Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

Themata

Ο Κατωριζίτης κι’ ο Πανωριζίτης σύντεκνος!!

Τα παλιά τα χρόνια ήτονε δυο συντέκνοι, απού ο γεις ήτονε από τη Κάτω ρίζα κι’ ο άλλος από την Απάνω


Ήτονε πολύ αγαπημένοι συντέκνοι, απού δεν επάθιενε ο γεις τ’ αλλονού τη ζαλιά, όπως λέει κι’ ο Κρητικός λαός μας!!

Εζμίγανε ταχτικά και ιδικά τα Σαββάτα, που γινότανε και το παζάρ στσι Μοίρες και εκρασοπίνανε ολημερνίς τση μέρας.

Ταχτικά όμως επήγαινε και ο γεις στ’ αλλονού το σπιτικό, όπου ξημεροβραδιαζότανε, αφού κι’ οι δυο βοσκοί ήτονε και δεν είχανε και τσι περίσσες δουλειές.

Εξ άλλου ότι δουλειές είχανε, τσ’ είχανε φορτωμένες στα κοπέλια ντως, ενώ αυτοί το παίζανε αργόσκολοι.

Ο Πανωριζίτης σύντεκνος βέβαια, αποδείχτηκε πιο ευγενής, αφού όταν επήγαινε στου συντέκνου ντου το σπιτικό, εκαθότανε το πολύ δυο μέρες και μετά ήφευγε.

Απ’ εναντίας όμως ο Κατωριζίτης, όταν επήγαινε κι’ αυτός στου συντέκνου ντου το σπιτικό, εκαθότανε αμέτρητες μέρες, μέχρι και τονέ βαργιούντανε κι’ οι πέτρες ακόμα!!

Δεν είχενε άλλο πρόβλημα ο Πανωριζίτης σύντεκνος, οξώ ετούτο νά, από το σύντεκνο ντου. Που καθότανε δηλαδή αμέτρητες μέρες.

Μα είντα νά ‘κανε ο μαύρο κακομοίτσης, απού ντρεπότανε να τονέ ποβγάλει, ετσά στα καλά του καθουμένου!!

Μια φορά ‘πό τσι πολλές φορές, ετσά Ανοιξάτικα, μιας και είχενε σακάσει τα πρόβατα ντου ο Κατωριζίτης σύντεκνος και την αρμεγιά τηνέ κάνανε τα κοπέλια ντου, είπενε να πάει να βρει τον Πανωριζίτη σύντεκνο ντου και να κάτσει μια ουλιά καιρό μαζί ντου, ετσά για να ‘λάξει κι’ ο αέρας του, εκιά στα ψιλά βουνά.

Ήγειρε το λοιπόν απάνω κι’ ήφταξε στου συντέκνουντου το σπιτικό, απού ο σύντεκνος του τον υποδέχτηκε με ούλες τσι τιμές!!

Δεν επρόλαβε να φτάξει κι’ όλας και ο σύντεκνος του ήσφαξε ένα μουνουχότραγο και ήστεσε το ντελόγο το καζάνι για να τονέ βράσει, να βάλουνε και μια ουλιά ξινόχοντρο στο ζουμί και να ντακάρουνε τα καθιερωμένα και απανωτά κρασά ντως!!

Μόλις επόκαμε ο μουνουχότραγος, ήσφαξε και ένα στειρογιδιά και τονέ κάνανε αντικριστό και μετά ένα βιζαστάρι, απού το κάμανε αυγολέμονο.

Επερνούσανε όμως οι μέρες και ο Κατωριζίτης σύντεκνος δεν ήλεγε να σηκωθεί να φύγει και ν’ απαλλάξει και τον σύντεκνο ντου από το πολύ μουσαφιριλίκι και να μπορέσει κι’ αυτός να κάμει κια μια παραμπασάδα!!

Ο Πανωριζίτης σύντεκνος, παρ’ όλο που δεν ήθελε να του δείξει πως τον είχενε βαρεθεί, εσκεφτότανε είντα να του πει ετσά στα καλά του καθουμένου, με σκοπό να φύγει, χωρίς βέβαια να του παραξηγήσει ο σύντεκνος του.

Μνια τζιμνιάς εθάργενε πως ήβρικε τη λύση και γι’ αυτό εσηκώθηκε την άλλη μέρα το πρωϊ από το κρεβάτι και εφώνιαζε τω κοπελιών ντου:

– Μρε σεις κοπέλια!! Σηκωθείτε μρε να φιλήσεται του νονού σας τη χέρα, γιατί εθόρου ίσα με δα ένα όνειρο και μου ‘λεγε πως:

– Σύντεκνε μου, καλά μου είναι μπλιο να φύγω, γιατί το παράκαμα το μουσαφιριλίκι!!

Σηκωθείτε σας σε λέω, μα στα ντάκα ντάκα, πριχού φύγει!!

– Άφησε σύντεκνε τα κοπέλια να κοιμούνται και μη τα κοροϊδεύγεις, λέει ο Κατωριζίτης σύντεκνος, μα εγώ δε φεύγω μηδέ σήμερο, μονό θα κάτσω ακόμα μερικές μέρες!!

Σα κι’ είδενε στη συνέχεια ο Πανωριζήτης σύντεκνος, πως δεν ήπιασε ετουτονά το κόλπο, εσκεφτότανε είντα άλλο κόλπο θά ‘κανε, για να πετύχει το σκοπό ντου.

Μια ν-ημέρα ετσά που κουβεντιάζανε ούλοι ντως μαζί, λέει τσι γυναίκας του:

– Μπρε συ γυναίκα. Να πας θες να βάλεις και τα δυο σκαπέθια στο νερό να πρηστούνε τα στελιάρια ντως, να πάμενε με το σύντεκνο μου ταχυτέρου τη ταχινή στο Αγριμονερό, να σκάψωμε το κρασάμπελο;; Μα μνιας ημέρας δουλειά είναι;; Και να δρινιάσεις και από ντα να ‘πόψε, είντα θα μαγερέψεις τη ταχινή για να μας σε φέρεις το μεσημέρι;;

– Το ντελόγο θα πάω να τα βάλω, λέει η γυναίκα ντου και θα σας σε καλομαγερέψω κι’ όλας!! Θα μαγερέψω οτι πλια καλό έχω στο σπιτικό μου!!

Σφάξε μπρε γυναίκα το χοχλίδι πετεινό και βάλε του και μπόλικες μπόλικες μπαμνιέδες και φέρε μας τονέ πρίχου κολατσιδιάσει και γέμισε και το φλασκί κρασί από το μεγάλο βαρέλι!!

Ωστόσο βέβαια πλια ομπρός, την είχενε κρυφά συνεννοηθεί, να μην ετοιμάσει πράμα για να τους σε πάει, μπας και πετύχει το κόλπο που είχενε σκαρώσει!!

Σηκώνονται αποδιαφώτηστα οι δυο συντέκνοι και παίρνουνε τα σκαπέθια και τη λαϊνα με το νερό και αφού ήπιενε ο κάθ’ ένας ντως από μια κουνενίδα κρασί, ετσά για να ζεσταθούνε, γέρνουνε πέρα κι’ οντό νε ξημέρωνε πια, εφτάνανε στο Αγριμονερό απού ‘τονε τ’ αμπέλι!!

Στη συνέχεια ήπιανε ο κάθε ένας ντως από ένα ξάμπελο και ετσά πού ήτονε ξεκούραστοι, το φτάνανε στα ντάκα ντάκα στην άκρα, σκάβοντας το.

Ήλθενε όμως και το μεσημέρι και ο Κατωριζίτης σύντεκνος εντάκαρε να πεινά και αρχίνηξε να λέει του Πανωριζίτη:

– Σύντεκνε μου!! Εντάκαρε και με πιάνει λιγούρα και ζαλίζομαι τση πείνας!!

– Σκάφτε σύντεκνε μου, τού ‘λεγε ο Πανωριζίτης, μα η γι-ώρα βάνει τη συντέκνισσα σου να φέρει το πετεινό και θα κάτσωμε μια και καλή να τονέ φάμενε!!

Αλλά η συντέκνισσα δεν ερχότανε, αφού ετσά τσ’ είχενε παραγγείλει ο άντρας τση!!

– Μα σύντεκνε!! Πότες θα ρθει η συντέκνισσα!! Απού λιγομαργιάζομαι τση πείνας!!

– Σκάφτε σύντεκνε μου!! Μα να ρθει θέλει!! Απού σάικα, θά ‘τανε κακόψητος ο πετεινός!!

Η ώρα επέρναγε και προχωρούσενε προς τ’ απόγευμα και ο Πανωριζίτης σύντεκνος αρχίνηξε να παρηγορεί το Κατωριζίτη.

– Ίσως σύντεκνε μου, νά ‘τυχε πράμα σοβαρό τση συντέκνισσας σου, μα εγώ μόλις φτάξομε το βράδυ στο σπιτικό μου, θα τηνέ βάλω να σφάξει μια προβατίνα, να κάμει τη μισή τηγανιστή και την άλλη μισή στο τσικάλι!!

Όπως και εγίνηκε. Αφού εβράδιασε και η συντέκνισσα δεν είχενε ακόμα φέρει το φαί, επήρανε τα σκαπέθια και αλάξανε στο χωργιό!!

Την ίδια ώρα φωνιάζει ο Πανωριζήτης σύντεκνος τσι γυναίκας του, λέγοντας τση:

– Μρε συ γυναίκα!! Σφάξε μρε μια προβατίνα, από κείνες σές απού έχομε εκέ στο ξωστάρι και ψήσε τη μισή στο τηγάνι και την άλλη μισή στο τσικάλι, γιατί ‘μαστε ντελιασμένοι τσι πείνας!!

Το ντελόγο πιάνει κι γυναίκα ντου μια γλυκοκολοκύθα από το ξωστάρι και τηνέ κόβγει στη μέση μ’ ένα μαχαίρι και αρχίνηξε να ψήνει τη μισή στο τηγάνι και την άλλη μισή στο τσικάλι!!

Την ίδια ώρα πετάγεται ο Κατωριζίτης σύντεκνος και λέει του Πανωριζίτη:

– Μα σύντεκνε μου!! Προβατίνα τση ‘πες να σφάξει κι’ αυτή ήκοψε μια γλυκοκολοκύθα!!

– Ναι σύντεκνε μου!! Εμείς επαέ τσι γλυκοκολοκύθες τσι λέμενε, ”Προβατίνες”!! Δεν το κάτεχες;;

– Οόι σύντεκνε μου, πρώτη φορά το γρικώ και τούτο νά!!

Μετά που μαγέρεψε η γυναίκα ντου τη γλυκοκολοκύθα, εκάτσανε για να φάνε ούλοι ντως μαζί, μα παρ’ όλο που ο κατωριζίτης σύντεκνος ήτονε ντελιασμένος τση πείνας, με το ζόρε ήφαε μια ουλιά τηγανιστή, γιατί αυτή του τσικαλιού, ήτανε σα τα μνιάμνιαδα!!

Που να ξεπεινάσει όμως ο κακομοίτσης με ‘τσα φαϊ, πού η κοιλιά ντου επόνεσε παραπάνω!!

Σα κι’ εποφάγανε, λέει ο Πανωριζίτης σύντεκνος τση γυναίκας του:

– Φέρε μπρε γυναίκα εδά και το χαμπιόλι να παίξω κι’ ένα σκοπό, να πούμενε και δυο τρεις μαντινάδες με το σύντεκνο μου!!

Ήφερε η γυναίκα ντου το χαμπιόλι κι’ αρχίνηξε ο σύντεκνος να το παίζει, ενώ τραγουδούσενε και ήλεγε:

”Και ταχιά με το καλό, για να σκάψωμε τ’ αμπέλι, για να βγει το κοκκινέλι, να το πιούμ’ απ’ το βαρέλι!!

Μόλις ετέλειωσε ο Πανωριζίτης σύντεκνος το σκοπό και το τραγούδι, του κάνει ο Κατωριζίτης σύντεκνος.

– Μα νόμου δά σύντεκνε κι’ εμένα το χαμπιόλι, για να παίξω κι’ εγώ ένα σκοπό, να πω κι’ ένα τραγούδι!!

– Νάτο σύντεκνε μου το χαμπιόλι !! Παίξε και εσύ ένα σκοπό και τραγούδηξε κι’ όλας!!

Πιάνει ο Κατωριζίτης σύντεκνος το χαμπιόλι και αρχίνηξε να το παίζει και να τραγουδά, απαντώντας στα λόγια του τραγουδιού, του συντέκνου ντου:

– Να μου χέσεις κι αν ξανάρθω!! Να μου χέσεις κι αν ξανάρθω!! Να μου χέσεις κι αν ξανάρθω!!

Το συμπέρασμα που βγάζουμε απ’ αυτή την ιστορία είναι ότι, ο Κατωριζίτης σύντεκνος το παράκανε και φυσικά ”το περίσσο χαλά το ίσο”!!

Δεν γνώριζε φαίνεται τα λόγια του Κλεόβουλου του Ρόδιου, που ήταν ένας από τους επτά σοφούς της Αρχαίας Ελλάδας, που έλεγε «μέτρον ἄριστον

Σύνταξη κειμένου: Φανούριος Ζαχαριουδάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά