Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ντέμπλες και κατσούνια, χαχαλόβεργες, βουκέντρια και μπαστούνες

Ο αγρότης ο Κρητικός, δεν πήγαινε πουθενά, «χωρίς να κρατάει ένα ξύλο», μια βέργα μια μπαστούνα, έστω ένα απλό ξύλο, για να λαλεί, δηλαδή να οδηγεί τον γάιδαρο του!

Όμως κάποια από αυτά επειδή ήταν και εργαλεία συγχρόνως, ήθελαν τέχνη να τα φτιάξουν, και μερικά όπως τα μπαστούνια, είναι σήμερα εργαλεία λαϊκής τέχνης και έμπνευσης.

Ντέμπλες και κατσούνια

Όταν λέμε ντέμπλα στην Κρήτη, εννοούμε πάντα ένα μακρύ ξύλο, που να έχει τις εξής ιδιότητες:

Εκτός από μακρύ, να είναι λεπτό, ανθεκτικό στο σπάσιμο, γερό δηλαδή, και όσο γίνεται ελαφρύ. Κατάλληλα φυτά για μια καλή ντέμπλα ήταν οι πρίνοι ή κατσοπρίνια, οι οξιές οι μυρτιές, οι χαρουπιές που συνήθως είχαν μεγάλους βλαστούς, οι άγριες αχλαδιές, οι αργουλίδες, ακόμα και τα νεαρά κυπαρίσσια. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που ξεπάτωναν κάποιοι ασυνείδητοι τα νεαρά και ευθυτενή κυπαρίσσια που είχαν φυτέψει κάποιοι στα χωράφια τους, για να τα κάνουν ντέμπλες!

Τις ντέμπλες τις χρειαζόταν κυρίως για να χτυπάνε τα κλαριά των δένδρων, και μαζί με τα κατσούνια ήταν απαραίτητα εργαλεία, για το μάζεμα των ελιών τα περασμένα χρόνια. Τότε όπως και σήμερα τα καλά εργαλεία έκαναν τον καλό μάστορα. Όσοι αγρότες της περιοχής μας, δεν είχαν εργαλεία για να μαζέψουν τις ελιές τους, μετά το θέρος και κατά της διάρκεια της λίγωσης του φεγγαριού τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο, πήγαιναν τα ρυάκια και τους ποταμούς, ακόμα και στα ορεινά, γενικά όπου η βλάστηση ήταν μεγάλη. Με το σάρακα το μαναράκι ή το μπαλταδάκι, έκοβαν λεπτά και ίσια ξύλα δύο τεσσάρων ή ακόμα και έξη μέτρων για την ντέμπλα, και ενός μέτρου με ενάμισι περίπου για τα κατσούνια.

Τα τελευταία έπρεπε να έχουν και ένα ξύλο στην άκρη τουλάχιστον πέντε εκατοστά που να κάνει λοξή οξεία γωνία, για να μπορούν να τα κρεμούν στον τοίχο, η να τραβάνε τα φουντάλια από τις ελιές. Αν έβλεπαν επίσης κανένα ίσιο και λίγο χονδρό κλαρί λαίμαργο από τη ρίζα του φυτού το έκοβαν, κι αν ήταν κοντό το κρατούσαν για στειλιάρι του σκαπετιού, της σκαλίδας, του κασμά ή άλλων αγροτικών εργαλείων. Κάθε ένας εκτός από την ντέμπλα, είχε και το δικό του κατσούνι που τον βόλευε.

Τα ξύλα που έκοβαν για τις ντέμπλες ή τα κατσούνια, τα έφερναν στο σπίτι και τα άπλωναν στα δώματα να ξεραθούν στον ήλιο και να αλαφρύνουν, αφού τα στερέωναν με πέτρες για να ισιώσουν, επειδή έπρεπε να είναι εντελώς ευθεία. Μετά από λίγες μέρες τούς έβγαζαν και τον εξωτερικό φλοιό αν ήθελαν να τα λεπτύνουν περισσότερο, έβγαζαν και τους ρόζους (εξογκώματα) και τα ζέσταιναν στη φωτιά λίγο για να μαλακώσουν αν ήθελαν περισσότερο ίσιωμα, και τους έβαζαν πάλι πλάκες και τα πέτρωναν πάλι στα δώματα ξανά και τα άφηναν να ξεραθούν καλά. Τότε τα έβαζαν στην αποθήκη τους και ήταν έτοιμα για τη χρήση που ήθελαν. Αργότερα ήρθαν τα ελαιοραβδιστικά μηχανάκια, οι ντέμπλες με τα κατσούνια εγκαταλείφτηκαν.

Όταν ήταν να χρησιμοποιήσουν μια ντέμπλα, την έβαζαν ανάμεσα στα κλαριά που είχαν τον καρπό, την κουνούσαν πάνω κάτω, και έτσι τις ξετσίτιζαν όπως έλεγαν τις ελιές ή τα χαρούπια. Μπορούσε όμως κάποιος να ανέβει επάνω στο δένδρο, και να χρησιμοποιήσει μια ντέμπλα ενάμισι με δυο τρία μέτρα, ή το κατσούνι και να χτυπάει τα κλαριά.Οι χαχαλόβεργες

Όταν λέμε χαχαλόβεργα στην Κρήτη, εννοούμε μια βέργα χονδρή δυόμισι με τρία εκατοστά διάμετρο και ενάμισι μέτρο μήκος, με ένα διχάλι στην άκρη στο σχήμα του κεφαλαίου «Υ», για αυτό ακριβώς την έλεγαν και διχαλόβεργα. Την έλεγαν όμως σε κάποια μέρη της Κρήτης και φορφοτήρα. Η δουλειά της ήταν ποικίλη, αλλά η κύρια ήταν να ανεβαστά κατά το φόρτωμα του υποζυγίου. Φόρτωναν δηλαδή από την μια πλευρά του σωμαριού, είτε στάχια είτε ελιές, σακιά, ξύλα κλπ, και μέχρι να πάνε για να φορτώσουν και από την άλλη πλευρά, χρησιμοποιούσαν στην φορτωτική τους την χαχαλόβεργα σαν αντιστήριξη, βάζοντας την κόντρα με το έδαφος, για να μη γείρει το σωμάρι. τις χαχαλόβεργες τις έφτιαχναν κι αυτές από ανθεκτικά ξύλα, τις καθάριζαν από τυχόν παρακλάδια και τις ξέραιναν στον ήλιο, κι αν ήθελαν έβγαζαν τον φλοιό.

Πολλά σπίτια είχαν δύο ή και τρείς χαχαλόβεργες, με διαφορετικά μήκη, ή μπορούσαν να έχουν μια, αλλά με δυο ή τρία διχάλια στο πλάι, που ανάλογα το ύψος του κάθε ζώου, χρησιμοποιούσαν το ανάλογο διχάλι για αντιστήριξη. Μια χαχαλόβεργα μπορούσε να την κρατάει κάποιος όχι μόνο για να του ανεβαστά, αλλά για να τον βοηθάει στο περπάτημα σαν μπαστούνα, να την έχει στους ώμους του για να ξεκουράζει τα χέρια του, είτε να την έχει για να κρεμάσει την βούργια του. Μπορούσε επίσης να παραμερίζει τα κλαριά σε δύσβατη περιοχή χωρίς μονοπάτι, να βαράει τα ζώα του κατά το όργωμα, σαν αμυντικό ή επιθετικό εργαλείο, για να ανακατεύει τα υγρά της ψεκαστήρας, και σε χίλιες άλλες δυο περιπτώσεις!

Τα βουκέντρια

Στις ίδιες διαστάσεις με την χαχαλόβεργα ήταν και το βουκέντρι, μόνο που μπροστά είχε καρφωμένο ένα καρφί, όπου του έκοβαν μετά το κεφάλι, και το λιμάριζαν ώστε να γίνει μυτερό, και να προεξέχει ένα εκατοστό. Το βουκέντρι προέρχεται από τις λέξεις βους + κεντρί, δηλαδή το κεντρί για τα βόδια, όπου χεκατοντάδες χρόνια τα κέντριζαν κατά το όργωμα. Όντως η δουλειά του βουκεντριού (ή της βουκέντρας αλλιώς), ήταν κατά το όργωμα να την καρφώνει ο ζευγάς στα οπίσθια του εκάστοτε ζώου, για να του παρέχει περισσότερη δουλειά, είτε ήταν βόδια είπε μουλάρια είτε γαϊδούρια. Βέβαια μονάχα οι ασυνείδητοι ζευγάδες μπορούσαν να γεμίσουν αίματα και πληγές τα οπίσθια του ζώου τους, διότι ευτυχώς δεν τα έκαναν αυτά όλοι οι ζευγάδες, υπήρχαν και άνθρωποι ευσυνείδητοι που τα λυπόντουσαν.Οι μπαστούνες ή κατσούνες ή μαγκούρες.

Οι μπαστούνες που σήμερα τις λένε και κατσούνες, αλλά πιο πολύ τις λένε μαγκούρες. Ήταν πάντα η υπερηφάνεια των Κρητικών, και τις χρησιμοποιούσαν περισσότερο οι ηλικιωμένοι και οι βοσκοί.

Τους προσέδιδαν διάφορα σχήματα και σκαλίσματα, ώστε να φέρει η μπαστούνα του κάθε κατασκευαστή μαζί με το ταλέντο του και την προσωπικότητά του. Πολλές μπαστούνες είχαν για τελείωμα διάφορα σχήματα, είτε το κεφάλι φιδιού, είτε το δάκρυ όπως και το κρουσάτο κρητικό μαντήλι. Στα ορεινά χωριά, οι γέροντες στο καφενείο κρατούσαν κατσούνες με εντυπωσιακή εμφάνιση, με πολλούς ρόζους με περίεργες γάγλες,( καμπύλες – κυματισμούς), αλλά καμιά φορά τις μαύριζαν κιόλας επίτηδες στη φωτιά σε διάφορα σημεία, για να έχουν και το μαύρο εντυπωσιακό χρώμα. 

Καμιά φορά επίσης για εντυπωσιασμό, διάλεγαν το κατάλληλο ξύλο, που στο ίδιο ακριβώς σημείο της καμπύλης, να έχει και ένα γυρίδι, δηλαδή μια προεξοχή τρία με τέσσερα εκατοστά από την αντίθετη πλευρά.

Για να φτιαχτεί μια μπαστούνα έλεγαν οι παλιοί, δεν κάνουν όλα τα ξύλα, μπαστούνες όπως και οι ντέμπλες, φτιαχνόταν από ανθεκτικό ξύλο, δρυ μαυραργούλιδα, πουρνάρι ή κατσοπρίνι, οξιά, χαρουπιά, αγριαχλαδιά, ασφένταμος, όπου έκοβαν τον βλαστό όσο ήθελαν από ένα μέχρι ενάμισι μέτρο. Όμως τις καλύτερες μπαστούνες τις φτιάχνουν και σήμερα στην Κρήτη, από ένα άγριο ενδημικό δένδρο που φυτρώνει στην Κρήτη και λέγεται αμπελιτσά. Η αμπελιτσά θέλει υψόμετρο πάνω από 1700 μέτρα, και μπορεί να φτάσει και τα δέκα μέτρα ύψος. Την αμπελιτσά αλλά και όλα τα είδη φυτών, λέει η παράδοση πως πρέπει να κοπεί στην λίγωση του φεγγαριού, αν ήθελαν να διατηρηθεί το ξύλο για πολλά χρόνια, ειδάλλως αν την έκοβαν στην γέμωση σαθράκιαζε.Ήθελε όμως τέχνη να γυριστεί το ξύλο και να γίνει γάντζος, επειδή κατά το γύρισμα σπούσαν εύκολα. Χρειάζονται λοιπόν οι απαραίτητες γνώσεις. Αρχικά κόβονται οι κατάλληλες βέργες, στο σωστό μήκος, καθώς και αφαιρούνται τα παρακλάδια και οι άχρηστοι ρόζοι.

Πριν γυριστεί το ξύλο δεν αφαιρούσαν τον φλοιό, διότι ξεραίνεται και σπάει πιο εύκολα το ξύλο κατά το λύγισμα. Εκείνοι που ήξεραν, ζέσταιναν στην φωτιά το ξύλο στο σημείο που ήθελαν να λυγίσουν, και κάτι παραπάνω, αλλά όχι πάρα πολύ και στεγνώσει, ούτε όμως και λίγο. Για να γυρίσει χρησιμοποιούσαν τέλι να κρατάει το γύρισμα. Όταν ήταν να λυγίσουν ένα ξύλο, το πατούσαν με τα πόδια να ακουμπάει όλη η βέργα σε στέρεο έδαφος, και παράλληλα το λύγιζαν σιγά – σιγά. Όση ώρα το λύγιζαν, όλη του η επιφάνεια χρειαζόταν να ακουμπάει σε στέρεο σημείο, για αυτό και οι μπαστουνάδες επαγγελματίες έχουν σήμερα ειδικό μηχάνημα με αυλακώσεις ειδικές, που να μπαίνει μέσα το ξύλο, και να το λυγίζουν με ασφάλεια. Αφού έχουν κάνει την πρώτη προσπάθεια, αμέσως είτε και από δυο τρείς ημέρες, κάνουν το δεύτερο γύρισμα.

Για να το πετύχουν αυτό, τύλιγαν με σύρμα το μπαστούνι στο σημείο που είναι να το λυγίσουν, το ζεσταίνουν και πάλι στη φωτιά, όχι σε κάρβουνα επάνω, γιατί θα στέγνωνε. Το λύγιζαν ξανά περισσότερο από ότι ήταν, και αν έχει πάρει την τελική του μορφή, το κρατάνε δεμένο εκεί με τέλι ή σπάγκο, και το αφήνουν στον ήλιο και στον αέρα μερικές μέρες να στεγνώσει τελείως.Προσωπικά στα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι τον παππού μου τον Ρετζεπομανώλη στη Γαλιά, που χρησιμοποιούσε μια τεχνική, που ήταν μια παράδοση ετών στη Μεσαρά. Έκοβε τρία τέσσερα ξύλα στην εξοχή που βόσκαμε τα ζώα, όπου τα προόριζε για μπαστούνια. Τα καθάριζε από τα παρακλάδια, και τα έχωνε στο έδαφος, μετά τους έριχνε και νερό από πάνω και τα άφηνε έτσι για μερικές μέρες. Μετά από πέντε έξη μέρες έβγαζε ένα – ένα το ξύλο, το πέτρωνε ξανά στο χώμα, και άναβε επάνω στο χώμα μια δυνατή φωτιά. Ήξερε από πείρα πόση φωτιά να ανάψει και για πόση ώρα, και τέλος το ξεπέτρωνε ενώ ακόμα το ξύλο έβραζε, και τα λύγιζε σιγά – σιγά επιτόπου στο έδαφος πατώντας το με τα πόδια. Τότε δεν φανταζόμουν γιατί τα πέτρωνε στο χώμα, αλλά φαντάζομαι πως επειδή ήταν τα ξύλα από ορεινά εδάφη, θα ήταν σαφώς και πιο ξερακιανά. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να τους προσδώσει υγρασία. Δεν ήταν δηλαδή τόσο μαγλινά (τρυφερά και μαλακά) όπως είναι στις ποταμίδες. Όταν τα πέτρωνε στο χώμα, άναβε επάνω τη φωτιά, και το έκανε αυτό για να βράσουν, χωρίς όμως να χάσουν την υγρασία τους και στεγνώσουν, όπως ίσως να γινόταν αν τα έβαζε απευθείας στη φωτιά! Θυμάμαι επίσης, πως αν τα ξύλα ήταν σκληρά, τα άλειφε και με λάδι με ένα πανάκι, στο σημείο που ήθελε να το λυγίσει. Αυτό το έκανε δυο τρείς φορές μέχρι να του λυγίσει το ξύλο χωρίς να σπάσει, επειδή το λάδι επίσης έχει την ιδιότητα να μαλακώνει το ξύλο.

Όλη πάντως η διαδικασία κρατούσε περίπου δέκα μέρες για να φτιάξει μια μπαστούνα. Όσοι ήθελαν εντυπωσιακές μπαστούνες η κατσούνες έφτιαχναν τις λεγόμενες στραβοκατσούνες. Φρόντιζαν να έχουν εντυπωσιακές καμπύλες και κάποιους ρόζους για περισσότερο εντυπωσιασμό! Οι παλιοί βέβαια άφηναν τους ρόζους επίτηδες, γιατί πονάνε περισσότερο στα χτυπήματα!

Υπάρχουν και σήμερα οι επαγγελματίες μπαστουνάδες, που κατασκευάζουν διαφόρων ειδών μπαστούνα, τα έχουν στο μαγαζί τους και τα πουλάνε σαν είδη λαϊκής τέχνης στους τουρίστες.

Τα μπαστούνια και τα κατσούνια είχαν κι αυτά πολλές άλλες χρήσεις, εκτός από την χρήση να την κρατάνε οι ηλικιωμένοι για να στηρίζονται όταν περπατάνε, ή να τραβάνε τα κλαριά των δένδρων. Πάλι και εδώ είχαν για την ίδια δουλειά όπως τις χαχαλόβεργες, δηλαδή να στηρίζουν στους ώμους τα χέρια τους, να έχουν κρεμάσει τη βούργια με το φαί ή το ταγάρι ή δρουβά, να παραμερίζουν κλαριά, σαν αμυντικό εργαλείο, για αυτό την κρατάνε οι βοσκοί ακόμα και αν είναι νέοι. Τραβούσαν ένα πρόβατο ή κατσίκι από το πόδι ή το κεφάλι για να το πιάσουν κλπ. Οι νέοι βοσκοί που περνούσαν ώρες στην εξοχή, επειδή ήταν αισθηματίες, έκαναν διάφορα σχέδια στην μπαστούνα τους, σκάλιζαν το όνομα της αγαπημένης τους, σκάλιζαν την ημερομηνία, και αυτά τα έκαναν όχι μονάχα στις μπαστούνες, αλλά και στα φλασκιά, στα αδράχτια στα μαχαίρια κλπ.
Σήμερα βέβαια, περισσότερο συναντάμε τα μπαστούνια στην αγορά, που τα αγοράζει ο κόσμος είτε για δώρα, είτε για να τα κρεμά στον τοίχο του σπιτιού του ή του καταστήματος, μαζί με άλλα παλιά αντικείμενα λαϊκής τέχνης.

Ευχαριστώ τον κ Μύρωνα Μαραγκάκη και τον κ Γιώργο Κονδυλάκη, για την πολύτιμη βοήθεια τους στο κείμενο.

Κείμενο – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά