Αν βρεθούμε στο χωριό Γαλιά και προχωρήσουμε το δρόμο του φράγματος, και εάν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου παρεκκλίνουμε του συγκεκριμένου δρόμου προς τα αριστερά, σε απόσταση ακόμα δύο περίπου χιλιομέτρων, θα βρεθούμε εντελώς ξαφνικά σε ένα διαφορετικό τοπίο από το σύνηθες. Θα βρεθούμε στου ”χάρο τη βρύση”
Πιστεύω πως η ονομασία έχει σχέση με την διαφορετικότητα του τοπίου, την υπάρχουσα μεγάλη ρεματιά και την υπέρμετρη βλάστηση, που δημιουργεί δέος στον επισκέπτη, οποιανδήποτε στιγμή και εάν επισκεφτεί το συγκεκριμένο μέρος.
Εδώ στου ”χάρο τη βρύση” υπάρχει κάποια απόσταση, που εάν περάσεις ακόμα και μεσημβρινή ώρα του καλοκαιριού, αισθάνεσαι ότι έχει σκοτεινιάσει για τα καλά.
Στου ”χάρο τη βρύση” θα συναντήσουμε διάφορες πηγές, ενώ ξεχωρίζουν δυο μεγάλες και ένα καβούσι.
Απ’ εδώ ξεκινά μια ρεματιά που κατηφορίζει απότομα, φτάνοντας σε μεγάλο βάθος και στα αντίπερα μέρη της, σχηματίζονται ισόπεδα τμήματα γης που παλαιότερα αρδευόταν από τις προαναφερόμενες πηγές.
Τα αρδευόμενα αυτά τμήματα γης λεγόταν, ” τα κάτω περιβόλια ”.
Τα παλιά χρόνια, τα κάτω περιβόλια, έσφυζαν από ζωή όλο το χρόνο.
Ο κόσμος συνδύαζε την παραγωγή κηπευτικών και φρούτων, με την καλλιέργεια της ελιάς, το μάζεμα διάφορων αρωματικών φυτών, όπως, φασκόμηλου, καθώς και την εύρεση χοχλιών.
Ενώ σε εμάς τα μικρά παιδιά, μας άρεσε εξαιρετικά το μέρος αυτό, καθ’ όσον η ”χάρη μας” έφθανε μέχρι το Κουτσουλίτη ποταμό και το παλιό φράγμα της Φανερωμένης.
Από την κεντρική πηγή, του ”χάρου της βρύσης”,αρδευόταν ως επί το πλείστον το σύνολο των ποτιστικών χωραφιών.
Ο κανόνας του ποτίσματος ήταν, όποιος πήγαινε πρώτος και έβρισκε το νερό ελεύθερο, πότιζε, ενώ ο δεύτερος έπαιρνε σειρά.
Εάν έφευγε έστω και λίγο ο δεύτερος και ωστόσο έφθανε κάποιος τρίτος, έπαιρνε τη σειρά του δεύτερου.
Από το καβούσι πότιζε μονάχα ο Παπάς του χωριού. Βλέπεις,”Κεφαλή” του χωριού στο χωριό, ”Κεφαλή” και στα περιβόλια, καθ’ όσον το πρώτο περιβόλι που συναντούσαμε ήταν του Παπά.
Το καβούσι είχε εξαιρετικής ποιότητας πόσιμο νερό.
Σαν να ήταν χθες και ενώ είμαστε δημοτικάκια ακόμα, οι γονείς μας μα ξύπναγαν, στις δύο και τρεις η ώρα τη νύχτα για να πάμε να ποτίσουμε τους κήπους και δένδρα που είχαμε, με μοναδικό εφόδιο ένα σκαπέτι το οποίο το χρησιμοποιούσαμε για να κόβουμε το νερό από αυλάκι σε αυλάκι.
Από φαγητό δεν νοιαζόταν ποτέ να μας δώσουν να κρατούμε, να φάμε, κατά τη διάρκεια της ημέρας και ενώ θα ποτίζαμε.
Τρώγαμε διάφορα φρούτα ήμερα και άγρια, ενώ πίναμε νερό από τ’ αυλάκι.
Πάντοτε πιστεύαμε ότι το νερό αν περάσει σαράντα πετραδάκια, είναι καθαρό!!
Βλέπεις, ήθελαν να μας σκληραγωγήσουν, να μας μάθουν να αυτοσυντηρούμαστε, οπουδήποτε και σε οποιανδήποτε συνθήκες, καθώς και να μας διώξουν από πάνω μας το αίσθημα του φόβου, εάν υπήρχε αυτό.
Εμείς βέβαια τα καταφέρναμε!!
Μα πως αλλιώς θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας πως ήταν απόγονοι γνήσιων Δωριέων;;
Αυτά όλα τα περιβόλια όμως, ”του χάρο της βρύσης”, έχουν περιέλθει τώρα στην εγκατάλειψη, ενώ η βλάστηση οργιάζει και το μέρος είναι απροσπέλαστο!!
” …..μονάχα εγώ επέρασα, πεζός κι’ αρματωμένος, με τετραπίθαμο σπαθί και εννιά οργές κοντάρι !!!!!!!!!!!!!!! ”.
Σύνταξη κειμένου, φωτογραφικό υλικό: ΦΑΝΟΥΡΙΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥΔΑΚΗΣ.