Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Στα χρόνια μας δεν υπήρχε Αη Βασίλης!

Οι νέοι σήμερα και κυρίως τα παιδιά, έχουν στο νου τους τη κόκκινη γνώριμη φιγούρα του γελαστού Άι Βασίλη με τα άσπρα γένια που μοιράζει δώρα, μπορεί όμως να ακουστεί παράξενο, ότι παλαιότερα υπήρχε και άλλη φιγούρα Άι Βασίλη!


Και μιλάμε για εκείνη την φιγούρα του ταπεινού και σεβάσμιου Έλληνα Αγίου Βασιλείου, με τα μαύρα γένια και το σκούρο φτωχικό ράσο, που έρχεται κάθε χρόνο τη Πρωτοχρονιά από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Αυτός ο σεβάσμιος γέρος των παιδιών που έζησαν πριν και μετά τη κατοχή, είναι ο Άι Βασίλης με τα μαύρα ράσα, που γύρναγε τα χωριά με ένα σακί στη πλάτη, που είχε μέσα τα δώρα. Κατέβαινε από τις καμινάδες την παραμονή της Πρωτοχρονιάς για να ευλογήσει τα σπίτια, να πάρει και ένα κομμάτι βασιλόπιτα, και στη συνέχεια άφηνε ένα μικρό δώρο στα σπίτια που υπήρχε παιδί, και έφευγε για το επόμενο!

Η λαογράφος όμως της Φανερωμένης, η κα Κατερίνα Νικολιδάκη, μια σπουδαία μορφή στη Μεσαρά, που έχει τόσα προσφέρει στα παιδία σαν δασκάλα, αλλά συνέχισε και με τα λαογραφικά της κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικό τύπο της περιοχής, σαν τη ρώτησα σχετικά για τον Άι Βασίλη των δικών της παιδικών της χρόνων, μου είπε με δύο λόγια:

-«Στις μέρες τις δικές μας δεν υπήρχε Άι Βασίλης!»

Βέβαια για να κυριολεκτούμε, η κα Κατερίνα μου διευκρίνισε, ότι Άγιος Βασίλειος, που ήταν Επίσκοπος του 4ου μΧ αιώνα, ήταν φιλάνθρωπος, και άνθρωπος των γραμμάτων , και ένας από τους τρείς Ιεράρχες, ταπεινός και θαυματουργός, υπήρχε πάντα σαν Άγιος στη συνείδηση των ανθρώπων! Δεν υπήρχε όμως καν στην Κρήτη η ξενόφερτη φιγούρα του γελαστού Αϊ Βασίλη με τα άσπρα γένια, τη κοιλίτσα και τα κόκκινα ρούχα!

Πολύ περισσότερο δεν υπήρχε η φιγούρα του Santa Claus, που είναι η αντίστοιχη του Αγίου Νικολάου, που να επισκέπτεται τα παιδιά και να φέρνει δώρα! Γενικά στα παιδικά χρόνια της λαογράφου στα μέσα του περασμένου αιώνα και στον τόπο που γεννήθηκε, Άγιος που να μοιράζει δώρα δεν υπήρχε!

Τα «δώρα» του κάθε παιδιού κάποτε, ήταν η ίδια του η ανατροφή από τους γονείς του, οι γνώσεις του, οι ικανότητες του, η υγεία του, και υπόθεση δική του ήταν, αν ήθελε υλικά δώρα έπρεπε να ετοιμαστεί το βράδυ της παραμονής Πρωτοχρονιάς, να πάει στα κάλαντα, μόνο του ή με τη παρέα του! Έτσι έπαιρνε μαζί του και το «λαδικό» του, και ήλπιζε από τα κάλαντα να καταφέρει να μαζέψει μια σταλιά λάδι, και να το εξαργυρώσει την επομένη στον μπακάλη, για να έχει δικό του χαρτζιλίκι! Πήγαιναν τα παιδιά τη νύχτα από σπίτι σε σπίτι φωνάζοντας:

«Να πούμε τα κάλαντα»? (Και όχι σκέτο. «Να τα πούμε»)?

Τα κάλαντα τα λέγανε πάντα νύχτα, μόλις δύσει ο ήλιος, καμιά φορά και μαζί με το σχολείο, και σπάνια πολύ πρωί. Αν βέβαια τα κάλαντα πήγαιναν καλά, έδιναν το λάδι στον μπακάλη, και ε τα λίγα χρήματα που εισέπρατταν, αγόραζαν ότι ήθελαν!

Αν πάντως σήμερα, κάποιος συζητάει για αυτά τα θέματα, δηλαδή για ον Άι Βασίλη μιας άλλης εποχής με ηλικιωμένους ανθρώπους, θα καταλάβει πως δεν είχαν πράγματι όλα τα χωριά «Άι Βασίλη με τα δώρα»! Μπορεί κάποια να είχαν, γιατί υπήρχε η δυνατότητα και η οικονομική άνεση, άλλα πάντως στα φτωχά μέρη δεν είχαν νοιώσει αυτή τη χαρά, και έτσι μεγάλωσαν χωρίς «Αγιοβασιλιάτικα» δώρα!

Ο καλός ο Άι Βασίλης εκτόπισε τον κακό Καλικάντζαρο!

Πολύ παλιά στα χωριά της Μεσαράς, ο Καλικάντζαρος ήταν εκείνος που αρχικά «ανέβαινε στη ταράτσα του σπιτιού, και από εκεί κατέβαινε μεσάνυχτα από τη καμινάδα, και πείραζε ή φοβέριζε τα άτακτα και κακά παιδάκια», όπως λέει η παράδοση! Όμως με τον καιρό, ο καλός Άι Βασίλης, πήρε τη θέση του κακού Καλικάντζαρου, με τη μορφή πια ενός σεβάσμιου γέρου με τα μαύρα ράσα, και όχι μονάχα δεν φοβέριζε τα παιδιά, αλλά τους έφερνε και μικρά δώρα!

Έφερνε δηλαδή για το παιδί ένα πουκαμισάκι, ή ένα ζευγάρι παπουτσάκια, μια μπάλα, ένα φουστανάκι για το κορίτσι κλπ ανάλογα την οικονομική κατάσταση του… πατέρα!

Έκτοτε πλέον σιγά – σιγά και με τον καιρό, άρχισε στη συνείδηση κάθε παιδιού να επικρατεί η ιδέα του Άγιου Βασίλειου με τα δώρα του, καθώς και η φράση ανήμερα Πρωτοχρονιάς: «Ήντα σου ’φερε εσένα ο Άι Βασίλης»?

Τα παιδιά πριν και μετά τη κατοχή, στα σπίτια που πήγαιναν να πουν τα κάλαντα είτε πήγαιναν για το καλό «ποδαρικό» σε συγγενείς ή σε σπίτια της γειτονιάς, για να τους πάει καλά η χρονιά, έπαιρναν πάντα και κάποια πολύ μικρά φιλοδωρήματα, που τους πρόσφεραν οι άνθρωποι! Πήγαιναν έτσι για να κάνουν τη «καλή χέρα» στους μπαρμπάδες, στο παππού και τη γιαγιά, και τους έδιναν δώρα που ήταν συνήθως μικρής αξίας, λόγω γενικής φτώχειας! Σαν δώρα σε φτωχά χωριά, μπορεί να τους έδιναν σε μια επίσκεψη τους ένα κάστανο, δυο καρύδια, μια μικρή φουχτίτσα σταφίδες, ένα κουραμπιέ, δύο τρία φιστίκια, και αργότερα καραμέλες κλπ, και τους έλεγαν:

«Πάρε το, γιατί αυτό στο έφερε ο Άι Βασίλης»! Τα δώρα δηλαδή τα έφερε ο Άγιος της ημέρας που ήταν φυσικά ο Άι Βασίλης, και έτσι συσχετίστηκε Αϊ Βασίλης με τα δώρα! Και αυτό γιατί έτυχε να γιορτάζει τη πρώτη μέρα του χρόνου, και ως εκ τούτου έφερνε καλοτυχία!

Σε πολλά χωριά δε, δεν υπήρχε κανένας Άι Βασίλης, που να μοιράζει δώρα στα παιδάκια, παραμονή της Πρωτοχρονιάς! Δεν υπήρχε Άι Βασίλης, και για αυτό υπήρχε ανασφάλεια μέσα στη φτώχεια, οπότε έπρεπε να εφευρεθεί η ιδέα ενός Αγίου, που να στηρίξει την οικογένεια, ώστε να νοιώθει ασφάλεια και σιγουριά, και ακόμα να φέρνει και δώρα, καθώς και τύχη και υγεία!

Σε πιο πλούσια χωριά, τα παιδιά πήγαιναν πεσκέσι ένα πιάτο τυλιγμένο σε μια άσπρη πετσέτα και δεμένο από τις τέσσερις άκρες, και αυτό ήταν η λεγόμενο «καλή χέρα». Το πιάτο είχε διάφορες λιχουδιές μέσα, από κουραμπιέδες, μελομακάρονα, ξεροτήγανα, έως ξηρούς καρπούς, κάστανα σταφίδες, καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια κλπ. Εκείνοι κράταγαν απλά ένα μέρος από το πιάτο, και συμπλήρωναν με δικά τους. Το παιδί έφευγε για το επόμενο σπίτι του άλλου θείου, γινόταν το ίδιο και εκεί, και στο τέλος κατέληγε σπίτι του με το πιάτο πλέον να έχει πλέον εντελώς διαφορετικά πράγματα!
Δώρα τα παιδιά έπαιρναν και από τον Σάντολο (Νονό) που θα ήταν ένα μικρό ποσό, από λίγες δεκάρες ή ένα πενηνταράκι, με το οποίο θα αγόραζαν κανένα μπαλόνι, ένα μικρό τόπι, σφυρίχτρα κλπ.

Η Πρώτη ευχή του χρόνου

Το Βασικότερο που δεν ξέχναγαν στα χωριά της Κρήτης, αλλά και το πρώτο – πρώτο μέλημα της ημέρας, ήταν η ευχή να πάει καλά η χρονιά! Πρώτη σηκωνόταν η νοικοκυρά του σπιτιού, και ακολουθούσε όλη η οικογένεια. Πλενόταν ντυνόταν, έπειτα κοίταζαν προς το πιο κοντινό βουνό η λόφο που επάνω είχε εκκλησία. Ό πως κοίταζαν προς την εκκλησία, έκαναν το σταυρό τους, και ένας πούμε η εκκλησία ήταν της Παναγίας, έλεγαν:

-Παναγία, προσκυνώ και δοξάζω τη Χάρη σου! Βοήθησέ μας όλο το χρόνο να περάσομε καλά με υγεία !

Στη συνέχεια έστρεφαν το κεφάλι τους και κοίταζαν προς το μεγάλο βουνό, όπως εδώ στα μέρη μας έχουμε τον Ψηλορείτη, και έλεγαν:

-Όπως είναι τα βουνά γερά, έτσι γεροί να ήμαστε και εμείς όλο το χρόνο!

Αφού όλοι έκαναν την ίδια Πρωτοχρονιάτικη ευχή, στη συνέχεια πήγαιναν και όλοι στην εκκλησία, και μετά επέστρεφαν στο σπίτι, όπου όλη μέρα το πρόγραμμα είχε φαγοπότι μαζί με άλλους κοντινούς συγγενείς! Ψητά κρέατα στα κάρβουνα, στο φούρνο ή στο τηγάνι, αλλά και κόκκινο κρασάκι, θα δώσουν μια άλλη αίσθηση με την όσφρηση τη μέρα της Πρωτοχρονιάς, που θα συνοδέψουν τα γέλια και τα καλαμπούρια της οικογενειακής παρέας! Πάντα στο νου του κάθε ενός, είναι η παράδοση που θέλει πως ότι κάνει κανείς τη Πρωτοχρονιά, θα κάνει όλο το χρόνο! Έτσι απέφευγαν να κοιμούνται, να κάνουν δουλειές, να νευριάζουν και γενικά να τσακώνονται!

Σε σπίτι πού έμενε γέρος ή γριά μόνη, συνήθως έβγαιναν κι αυτοί το πρωί ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, έκαναν το σταυρό τους κοιτάζοντας προς τα βουνά, και έκαναν μια ευχή:

-«Ως είναι τα ψηλά βουνά γερά, έτσα γερό να με χεις Θεέ μου»!
Μετά, ή έμπαιναν μέσα στο σπίτι και έκαναν οι ίδιοι ποδαρικό, ή κοίταζαν προς το δρόμο μήπως δούν να περνά κανένα παιδί να κρατάει το πιάτο με τη πετσέτα, και να το φωνάξουν να πάει, και να τους κάνει και σε εκείνους το ποδαρικό! Μετά το κερνούσαν ότι είχαν «για ο καλό του χρόνου», το ευχαριστούσαν και έφευγε το παιδί, ενώ εκείνοι πίστευαν, πως αφού βάλανε ένα αγόρι , γερό παιδί και καλόχαρο, αδύνατον μα μη τους πάει καλά η χρονιά!

Οι κοπελιές στα περισσότερα χωριά έφτιαχναν συνήθως ένα γλύκισμα για τα κεράσματα τους, και το πιο εύκολο και συνηθισμένο ήταν οι σησαμόπιτες! Τις έφτιαχναν με ντόπιο σησάμι, που τότε συνήθιζαν να το καλλιεργούν στα χωριά, έβαζαν και ντόπιο μέλι, και έφτιαχναν τις σησαμόπιτες τους στο τηγάνι, έτσι για το καλό του χρόνου, όπως σήμερα φτιάχνουν κάποιες γυναίκες τον σπιτικό χαλβά!

Έτσι αφού το έκαναν μικρά κομματάκια κερνούσαν τη παρέα στο σπίτι, αλλά και τα παιδιά..

Τα παιδιά μάθανε σιγά – σιγά, και περιμένανε το δώρο του Αϊ Βασίλη, του καλού αυτού γέρου με τα μαύρα ράσα, και κάθε τόσο από βραδύς, σηκωνόταν από το κρεβάτι τους να δούν στη παρασθιά, αν έχει αφημένο κάποιο δώρο! Καμιά φορά ρωτούσαν τους γονείς τους:

-Μα πως θα κατεβεί ο Άι Βασίλης από τη καμινάδα, δεν θα μουζωθεί (μουτζουρωθεί) από τη καπνιά της παρασθιάς (τζακιού)?

-Όχι παιδί μου, αυτός δεν μουζώνεται γιατί είναι Άγιος! Απαντούσαν οι γονείς!

-Μα μπαμπά, χωράει να μπει από την καμινάδα ο Αϊ Βασίλης? Κι άμα πέσει και χτυπήσει?

-Είπαμε είναι Άγιος παιδί μου! Ούλα μπορεί να τα κάνει! Και βέβαια χωράει να μπει από την καμινάδα, αδύνατος είναι!
-Ε μα πως εδά ανεβαίνει ο Άι Βασίλης στη ταράτσα? Έχει σκάλα?

-Ναι παιδί μου με σκάλα ανεβαίνει!

-Ε και τη κουβαλάει στο δρόμο όπου πάει?

– Ε ναι, τη κουβαλάει και αύτη στη πλάτη μαζί με το σακί!

Τουλάχιστον ο δικός μας Άι Βασίλης ήταν λεπτός, μορφωμένος, θαυματουργός, και προπάντων Έλληνας, άμα λάχει χώραγε και από την καμινάδα να κατέβει, οπότε έφερνε κάθε χρόνο την ευλογία του, και τύχη στα σπιτικά! Έπαιρνε το κομμάτι του από την πίτα μας, και αν του τύχαινε το φλουρί, του το πήγαιναν στην εκκλησία!

Σιγά – σιγά τα παιδιά, μάθανε να περιμένουνε όλο και κάτι από τον Άι Βασίλη, έστω και κουραμπιέδες, μελομακάρονα, γιατί έφερνε και τέτοια πράγματα!

Μικρά λοιπόν ήταν τα δώρα του νέου έτους στα παιδιά κάποτε έως καθόλου, αλλά τα αισθήματα ξεχείλιζαν μέσα στις χαρούμενες καρδιές τους!

Οι μεγάλοι είναι αυτοί που ένοιωθαν το χρέος να διδάξουν τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς στις οικογένειες τους, όπως τα έμαθαν και οι ίδιοι από τους παππούδες τους και τις γιαγιάδες τους. Και ήταν πολλά τα έθιμα αυτά, και μάλιστα τα τηρούσαν και οι ίδιοι με ευλάβεια, και στη συνέχεια όλοι οι υπόλοιποι.

Δεν θα αναφερθούμε όμως σήμερα σε αυτά πλέον γνωστά μας έθιμα, που ήδη τα έχουμε αναφέρει κατά κόρον, όπως είναι τα κάλαντα της Παραμονής, παλιά και νέα, η καλή χέρα, το ρόδι, η ασκοτιζάρα ή ασκελετούρα που κρέμαγαν στη πόρτα, ή τη πέτρα που έβαζαν στο κατώφλι του σπιτιού για να είναι γερό και στεριωμένο σαν πέτρα.

Επίσης η βασιλόπιτα, το έθιμο της «Καλής χέρας» της Κρήτης, ήταν από τα ωραιότερα έθιμα, γιατί δεν ξεχνάγανε να πηγαίνουν πεσκέσια και στις πολύ φτωχές οικογένειες, όπως εξάλλου και όλα τα άλλα έθιμα. Είναι κρίμα που σήμερα όλα σχεδόν έχουν εκλείψει ή τροποποιηθεί από τις πεζές σημερινές κοινωνίες.

Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Σίγουρα στην εμφάνιση ο σημερινός Άη Βασίλης, δεν έχει καμιά σχέση με τον πραγματικό Άγιο, τον αδύνατο τον μελαχρινό και ψηλό Όσιο! Ο πραγματικός...

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Οι νέοι σήμερα και κυρίως τα παιδιά, έχουν στο νου τους τη κόκκινη γνώριμη φιγούρα του γελαστού Αϊ Βασίλη με τα άσπρα γένια που...

Themata

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Themata

Μέσα σε ένα καΐκι πήγε ο Αϊ Βασίλης στη Χερσόνησο και η χαρά των παιδιών ήταν μεγάλη Παρόλο τον βροχερό καιρό η στήριξη του κόσμου...

Themata

Μην μας ρωτήσετε ποιο είναι το όνομα του. Ακόμη και η ταυτότητα του γράφει Santa Claus!   Πριν αποκτήσει την επίσημη ιδιότητα αλλά και...