Ένα από τα ομορφότερα και αγαπημένα έθιμα των παιδιών της Πρωτοχρονιάς στην Κρήτη, ήταν εκείνο με την «Καλή χέρα» ή «Καλό χερικό»
Το πρωί του Αγίου Βασιλείου χτύπαγε η καμπάνα και όλοι μικροί μεγάλοι, πήγαιναν στην εκκλησία για να κοινωνήσουν, και να παρακαλέσουν τον Άγιο Βασίλειο να τους πάει καλά η χρονιά.
Μετά την εκκλησία έστελναν με το παιδί τους οι γονείς, το μπουναμά υποχρεωτικά στο νονό, και μετά στους παππούδες ή γιαγιάδες, στους κοντινούς συγγενείς και μπαρμπάδες. Tα παιδιά τα παλιά χρόνια δεν περιμένανε δώρα από κανένα, ούτε καν από τον Άη Βασίλη!
Δεν ήξεραν καν τον η Βασίλη με τη μορφή που τον ξέρουμε σήμερα! Τον Αη Βασίλη τον μάθανε τα παιδιά μετά τη κατοχή.
Οι γενιές του ’50 πλέον και μετά, άρχισαν να λένε στα παιδιά οι γονείς τους, πως ο Γέρο Άη Βασίλης ντυμένος σαν ζητιάνος με ράσο, μπαίνει από τις καμινάδες και αφήνει μικρά δώρα στα παιδιά, παπούτσια πουκάμισα κλπ. Είχε, λέγανε, ένα σακί στην πλάτη και γύριζε από χωριό σε χωριό και μοίραζε δώρα. Αποσκοπούσαν όμως τα παιδιά ίσως και σε κάποια λίγα χρήματα που θα τους έδιδαν, κυρίως ο νονός κατά το «Καλό Χερικό», γιατί και τότε όλα τα παιδιά ήθελαν περισσότερα πράγματα από αυτά που είχαν.
Δεν παραπονιόταν όμως που περνούσαν φτωχικά, γιατί έτσι φτωχά ήταν και τα παιδιά του γείτονα, του παραγείτονα, και όλου του χωριού, ακόμα και των πιο ευκατάστατων οικογενειών που δεν διέφεραν και πολύ, άρα γιατί να παραπονεθούν;
Τα δώρα που στέλνανε οι γονείς με τα παιδιά τους για να κάμουν την «Καλή Χέρα», πολλές φορές τα συνδυαζόταν και με το «ποδαρικό». Πήγαιναν δηλαδή τα δώρα πρωί – πρωί, και φρόντιζαν τα παιδιά να είναι και τα πρώτα που θα πατούσαν το κατώφλι του σπιτιού.
Όλα τα παιδιά κάποτε κάνανε αυτή τη «Καλή χέρα», μέσα δηλαδή σε ένα πιάτο, η μητέρα έβαζε γλυκά κουραμπιέδες μελομακάρονα, καρύδια κάστανα σταφίδες, ή ότι είχε από αυτά, τα σκέπαζε με ένα άσπρο καθαρό και σιδερωμένο πετσετάκι, έδενε κόμπο επάνω τις άκρες του να είναι σαν χερούλια.
Αν δεν υπήρχε πετσετάκι άσπρο δεν πείραζε, ας ήταν ριγέ ή μπλε, γενικά δεν υπήρχε πρόβλημα στο χρώμα.Τέλος το έδινε στο γιό της να το πάει στου νονού μαζί με ένα μπουκάλι ρακή ή κρασί κλπ. Όλα αυτά που περιείχε το πιάτο, τα λέγανε και «καλοχερίδια» ή «καλοπιχερίδια» ή «λειξολοίδια»και στα πιο μικρά παιδιά τα λέγανε και «μπράτη» (πράματα), «λιολιά», ή «μπεμπεμπλιά» (Τουρκ = στραγάλια). Εκεί το παιδί σαν έφθανε στου νονού του, θα άδειαζαν εκεί ένα μέρος από τα πράγματα του πιάτου, και θα συμπλήρωναν και εκείνοι από τα δικά τους. Πολύ παλιά πριν το ’40, θα έδινε ίσως ο νονός ένα πενηνταράκι στο φιλιοτσάκι (βαφτιστήρι) του. Εκείνο μετά θα αγόραζε το πολύ – πολύ μια σφυρίχτρα!
Έτσι με το ίδιο πιάτο το παιδί θα πάει να κάνει και την Καλή χέρα και στους παππούδες όπου θα άδειαζαν και εκείνοι ένα μέρος για να συμπληρώσουν με δικά τους! Το ίδιο στη συνέχεια και στους μπαρμπάδες του, και αυτό θα γινόταν σε πέντε έξη σπίτια, ώσπου να καταλήξει το παιδί ξανά στο σπίτι του, αλλά το πιάτο στο τέλος θα είχε διαφορετικά πράγματα από ότι αρχικά είχε!
Το γεγονός πάντως ήταν πως το μεσημέρι τα μισά παιδιά του χωριού θα κρατούσαν από μια σφυρίχτρα και σφύριζαν, και τα άλλα μισά θα έπαιζαν με τη φούσκα του χοίρου, που κάποιοι τις φύλαγαν από τα χοιροσφάγια να τους τη κάνουν δώρο! Για τους νεότερους λέμε πως η φούσκα του χοίρου, δεν ήταν άλλη από την ουροδόχο κύστη, που το μέγεθός της ήταν ανάλογο με το μέγεθος του χοίρου. Τη φούσκωναν με ένα καλάμι και την έκαναν μπαλόνι! Χάλαγε ο κόσμος το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς από τις σφυρίχτρες και από τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν τη φούσκα του χοίρου ή κάποια φούσκα εμπορίου (μπαλόνι) που είχαν αγοράσει!
Έσπαγε όμως το μπαλόνι κάποια στιγμή, και προσπαθούσαν να φουσκώσουν ακόμα και το λαιμό του μπαλονιού και να κάνουν τα λεγόμενα «κομπάκια», και να τα τρίβουν στη παλάμη τους να κάνουν το γνωστό συριστικό ήχο!
Πολύ παλιά, πριν τη κατοχή δεν κυκλοφορούσαν συνήθως λεφτά, ή ήταν σπάνια που ελάχιστοι έδιναν, κι αυτά πενταροδεκάρες!
Αντί λεφτά για την πληρωμή στα παιδιά, «κυκλοφορούσαν» κυρίως κουραμπιέδες, μελομακάρονα, καρύδια κάστανα, φουντούκια σταφίδες τσιγαρίδες, και από αυτά ήταν και η πληρωμή τους.
Όπως και να όμως, τα παιδιά και με τα λίγα αυτά ένοιωθαν ευτυχισμένα και ευχαριστημένα!
Για το ποδαρικό η κυρία Αμαλία από τη Γαλιά θυμάται:
«Εγώ θυμάμαι την μάνα μου, και μου έβαζε σε ένα πιάτο κουραμπιέδες κάστανα φιστίκια δύο ρακοπότυρα, ένα μπουκάλι ρακί, μου έδενε το πιάτο με μια πετσέτα, και πήγαινα το πρωί στον νονό μου να του κάνω το ποδαρικό.
Μόλις πήγα στο σπίτι, φιλούσα το χέρι του νονού και της νονάς, και τους έβαζα μια ρακή.
Εκείνοι έπειτα μου έκαναν την Καλή χέρα, δίνοντας μου κάποια δώρα τσουρέκια κουραμπιέδες ή λίγα χρήματα, και μου έλεγαν να καθίσω σε μια πέτρα για να κλωσήσουν η κότες τους!
Άδειαζαν το πιάτο, και μου το γέμιζαν με δικά τους καλούδια»
«Καλή χέρα» και στους φτωχούς
Ο κόσμος και τότε είχε ιδιαίτερες ευαισθησίες, και δεν ξεχνούσε ποτέ του και τον πολύ φτωχό πολύτεκνο γείτονα, την ανήμπορη γριούλα που δεν έπαιρνε καν σύνταξη και δεν είχε να ζήσει, τον άρρωστο γέρο, τη χήρα γυναίκα που πέθανε ο άνδρας της και δεν μπορούσε να αναθρέψει τα παιδιά της, κλπ.
Με το παιδί πάλι την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, έστελναν και ακόμα ένα πεσκέσι, με ένα γουλίδι κρέας του χοίρου, είτε ένα φρέσκο ψωμί, είτε διάφορα καλολοίδια (καλούδια), ή καμιά φορά και όλα αυτά!
Γιατί ο πολύς κόσμος τέτοιες μέρες, δεν κοίταζε μονάχα την πάρτη του, αλλά έκανε δικό του και τον ξένο πόνο.
Κείμενο Φωτοφραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης