Στα τέλη του προ περασμένου αιώνα, δηλαδή τέλη του 1800 ανθούσε ακόμα η λέπρα, και η Σπιναλόγκα λειτουργούσε σαν θεραπευτήριο
Μια ιστορία της μητέρας μου με προβλημάτισε αρκετά, και σκέφτηκα να τη μοιραστώ μαζί σας.
Ας αφήσουμε όμως τη μητέρα να τη διηγηθεί καλύτερα τη μαρτυρία της, με δικά της λόγια…
Ο παππούς σου ο Μιχάλης Λενιδάκης, από τη Φανερωμένη, ήταν το μικρότερο παιδί του Μανώλη Λενιδακη.
Τον Μανώλη Λενιδάκη τον είχαν ψυχοπαίδι οι Τούρκοι, τον πάντρεψαν κιόλας, και όταν έφυγαν από την Κρήτη, του είχαν κάνει πολλά δώρα, και κάποια χωράφια, και περιουσία είχε αρκετή.
Είχε δε δώδεκα παιδιά μεγάλα ο Μανώλης και το τελευταίο ήταν ο παππούς σου ο Μιχάλης Λενιδάκης, (Μακρομιχάλης)
Τον Μανώλη τον έλεγαν και ΄΄Μακρή” (ψηλός), γιατί ήταν τόσο ψηλός που δεν υπήρχε σε κανένα τσαγκάρη καλπόδι για να του φτιάξει στιβάνια!
‘Έτσι, του είχε φτιάξει ειδικά καλαπόδια για τα μέτρα του!
Κρίμα που η γιαγιά σου τα είχε βάλει μια μέρα στη φωτιά και τα έκαψε, για να δείς πόσο μεγάλα ήταν!
Μια μέρα ο Μανώλης, καθόταν στο καφενείο του Δημοστελαντώνη στα Αργιανα (συνοικία Φανερωμένης) και έπινε καφεδάκι.
Έρχεται εκείνη τη μέρα στο καφενείο και ένας παπάς, άγνωστος.
Αφού κέρασε ο Μανώλης τον πάπα, στη συνέχεια τον κάλεσε και στο σπίτι του να του κάνει τραπέζι, και να τον κονέψει το βράδυ.
Εκείνα τα χρόνια όλοι είχαν φιλότιμο, και παίρνανε τους ξένους και ξωμένανε το βράδυ στο σπίτι, ας ήτονε και διακονιάρηδες!
Όταν είδε ο πάπας και τα δώδεκα παιδιά μαζεμένα έδειξε ξαφνιασμένος…
-Εδικα σου είναι Μανώλη ούλα ετουτανέ τα κοπέλια?
-Εδικα μου είναι! Είπε ο Μανώλης.
Απο τα παιδιά τα δύο μονάχα ήταν κορίτσια, και όλα τα άλλα αγόρια.
Όλα καλά στην υγεία τους, μάλιστα η μεγάλη κόρη η Μελανθία ή τη λέγανε και Κορφία ήταν παντρεμένη απο του Κουσέ.
Τον άνδρα της τον έλεγαν Κανάκη και ήταν αγρονόμος στις Μοίρες.
Η Μελανθία είχε και μιά μικρή κόρη.
Αυτή η μικρή κόρη της Μελανθίας, είχε την ίδια ηλικία με το παππού σου.
Απο τη στιγμή που έφυγε ο παπάς απο το σπίτι, αρχίσανε όλα τα δεινά!
Πάει η Μελανθία να σπάσει ένα ξύλο στο γόνατο της, και μολύνθηκε και πέθανε.
Πήγε να πεταχτεί ο μεγάλος γιος μέχρι τους Βόρους να πάρει ένα μπουκάλι κρασί, και στο δρόμο τον δάγκωσε ένας σκύλος, έπαθε λύσσα και πέθανε κι αυτός.
Στα άλλα παιδιά άμα είχαν ένα εξάνθημα, η σπυράκι, λέγανε οι γιατροί πως ήταν λέπρα και τα πήγαιναν κατ’ ευθεία στη Σπιναλόγκα!
Εκεί προφανώς τους έκαναν μια ένεση, και κολάγανε στα αλήθεια, μένανε εκεί μέχρι να πεθάνουν!
Πολύ σύντομα πέθαναν όλα τα παιδιά, εκτός από τον παππού σου!
Καλά καλά ο παππούς σου ο Μακρομηχάλης, δεν θυμάται όλα τα ονόματα των αδερφακιών του, γιατί ήταν μικρός.
Και η Αθηνιά, η δεύτερη αδερφή της Μελανθίας, κατέληξε και αυτή στη Σπιναλόγκα.
Ο Μανώλης και όλοι, άρχισαν να προβληματίζονται τι να έγινε με τον παπα?
Τους μάτιασε απλά? η έκανε και κάτι άλλο στα κρυφά και κώλυσε κανένα παιδί?
Σιγά σιγά πέθανε και ο Μανώλης και η γυναίκα του, μη αντέχοντας έναν έναν τον άδικο χαμό των παιδιών τους…
Σκοπός των ανθρώπων που κόλλησαν την αρρώστια σε όλα αυτά τα υγιέστατα παιδιά, ήταν να ξεκληρίσουν όλη την οικογένεια, και αφού δεν θα υπήρχαν κληρονόμοι, θα υφάρπαζαν οι επιτήδειοι σαν κύριοι, όλη την περιουσία!
Μέσα στο παιγνίδι, ήταν γνωστό στους πάντες ότι είχαν εμπλακεί πολιτικοί, γιατροί, αλλά ως φαίνεται είχαν επιστρατευτεί μέχρι και…παπάδες!
‘Έλα όμως που ο παππούς ο Μακρομιχάλης, αν και μικρότερος κατάφερε και τους γλύτωσε, και έτσι αυτός, μαζί με το κοριτσάκι της Μελανθίας, μοιράστηκαν τελικά την περιουσία!
Ποιος ξέρει άραγε τη πραγματική αλήθεια?
Κείμενο Γεώργιος Χουστουλάκης