«Ένα λαγούτο εγίνηκε, πραγματική αιτία, να ξαναγράψω απ τη ν’ αρχή, καινούργια ιστορία»
Ψηλά στο τοίχο ήτονε, στη μ-πρόκα κρεμασμένο,
χρόνους πολλούς, αμίλητο και παραπονεμένο.
Εστόλιζε με τη θωργιά, το ν-τοίχο του σπιθιού ντου,
γιατί το πένθος βάραινε, τσι τόπους του μυαλού ντου.
Τα τέλια εσκουργιάσανε, σκευρώσανε οι ντόγιες,
κι ούτε μνιά νότα σο’ι’κιά, να βγάλει δε ν’ εμπόγιες.
Ο καβαλάρης κράθιενε, στσι τρύπες του δυό κόρδες,
και στσι μπερντέδες είχενε, χάλια που δε ντα θώργιες.
Εξάνοιγε ντο πού και πού, μα ίντα να σου κάμει,
που δε πομείνανε χαρές, απάνω ντου ένα δράμι.
Με τα πολλά εσυβάστηκε κι είπενε να το δώσει,
ενούς μαστόρου, μπιστικού, μπας και το συμμορφώσει.
Σα ντο κορμί απου πονεί, όπου και να τ’ αγγίξεις.
έτσά και το λαγούτο σου, άμα τ’ εγκαταλείψεις.
Σα ν’ ήρθε νε το ξεκρεμά, στα χέργια ντου το πχιάνει,
σα ντο κοπέλι τ’ άρρωστο, στη ν’ αγκαλιά το βάνει.
Μνιά ιστορία βρίχνεται, στα χέργια του τεχνίτη,
που γλέντανε μνιά ν’ εποχή, η μπένα ντου Κρήτη.
Κι ο μάστορας σα ντο γιατρό, που πχιάνει το νυστέρι,
έτσά λογιώς το πελεκά, στα ίσα να το φέρει.
Και ξανα δίδει του ζωή, με ντόγιες και μπερντέδες,
καινούργιες κόρδες να λαλεί, πάλι στσι καφενέδες.
Εμήνυσέ ντου έτοιμο, πως το χει, να το πάρει,
για να το δοκιμάσουνε, να φέρει το λυράρη.
Πώς να το κάμει σκέφτεται κι ίντα θα ξελαμίσει,
απου σα ν’ έρθει ο λυρατζής, πρέπει να τον τιμήσει.
Και βγάνει το μαυριδερό, ποκάμισο ν’ αλλάξει,
το πένθος από πάνω ντου, σήμερο να πετάξει.
Τη ν’ ώρα π’ ανταμώσανε, νιώθει τη μυρωδιά ντου,
σα ντη καλή τη κοπελιά, εγυάλιζε μπροστά ντου.
Στη ν’ αγκαλιά ντου βάνει το και σκέφτηκε τσι χρόνους,
απου μαυροφορέθηκε, τσ’ αραχνιασμένους πόνους.
Εις το λαγούτο αγγίξανε οι μπέτες του κορμιού ντου,
ώφου και ίντα θα γενώ, ήβανε με το νού ντου.
Σα ντό βαλε στα γόνατα, τη μπένα να χτυπήσει,
ετρέμα ντα δαχτύλια ντου, που θα πρωτοπατήσει.
Σέρνει δοξάρι ο λυρατζής, τη γλύκα να μονιάσει,
να γλυκοκελα’ι’δήσουνε, οι κάμποι και τα δάση.
Το δάκρυ δεν εστέρευγε, μα κι η χαρά μεγάλη,
που βάστα το λαγούτο ντου και ξαναπαίζει πάλι.
Τα κορνιασμένα δάχτυλα, πάλι ξαναθυμούνται,
κάθε σκοπό και δοξαργιά, τση λύρας που γρικούνται.
Εκειά να σ’ είχα να γροικάς, τη κοντυλιά που παίζει,
ποτές σου να μη σηκωθείς, από ετσά τραπέζι.
Έ τη μπαντέρμη όρεξη κι ιντά ναι αυτό απόψε,
ω Θέ μου και το μ-πόνο ντου, μαχαίρι το νε κόψε.
Εσήκωνε τα μάθια ντου, στο ν’ ουρανό ξανοίγει,
αποχαιρέτα τσι καημούς κι εκείνο απού χε φύγει.
Πολλά τα χρόνια απού λεγε, πως δε ντου ξαναγγίζει,
μά ‘χενε φίλους μπιστικούς, κι αυτό τ’ αναγνωρίζει.
Δεν έχεις το δικαίωμα, λέγανε μην το κάνεις,
στη μουσική κληρονομιά, εμπόδια να βάνεις.
Απου του δίδει χάρισμα, ο Θιός και τ’ απαρνέται,
δε ν’ εχει ανεμπαλωμό, το λάθος, δε ξεχνιέται.
Ένα λαγούτο εγίνηκε, πραγματική αιτία,
να ξαναγράψω απ τη ν’ αρχή, καινούργια ιστορία…κουκλινός
……………………………………………………………….
Υ.Γ ζήτησα απο τη Μαρία Βούρη μια χάρη….
Της είπα οτι θέλω να μου ζωγραφίσει ένα λαγούτο που το θέλω για να μπει η φωτογραφία του κάτω απο τους στίχους μου.
Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε να με εξηπηρετήσει και παρόλο που δούλευε σήμερα κάθισε όλο το απόγευμα να με εξυπηρετήσει…
Ένα μεγάλο ευχαριστώ για άλλη μιά φορά Μαργιώ ο Θεός να σου δίνει υγεία και δύναμη να προφέρεις χαρά με το ταλέντο σου.
Την αγάπη μου και την εκτίμησή μου έχεις…αντώνης κουκλινός
……………………….Σεπτέμβριος του 2018……………………….