νοικοκερά τον είπενε το λόγο,
αλλοίμονο πουβ θα σκωθεί και δε χαφτεί ντελόγω”!
Συνήθιζαν τότε να τρώνε καλά το πρωί. Έπαιρνε μαζί του ο ζευγάς όλα τα ζυγάλετρα τη ξυλόπορτα, και εργαλεία, τη σκαλίδας, το μαναράκι και σκεπαρνάκι, το σάρακα το σκαπέτι τη σκαλίδα, το τσαπράζι, τη λουριδάτη ποδιά για το καρπό, ή το σποροσάκουλο φυσικά και τον καρπό ή το σπόρο που θα έσπερνε. Όλα αυτά τα φόρτωνε στα χτήματα (γαϊδούρια ή μουλάρια), έδεναν στα σκαρβέλια τα κατσικοπρόβατα, έκανε το σταυρό του, έπαιρνε και τα βόδια και ξεκινάγανε για το χωράφι.
Οι καλοί ζευγάδες
Μπορεί να υπήρχαν οι κακοί και τυραννικοί ζευγάδες, αλλά πάντα υπήρχαν και οι καλοί και ευαίσθητοι ζευγάδες, οι οποίοι ήθελαν ξεκούραστα τα ζώα τους, και καλοταισμένα!
Μια παλιά φράση λέει:
«Πρωί – πρωί στον αύλακα, κι από νωρίς στο στάβλο», και η φράση αυτή θα τους πει, πως για να είναι καλοί οι ζευγάδες, έπρεπε να σηκωθούν πολύ πρωί, να ταίσουν καρπό τα ζωντανά, να φάνε για να αποχτήσουν δύναμη. Το κολατσιό θα αναπαυθούν, να πάρει μια ανάσα και ο αφέντης αλλά και τα ζώα του, το ίδιο και το μεσημέρι. Όσο ήταν σταματημένα τα ζώα τους είχε κρεμασμένο στο λαιμό το δρουβά για να τρώνε καρπό και να δυναμώνουν. Νωρίς πάλι κατά τις δύο το πολύ τρείς, θα σταματήσει την εργασία, και θα επιστρέψουν «με την ώρα τους» στο σπίτι. Ήθελε να προλάβουν να ξεκουραστούν τα ζώα και ο ίδιος. “Κι αύριο μέρα είναι”!
Μια άλλη παλιά φράση έλεγε πως τα ζώα κι αυτά «σώμα κρέας και κόκκαλα ‘χουνε»!
Βέβαια ποτέ δεν τα έβαζε να οργώσουν βρεγμένο η ξερό χωράφι που δύσκολα οργώνεται, όπου θα ξεθέωνε τα ζώα του. Περίμενε να βρέξει να μαλακώσει το χώμα, και να χρησιμοποιήσει ανάλογα το μονόφτερο ή δίφτερο αλέτρι του. Ο καλός ζευγάς ξέρει τη δουλειά του, πότε να σπείρει στη κατάλληλη εποχή. Γνωρίζει πότε δεν θα βάλει για όργωμα ένα ζώο που είναι γέρικο και πότε πρέπει να το αποσύρει , αλλά παράλληλα να μη βάλει στη δουλειά ένα ζώο που είναι πολύ νέο. Το ζώο που θα μπει στο ζυγό έπρεπε να είναι 4 ή 5 τουλάχιστον ετών. Τα γέρικα βόδια τα έσφαζε και πουλούσε το κρέας, και έπαιρνε στη δουλειά του νέα ζώα και δυνατά.
Ο καλός ζευγάς δεν χτύπαγε τα ζώα του, μονάχα μπορεί να φώναζε. Είχε ένα διχαλωτό ξύλο από αγριελιά περίπου δύο μέτρα το λεγόμενο διχαλόβεργα ή χαχαλόβργα. Με το ξύλο αυτό «φοβέριζε» μονάχα κάπου – κάπου τα ζώα αλλά δεν τα χτύπαγε. Με τη διχαλόβεργα επίσης «ξεμπούκωνε» το αλέτρι αν έπιανε χόρτα ή ρίζες, η κόλλαγε το χώμα στο υνί, αλλά και έκανε επίσης και σήμα στα ζώα να γυρίσουν πίσω στο τέλος της αυλακιάς, λέγοντας «έσω». Κυριολεκτικά μίλαγε με τα ζώα του, και τα καλόπιανε, τους έλεγε κάποιες φράσεις όπως «έσω» «έξω» «έλα ίσια» «έλα λεβεντιά μου»., «όπα», «άιντε άιντε» «έλα σιγά – σιγά» και άλλα τέτοια.
Αν το έδαφος είχε μεγάλες πέτρες ή αστυβίδες, κατσοπρίνια κλπ, δεν έβαζε τα ζώα να τα ξεπατώσουν, τα ξεπάτωνε ο ίδιος με τη σκαλίδα, και στη συνέχεια όργωνε.
Οι κακοί ζευγάδες
Κάποιοι ζευγάδες από την άλλη είχαν λιγότερες έως καθόλου ευαισθησίες! Δεν τάιζαν καλά τα βόδια ή τα γαϊδούρια που πρόκειται να οργώσουν, και την έβγαζαν με σκέτο σανό ή άχυρο. Στο χωράφι την ώρα του οργώματος, πάταγε ο κακός ζευγάς την έχερη, να καρφώνει όσο γίνεται πιο βαθειά το υνί, με συνέπεια τα ζώα να κουράζονται περισσότερο, και να τους κόβονται τα πόδια στις ατέλειωτες συνεχόμενες ώρες εργασίας, για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία του αφέντη ζευγά. Υπήρχαν στιγμές που τα ζώα αδυνατούσαν πλέον να σύρουν το αλέτρι, ειδικά αν ήταν γέρικα, και αφού δεν άντεχαν πλέον να σταθούν όρθια, κάποια στιγμή σωριάζονταν πάνω στην αυλακιά ιδρωμένα και αποκαμωμένα. Δεν ήταν μονάχα που δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του αφέντη τους και έπεφταν κάτω αλλά ήταν και γεμάτα αίματα στα πισινά! Οι νευρικοί και ασυνείδητοι ζευγάδες, είχαν ένα μακρύ ξύλο τριών μέτρων περίπου από πουρνάρι, το λεγόμενο «βουκέντρι». Στο βουκέντρι ο ζευγάς είχε προσαρμόσει ένα καρφί στην άκρη του που ήταν λιμαρισμένο σαν σουβλί, και με αυτό καρφώνανε τα ζώα στα καπούλια, για να τα φοβίσει και να τα υποχρεώσει να παράγουν περισσότερη εργασία. Όσο πιο κακός ο ζευγάς, τόσο πιο μακρύ το καρφί αυτό. Αλλά ως πού να αντέξουν κι αυτά τα έρμα? Γα τα παιδιά βέβαια δεν ήταν το καλύτερο θέαμα να βλέπουν τέτοια πράγματα. Στα παιδιά δεν άρεσε φυσικά η κάθε είδους καταπίεση των ζώων, και οι αγριοφωνάρες. Σα σχόλαγε ένας κακός ζευγάς, τα καπούλια των ζώων ήταν γεμάτα ιδρώτα και αίματα!
Πως γινόταν το στήσιμο του ζευγαριού στο χωράφι
Όπως προαναφέραμε, παλιά (πρίν τη κατοχή), έζεφναν βόδια ανά δύο όπου θα έσυραν το ξύλινο αλέτρι .
Το ξύλινο αλέτρι ήταν μακρύ, και το μουλάρι ψηλό, για αυτό δεν υπήρχε η σωστή γωνία για να οργώσει. Μετά τη κατοχή που ήρθαν από το εξωτερικό τα σιδερένια αλέτρια, μπήκαν στο όργωμα πλέον και τα μουλάρια άλογα και γαϊδούρια, και παράλληλα εγκαταλείφθηκαν σταδιακά τα βόδια στο όργωμα Κάθε ζευγάς αν είχε χωράφια, όσο ήθελε έσπερνε. Μπορούσε να βγάλει από εκατό οκάδες καρπό, αλλά μπορούσε και με κάποια βοήθεια από τα παιδιά του να βγάλει και 5 τόνους!
Βάζανε σιτάρι κριθάρι και ταγή ή μιγάδι,, αλλά σπέρνανε και όσπρια σχεδόν απ’ όλα, φακές, ρεβίθια αρακά ταγή, ρόβι , λινάρι, καλαμπόκι, τριφύλλι κλπ. Ένα βόδι μόνο του δεν το βάζανε ποτέ να οργώσει. Απαραίτητα δύο βόδια έζεφναν οι ζευγάδες στο χωράφι και κάνανε το λεγόμενο «ζευγάρι, ή ζευγαρικό». Επειδή πάντα έπρεπε να υπάρχει και δεύτερο βόδι, για αυτό λοιπόν δανειζόταν από άλλο φίλο του ή χωριανό του το δικό του βόδι, και κάνανε τη λεγόμενη «συζεψά»! Υπήρχαν ζευγάδες που έκαναν συζεψά και πάνω από είκοσι χρόνια με κάποιον, δανείζοντας το βόδι τους ο ένας στον άλλο!
Ο ζυγός
Αφού φθάνανε στο χωράφι, το ζευγάρι τα βόδια, τους έβαζε πάνω στο λαιμό τον ξύλινο πελεκημένο δοκό, κατασκευασμένο από πλατάνι, τον λεγόμενο ζυγό. Ο ζυγός στα δύο άκρα είχε δύο κοιλότητες σκαλιστές ειδικά, για να μην πληγώνονται οι ώμοι των ζώων. Οι κοιλότητες αυτές λεγόταν “μαξέλες”.
Στο ζυγό περιλαμβάνονται τα τρία παρακάτω μεταλλικά εξαρτήματα:
Οι ζεύλες
Δύο χονδρά σαν δάχτυλο σίδερα γυρισμένα στη φωτιά σε σχήμα μικρό ύψιλον λεγόταν ζεύλες.
Τις ζεύλες αυτές τις πέρναγε ο ζευγάς στο λαιμό των ζώων, τον αγκαλιάζανε δηλαδή, και από τις τρύπες του ξύλινου ζυγού.
Απανωζεύλια
Στη συνέχεια τις ζεύλες αφού τις πέρναγε τις ασφάλιζε από πάνω με μια σιδερένια περόνη που λεγόταν πανωζεύλι ή απανωζεύλι. Πέρναγε από τη μια πλευρά της ζεύλας μέχρι την άλλη, και δενόταν με σπάγγο για να μην φεύγει.
Τα λούρα
Στο κέντρο του ο ζυγός είχε μια εγκοπή όπου περνούσαν τα λούρα, τα οποία ήταν μια χονδρή αλυσίδα με τρείς μεγάλους κρίκους, πάνω σε ένα κλειστό γάντζο σε σχήμα «Π», το οποίο πέρναγε στον ζυγό, ενώ ο τελευταίος κρίκος των λούρων έμπαινε στο κατακλείδι του σταβαριού στο τέλος του ξύλινου αλετριού δηλαδή.
Το ξύλινο αλέτρι του Ησίοδου
Το μόνο που έλειπε πλέον για να στηθεί το ζευγάρι ήταν το αλέτρι! Ανά τον κόσμο είχαν χρησιμοποιηθεί διάφοροι τύποι ξύλινων αλετριών, μικρότερα ή μεγαλύτερα, με ρόδες κλπ. Στη Κρήτη όμως είχε χρησιμοποιηθεί το άροτρο του Ησίοδου, γνωστό από την αρχαιότητα σαν « Ησιόδειο άροτο», το οποίο ήταν πολύ διαδεδομένο στη Κρήτη. Ο ίδιος ο Ησίοδος είχε ζέψει δύο βόδια για να σέρνουν το ξύλινο αυτό αλέτρι που ο ίδιος είχε σχεδιάσει και κατασκεύασε. Δεν το ονόμζε άροτρο αλλά «άροτο». Το είχε ονομάσει «άροτο», πιθανόν γιατί το είχε συνδέσει με την λέξη «άρτο». Το αλέτρι αυτό ποτέ δεν το έσυραν άλογα ή γαϊδούρια, γιατί τα ζώα που έπρεπε να το σύρουν, δεν έπρεπε να είναι πολύ ψηλά, και τα πιο κατάλληλα ήταν τα χαμηλόσωμα βόδια. Στην Κρήτη λοιπόν οι ζευγάδες είχαν αντιγράψει αυτό το αλέτρι και το χρησιμοποιούσαν για αιώνες. Όργώνοντας με βόδια, τουλάχιστον μέχρι την κατοχή.
Περιγραφή και μέρη του αλετριού του Ησίοδου
Ήταν ξύλινο και είχε ένα μέτρο περίπου ύψος, και μήκος περί τα τρία μέτρα, και περιλαμβάνει 14 εξαρτήματα, βάσει της περιγραφής του Δαφέρμου:
1- το ποδάρι. 2- την έχερη. 3- τη σπάθη. 4- το σταβάρι. 5- την ακροσταβαρά. 6- τα κατωκλείδια. 7- το χεραγόνι. – 8-ο πύρος. 9-οι σφήνες. 10-η περόνα. 11-το παρούτι. 12- το παρουτοκάρφι . 13- το υνί.
Από όλα τα ανωτέρω εξαρτήματα το μοναδικό που ήταν μεταλλικό ήταν το υνί, το οποίο ήταν ατσαλωμένο, και το έφτιαχνε ο χαρκιάς. Το αλέτρι λοιπόν αυτό του Ησίοδου προσάρμοζε στο ζυγό, και ήταν έτοιμο να το σύρουν τα βόδια. Τα λούρα μαζί με το υνί λεγόταν και νιόλουρα.
Σπάνια κατασκεύαζε ο ίδιος ο ζευγάς αλέτρια ή τον ζυγό, γιατί ήταν δύσκολη η επιλογή του κατάλληλου ξύλου. Υπήρχαν όμως επαγγελματίες κατασκευαστές αλετράδες, που κατασκεύαζαν παράλληλα και όλα τα άλλα χρήσιμα ξύλινα εργαλεία του ζευγά. Ήταν δύσκολη δουλειά του κατασκευαστή γιατί έπρεπε με το γαϊδούρι ή μουλάρι να ανέβει στο αόρι (βουνό), να βρει τα κατάλληλα ξύλα, να τα φορτώσει και να γυρίσει πίσω. Κατάλληλα ξύλα ήταν ο πλάτανος η καρυδιά η μουριά, αλλά και κάποιοι έφτιαχναν τους ζυγούς από συκιά, επειδή ήταν πολύ ελαφρύ ξύλο και δεν κούραζε ή πλήγωνε τα ζώα. Πολλές φορές ο αλετράς κατασκευαστής αναγκαζόταν να μείνει δυό ή τρείς μέρες στο βουνό, μέχρι να καταφέρει να βρει τα κατάλληλα ξύλα. Σπουδαίος κατασκευαστής αρότρων στη Γαλιά ήταν ο Μαραγκοδρακος, ο μαραγκός της εποχής. Ανέβαινε στο βουνό και έφερνε τα ξύλα, μετά τα έχωνε στην άμμο ή στη κοπριά για να στεγνώσουν για ένα διάστημα, και μετά τα έβγαζε και τα πελεκούσε . Όμως για να είναι ολοκληρωτικά έτοιμος ο ζευγάς, και να είναι σε θέση να οργώσει! Αφού είχε πλέον ζέψει τα βόδια του και περνούσε το αλέτρι στον κρίκο στα λούρα, το μόνο που έμεινε, ήταν ένα σύστημα διεύθυνσης, το «τιμόνι» δηλαδή που θα βοηθούσε να κατευθύνει ο ζευγάς τα ζώα του! Για το σκοπό αυτό λοιπόν, για να μπορεί να δίνει κατεύθυνση στην πορεία των ζώων, έπρεπε να δέσει σε κάθε κέρατο του βοδιού από ένα μακρύ σχοινί, θα πέρναγε από το χεραγόνι της έχερης, και αυτό θα τον βοηθούσε σαν τιμόνι να οδηγήσει το ζευγάρι όπου ήθελε.
Συνεχίζεται
Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης