Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Τι ήταν τα γαϊδουροτράγουδα;

Σε πολλά χωριά της Κρήτης υπήρχαν ένας δύο ή και τρεις χαρισματικοί ποιητές στο είδος του γαϊδουροτράγουδου, που σκοπός τους ήταν μέσω της σάτιρας, να κάνει τον κόσμο να γελά φέρνοντας ευθυμία μέσω των στίχων

Τα γαϊδουροτράγουδα κάποτε είχαν σαν κεντρικό θέμα κάποιον γάιδαρο, άλογο μουλάρι ή φοράδα. Συνήθως είτε ψήφισε το τετράποδο αυτό, είτε «καπλάντισε» (στραβοπάτησε) και έριξε το σωμάρι μαζί με τον αναβάτη, ακόμα και το φορτίο, αυτό ήταν ένα πρόσχημα για να φτιαχτεί το μενού με το φανταστικό «μοίρασμα» του κρέατος σε κομμάτια, για να χαριστεί σε χωριανούς, γνωστούς, φίλους και γείτονες! Ο ποιητής θα φτιάξει τον μεγάλο κατάλογο των συγχωριανών του με τα σχετικά παρατσούκλια τους, που ο κάθε ένας θα του προταθεί να πάει να παραλάβει την πάρτε του από τον ψόφιο γάιδαρο!

Ο κόσμος αγάπησε και εκτίμησε τα τραγούδια αυτά, που άλλοτε ήταν μικροσκελή ποιήματα πέντε έξη στροφών και άλλοτε μεγάλα ποιήματα πολλών στροφών. Ακόμα και γυναίκες είχαν επιδοθεί στον σατυρικό στίχο αυτό με αρκετή επιτυχία!

Το κεφάλαιο «γαϊδουροτράγουδα» είναι μεγάλο, και θα είχαμε την ευκαιρία να έχουμε σήμερα σπουδαίο υλικό, αν είχαμε ενδιαφερθεί έγκαιρα, και να περισώσουμε όσα ποιήματα ακούγαμε κάποτε από τους δημιουργούς τους. Όμως τα χρόνια εκείνα που άκμαζαν τα ποιήματα αυτά, εμείς ήμαστε παιδιά, και δεν ήμαστε σε θέσει να τα διασώσουμε. Ακόμα και οι ελάχιστοι που το επεχείρησαν και τα έγραψαν σε τετράδιο, κι αυτά ακόμα έχουν χαθεί., Σήμερα δυστυχώς λίγα ποιήματα διασώθηκαν από το εξαιρετικό και σπάνιο αυτό είδος, και αυτά από μνήμης..

Οι ποιητές του είδους είχαν πάρει την ιδέα από τους παλαιότερους τους, και έτσι φθάσαμε μέχρι και σήμερα, αν και πλέον το είδος σπανίζει. Ανάλογα το ταλέντο του ποιητή και τη φαντασία, ήταν ανάλογο και το γέλιο που προκαλούσε το ποίημα!

Ποιήματα οι ταλαντούχοι δεν έγραφαν μονάχα για γαϊδάρους μουλάρια κλπ, θυμάμαι τον πατέρα μου τον Μιχάλη Χουστουλάκη που είχε γράψει ποίημα για μια προβατίνα μας που έπαθε διάρροια και ψόφησε, αλλά δυστυχώς δεν σώζεται κανένας στίχος σήμερα. Είχε γράψει επίσης για ένα μικρό γαϊδουράκι μας που έπαθε κι αυτό διάρροια, και αυτό τελικά ψόφησε. Θυμάμαι μόνο που του είχε βγάλει ποιηματάκι για ένα δήθεν κουτσουράκι που το ζέστανε, για να κάτσει λέει το γαϊδουράκι:

«Ζέστανα το κουτσουράκι κάτσε φως μου γαϊδουράκι!
Το κουτσουράκι πυρωμένο, δεν καθίζει το καημένο…!
Άλλη φορά πάλι θυμάμαι είχε γράψει ποίημα για μια κουνέλα που έφυγε από το σπίτι του Σαμπανιανόκωστα στα Λυδιανά της Γαλιάς, και πήγε προς το σπίτι του παππού μου του Ρετζεπομανώλη!

Ρωτούσε ο Σαμπανιανός στη γειτονιά, ρώτησε και τον πατέρα μου αν είδε τη κουνέλα, και αυτός του είπε πως την είδε, και ειδοποίησε μάλιστα την κόρη του Ρετζεποδημήτρη να τη ξετρυπώσει από εκεί που είχε κρυφτεί, και να την πάει στο σπίτι του. Η κουνέλα όμως χάθηκε και δεν πήγε ποτέ στο σπίτι του Σαμπανιανού!

Ο πατέρας μου όμως σαν νέος και ζωηρός τότε, ήθελε να τον πειράξει τον γέρο Σαμπανιανό, και κάθε που πέρναγε από την αυλή του έλεγε ένα αυτοσχέδιο ποίημα, που πάλι μικρό μόνο απόσπασμα θυμάμαι.
«Ήτανε η μέρα μόνη όπου πήγαινα στ΄ αλώνι
και του Σαμπανιανού η κουνέλα έκανε τα πήγαιν’ έλα!

Έλα έλα ελα ‘ελα κι ήφαγά σου τη κουνέλα!

Είδα τη και στην αυλή μας, πέρασά τη για δική μας!

Γλακώ τηνε αθο το φούρνο και νταλντίζει μες το κούμο!
-Ε Γιωργία του Δημήτρη, φέρε από κειέ το τρίφτη!

Η Γιωργία του Νικολακάκη ήθελε κι εκείνη χάκι!

Έλα έλα, ελα έλα, κι ήφαγά σου τη κουνέλα»!

Η Γιωργία όμως δεν ενδιαφέρθηκε, και ο πατέρας μου έφυγε και τελικά γιατί είχε δουλειά στο αλώνι, οπότε η κουνέλα χάθηκε! Μπορεί να μη σώζουμε όλο το ποίημα, αλλά πάντως ακόμα και τα παιδιά είχαν μάθει το «έλα έλα κι ήφαγα σου την κουνέλα», και είχε γίνει το σλόγκαν της εποχής στη Γαλιά! Ο δε πατέρας μου, μπορεί να του άρεσε να πειράζει τον γείτονα του, αλλά πάντως δεν φαγώθηκε η κουνέλα από το σπίτι του παππού μου.

Ένα παλιό όμως γαίδουροτράγουδο Μεσαρίτικο, θα το αναφέρουμε εδώ μιας και μας το θύμισε πρόσφατα ο 95χρονος σήμερα Μύρωνας Μαραγκάκης από τη Γαλιά.
Η υπόθεση του ποιήματος μιλά για ένα νεαρό μουλάρι που αγόρασε ο Στρατογιάννης, αλλά κανείς δεν μπορούσε να το εξημερώσει για να το στρώσει και να του βάλει το σαμάρι! ‘

Έτσι ανέλαβε αυτή τη δουλειά ο επίσης Γαλιανός, ο Φραγκοδομανώλης, σαν δυνατός άνδρας της εποχής. Το πήρε λοιπόν το μουλάρι ο Μανώλης και το πήγε στο Πετροκάστελο, μια περιοχή βορειοανατολικά της Γαλιάς, για να το μερώσει.

Όλο αυτό όμως ενέπνευσε τον ποιητή γαϊδουροτράγουδων, τον Μανώλη Ζαχαριουδάκη, και έβγαλε το εξής ποίημα, χωρίς να ήμαστε σίγουροι αν λείπουν στροφές:

Του Στρατογιάννη η Μουλαριά

Από το Πετροκάστελο βγορίζει το Μορόνι

Του Στρατογιάννη η Μουλαριά τσινά και δε μερώνει!
Από το Πετροκάστελο η Παναγιά βγορίζει,

Του Στρατογιάννη η Μουλαριά τσινά και στραταρίζει!
Και μια καλή γειτόνισσα απ΄τη Φανερωμένη,
του Χάρου επαρήγγειλε η παραπονεμένη
Παρηγοράται του η Χαρά, μα δε παρηγοράται,

Λέει του χίλια ψώματα μα κεινη τ’ αφοράται!
Κι ο Μάνος το παράλαβε σαν τα’ άγριο λιοντάρι,
τσινοβολά η Μουλαριά, διάολος θα τον πάρει…»!

(Μάνος = Μανώλης Φραγκιαδάκης
Χαρά= Σύζυγος του Γιάννη Στρατάκη)

Άλλο γαϊδουροτράγουδο που δεν είναι Μεσαρίτικο, διαδραματίστηκε κάποτε στο χωριό Μουρνέ Ρεθυμνου, μια εποχή που ψόφησε το μουλάρι του Γιάννη Κακλαμάνο….

Τo ποίημα αυτό είναι από το αρχείο του γνωστού μας από το Κρητικό ραδιόφωνο, του μεγάλου μου δασκάλου της λαογραφίας Στυλιανού Παττακού!
Ο κατά κόσμο Παττακοστελής ήταν και είναι για χρόνια εκφωνητής και παραγωγός λαογραφικών εκπομπών ακόμα και μέχρι σήμερα! Πριν το 2000 και για χρόνια, τον ακούγαμε μέσα από τα μικρόφωνα στον ΤΙΚ FM στην Αθήνα.

Αν και το ποίημα που παραθέτουμε είναι αρκετά γάλο, πιστεύουμε πως αξίζει το κόπο να το παραθέσουμε.

Η ΚΡΕΑΤΟΠΟΥΛΗΣΑ!

Σαν κεραυνός μας ήρθενε ετούτο το χαμπάρι,

πως ξαφνικά εψόφησε του Γιάννη το μουλάρι.

Γαστρορραγία έπαθε κι έκανε λέει αίμα,

και γρήγορα παρέδωσε στους ουρανούς το πνεύμα!

Και η Ελένη έκλεγε για τη μεγάλη μπόρα,

και ευθύς αμέσως σκέφτηκε, να φέρει …νεκροφόρα!

Και στο γραφείο τελετών, τηλεφωνάει πρώτα

το Χαραλάμπη αν είδανε, τους υπάλληλους ‘ρώτα!

Δεν άργησε όμως να ‘ρθει να πα να τον κηδέψει,

χωρίς καμιά αντίρρηση χωρίς να βγάλει λέξη!

Για ιερέα πήρανε, το Στυλιανό Τζωρτζάκη,

για ψάλτη ντου και βοηθό, Κώστα Κακλαμανάκη!

Μόνο για απάκια έκανε του μουλαριού το κρέας,

δεν είχενε καλό μεζέ ν’ αρέσει τση παρέας!

Στσοι χωργιανούς τους πούλησαν, δεν κράτησαν δικό τους

και χρήμα όλο το ‘καμαν, κι αυτοί το μερτικό τους.

Για αυτό και τ’ αποφεύγανε να το κατηγορήσουν

ώσπου να κατορθώσουνε, να κρεατοπουλήσουν!

Ότι μερίδα δώσανε, Παναγιωτάκη Γιάννη

συκωταριά επήρενε, κι έβαλε στο τηγάνι

Που ‘βαλε τα μυρωδικά και λίγο πιπεράκι,

για να φιλοξενήσουνε, το Γιάννη Φραϊδάκη.

Και του Καντήλη έκανε σύγλινα στο κουρούπι,

οπού ‘τυχε και έλειπε κι αυτός την ώρα τούτη.

Και του Δημήτρη έδωσε από το μαρουλάκι,

να φάνε και οι γεροί ντου, και το Κατερινάκι.

Εις το χασάπη έλεγε ο Γιώργης κι η Χρυσάνθη,

να εφαρμόσει τη σειρά, μη κάνωμε νε λάθη!

Και ο χασάπης απάντα: -Mην έχετ’ υποψία,

τώρα ετοίμασα μεζέ, να στείλω στη Σοφία!

Και δίπλα εις του Νικολή, θα στείλω λίγο σκώτι,

διότι και με το Ζαχαριό, είν’αξάδερφοι πρώτοι.

Και ο Στρατής εφώνιαζε, πως θέλει μπριζολίτσα,

να φα κι δύο από κοινού, αυτός κι η Βαγγελίτσα!

Απ τη κουτάλα έκοψε, και ‘στειλε νε λιγάκι,

πιο κάτω εις τη Στυλιανή, και Στέλιο Χατζιδάκι!

Στέλνει του Γιώργη Στεφανή λίγο απ τη κουτάλα,

για να μην παραπονεθεί, δεν είχε απου τα’ άλλα!

Στη Λευτεριά ‘στειλε μεζέ, που ήθελε για να ‘χει,

λίγο σκωτάκι και πατσό μα ‘κείνη είναι μονάχη!

Εκόντεψε’ νε Αργυρή, εσένα να ξεχάσω,

πάρε και συ κια να μεζέ να πιεις κιανένα κράσο!

Εδώσανε απ’ τα πλευρά, του Γιώργη Παπαδάκη,

να τρώ με τη Χρυσούλα του και το Θεοδουλάκι!

Η Δράκαινα του είπενε. –Και ‘γω ντοά σας κάνω,

δώστε και με απ τα νεφρά, κι ας δώσω παραπάνω!

Του Κακλαμάνου είπενε: -Σ ‘όποιο γυρεύει δίνε,

κάνε και συ κια ‘να μεζέ και το κρασί σου πίνε!

Έκανες τη διανομή, του Γιάννη Κακλαμάνο,

γιατί και ‘γω τη πρόσκληση, ετούτη να σου κάνω.

Επίσης εξεπούλησα στο Γιάννη Δουλγεράκη,

ώσπου να μάθει το χωριό, δε μένει μπουκαλάκι!

Κάνει να δώσω δανεικό εις το Παπαδογιάννη,

κι όλο μου το καταχτυπά, άλλη δουλειά δε κάνει!

Με νόμιζε πως έμοιαζα, του Γιώργη του Φωτάκη,

και ξέχασα το δανεικό από το μουλαράκι!

Από τσοι πρώτους του χωριού, πάρε το μερτικό σου,

και το χασάπη και εμέ, α θέλεις ξεφορτώσου!

Φέρνω και σένα Αργυρή, και σε το μερτικό σου,

μα και εγώ βοήθησα, τούτο το στορικό σου!

Τη σκωταριά ‘ ν εμοίρασα στον Πέτρο και Γεωργία,

λέω πως φχαριστήθηκαν, χωρίς αμφιβολία!

Στη Νίκη δώσε πιο πολύ, από τα πλευρουδάκια,

να φάει όλη η φαμελιά, που ‘χουνε αντοδάκια!

Έλειπεν η Αλέξαινα, κι όμως δε τη ξεχνάει,

άπου τα’ απάκια που ‘κανε κι εκείνη τση φυλάει!

Πολύ επαρεκάλεσε τση Βαγγελιώς το Γιάννη,

να πάω τα γεννητικά, και χάρη θα του κάνει!

Τσ’ Αγγελικώς εστείλανε απού τα πλευρουδάκια,

να τα ‘χουνε το Σάββατο, που θα ‘ρθουν τα γκονάκια!

Ο Ζαχαρίας ρώτησε: -Μερόπη τι να φέρω;

είσαι και συ γειτόνισσα, και εγώ αυτό το ξέρω!

Του ποιητή εφώναξε: -Έλα Θεμιστοκλή μου,

που τόσο βοήθησες εις την διανομή μου!

Πάρε και συ τη γκεφαλή, να βράσεις ν’ αναρρώσεις.

που έχει και πολύ μυαλό, να την ε ξεδιπλώσεις!

Άφησε όλα τα στενά, και πάει στου Μανέλη,

δώσε χασάπη κι αυτηνού, γιατί και ‘κείνος θέλει!

Έχει κι αυτός δικαίωμα, γιατί ‘τονε δικό του,

για αυτό και ‘γώ του διάλεξα, καλό το μερτικό του!

Να φχαριστήσω το χωριό, δε φτάνει το μουλάρι,

κι άλλα θα σφάξω γρήγορα, κι όποιος θελήσει ας πάρει!

Στην ανηψά Βασιλική θα δώσω μερουλάκι,

να πιού κι αυτοί κι ανα κρασί, μαζί με το Κωστάκη!

Σταυροκοπάται η Χρυσή, και το Ζαχαριουδάκι,

που εύκολα ξεπουλήσανε αυτό το μουλαράκι!

Νοιώθω την υποχρέωση, να σας ευχαριστήσω,

απού το ξεφορτώθηκα να μη ξαναπορίσω!

Μη παραπονεθεί κιανείς, με τη σειρά το δίναν,

δεν έφτασε να πάρουνε εκείνοι όπου μείναν!

Ας κάνουν τώρα υπομονή, του χρόνου το Φλεβάρη,

όπου συνήθως σφάζουμε, κι έτσι θα βρει να πάρει!

Ευχαριστώ το ποιητή που βρήκε νε τη λύση,

και ‘δωσε τα ονόματα να το μοσχοπουλήσει!

Ξέχασε ο χασάπης μου, το φίλο μου το Πίπη,

μα από τ’απακια ‘που’καμα, θα πάρει από το σπίτι!

(Από την εκπομπή «Σεργιάνι στη Κρήτη. Αθήνα,ΤΙΚ FM Στυλιανός Παττακός, η Παττακοστελης 1999.
Ποιητής είναι ο Θεμιστοκλής ο Σταυρουλάκης και ο συμμαθητής του Πατακοστελή ο Γιάννης διαφύλαξε και περιέσωσε αυτό το ποίημα)!

Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά