Κάποτε στα χωριά της Κρήτης, οι άνθρωποι ήταν ιδιαίτερα φιλόμουσοι, άνδρες και γυναίκες, και τραγουδούσαν συχνά, ακόμα και οι γέροι με τα παιδιά!
Έστω και μέσα από τα καθημερινά προβλήματα τους, τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης πολλές φορές, πάντα θα είχαν και όμορφες στιγμές, που ήταν που ήταν ξέγνοιαστοι, με πολύ καλή διάθεση.
Στα χωριά οι άνθρωποι τραγουδούσαν πολύ
Τραγουδούσαν λοιπόν οι άνθρωποι σε διάφορες στιγμές της καθημερινότητας τους, όποτε δηλαδή, τους δινόταν η ευκαιρία.
Και δεν λέω πως τραγουδούσαν όλη μέρα, βρέξει λιάσει. Είχαν στιγμές που είχαν κι αυτοί τις μαύρες τους. Στιγμές που τραβούσαν κάποιο μεγάλο ζόρι, τόσο που μπορεί ίσως να έβριζαν θεούς και δαίμονες, ή να βλαστημούσαν τα ιερά και τα όσια!
Όμως την επόμενη κιόλας στιγμή που «ντρέτωνε» (έστρωνε) η δουλειά τους, το «έστρωναν» σιγά σιγά στο τραγούδι!
Κλασικό Γαλιανό παράδειγμα ο Μακαρίτης ο Καρακάντζολος.
Μια μέρα ο άνθρωπος αυτός, είχε φορτωμένο το γάιδαρο του κοπριά, και ανέβαινε από τα Καπελωνιανά προς την Κορφή, για να πάει να τη ρίξει τη στις ελιές του.
Μετά τα Καπελωνιανα όμως, ήταν πολύ στενός ο δρόμος, κακοπάντιδος και ανηφορικός.
Σε κάποια σημεία μάλιστα, με το ζόρι περνούσε ένα χτήμα (τετράποδο μεταφορικό) φορτωμένο, γιατί στο πλάι τριβόταν τα σακιά στα τοιχώματα του απάνω γκρεμού, και μπορεί να χυνόταν κάτω η μισή κοπριά!
Από κάτω πάλι ήτανε επικίνδυνος γκρεμός, και κινδύνευε ο γάιδαρος να πέσει μέσα στο ρυάκι και να σκοτωθεί!
Λόγω τώρα και της ανηφόρας, το χτήμα ήθελε ένα ατσέτο, ένα κουράγιο δηλαδή, αλλά και λίγο σπρώξιμο.
Έτσι πότε – πότε ανεβάστα κι ο ίδιος τα σακιά, πότε από δω, πότε από εκεί, και με το «εϊ οπ» έκανε κουράγιο του γαϊδάρου, να ανέβει τη δύσκολη ανηφόρα. Αν ήταν δε και χειμώνας και γλιστρούσε, τα πράγματα ήταν χειρότερα!
Καμιά φορά βλαστημούσε κιόλας αγανακτισμένος που δεν υπάκουε ο γάιδαρος, και έβριζε ώσπου να ανεβεί την ανηφόρα!
Ήταν με την ψυχή στο στόμα, ώσπου να σοπατήσουνε!
Όταν όμως έπιαναν πιο πάνω το σόπατο, και ντρέτωνε (ίσιωνε) ο δρόμος, τότε αναγάλλιαζε η καρδιά του Καρακάντζολου, οπότε δεν έχανε χρόνο, και άρχιζε:
«Αμάν αμαν…. Τα μαύρα τα ματάκια σου…!
Ωχ αμάν! Με γέλιο είν’ πλασμένα….!! Ωχ αμάν αμάν!
Μα τα δικά μου τρέχουνε…. Πάντοτε μαύρο αίμα»!
Στο χωριό μας τη Γαλιά, έβλεπες πολλούς Γαλιανούς να ανεβοκατεβαίνουν στους δρόμους του χωριού με το γάιδαρο ή με το μουλάρι, και να τραγουδούν, ή ακόμα να σφυρίζουν διάφορους σκοπούς.
Ένας από αυτούς που ανεβοκατέβαινε συχνά με το μουλάρι πάνω κάτω, ήτανε ο Χαραλάμπης, (Χαράλαμπος Σταυρουλάκης).
Πάντα ήταν σε καλή σωματική και ψυχική διάθεση, και όπως ανεβοκατέβαινε, συνήθως τραγουδούσε:
«Κυράδες! Ε κυράδες!
Κυράδες όσες έχετε, πουλιά ξεπετασάρια…
Καλά να τα … Καλά να τα κουρνιαζετε…
Καλά να τα κουρνιαζετε, να μη σας φαν τα στάρια…»!
Άλλος ένας πάλι που πήγαινε τα καλοκαιρινά απογεύματα, και έδενε το μουλάρι του λίγο πιο κάτω από του παπα Γιώργη το σπίτι, σε μια-ν ελιά έξω από το χωριό, ήταν ο Δημήτρης του Αντρουλή, αλλά κάπως έτσι ήταν βέβαια και ο αδερφός του ο Νικολής!
Ο Δημήτρης κατέβαινε με το μουλάρι, άδειαζε και μισό φάρδο (σακί) άχερα κάτω από την ελιά, και ξαναγιάγερνε σβέλτα οπίσω.
Πάντα συνήθως ήταν κεφάτος και χαρούμενος, καθώς περνούσε απόξω από το σπίτι του παπά Γιώργη.
Εκείνο το απόγευμα, η Μαρία η μεγάλη κόρη του παπά, ελεύθερη ακόμα, σκούπιζε την αυλή τους. Ο Δημήτρης όμως, κι ας έβλεπε ανθρώπους στο δρόμο, δεν σταματούσε εύκολα το τραγούδι του!
Έτσι περνώντας μπροστά από τη Μαρία τραγουδούσε ένα δημώδες της εποχής:
«Από ντα ψες τη ταχινή, πάει ο άντρας μου στο μύλο …
πάει ο άντρας μου στο μυλο … να παντρευτώ γειτόνισσα,
γ-ή χήρα να πομείνενω….».
Σαν σκιάχτηκε απ’ αλάργο τη Μαρία, έκανε ένα τίναγμα στο τσουβάλι, προς τα πέρα, σαν χαιρετισμό, φωνάζοντας δυνατά: «Γεια σου Μαργιώ»! Και προχώρησε το δρόμο του, συνεχίζοντας το τραγούδι του…
«….Παντρέψουν συ γειτόνισσα, κι άστον το κακομοίρη,
κι άστον το κακομοίρη, μα σα δεν ηύρε ξαλεσά,
γιάντα να μη γιαγύρει…»!
Στην ουσία δεν διέκοψε καθόλου το τραγούδι, αφού και το «γειάσου Μαρία», το είπε κι αυτό τραγουδιστά, και προχώρησε στο δρόμο του προς τα πάνω για το σπίτι του!
Οι άνθρωποι λοιπόν τραγουδούσαν πολύ, γιατί απλά το ένιωθαν μέσα τους, μάλιστα χωρίς ντροπή ή άλλες αναστολές.
Τραγουδούσαν όλοι μικροί μεγάλοι, γιατί αισθανόταν όμορφα οι ίδιοι, και δεν είχαν να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν!
Ήταν δηλαδή για αυτούς, σαν να μην υπήρχε κανείς γύρω τους, όσο εκείνοι τραγουδούσαν!
Και το μουσικό σφύριγμα ήταν τρόπος έκφρασης
Και το σφύριγμα επίσης με διάφορους σκοπούς, ήταν δημοφιλές εκείνα τα χρόνια, ήταν ένας σπουδαίος τρόπος έκφρασης και εκτόνωσης.
Ήταν δύσκολο να σφυρίζει κάποιος όμορφα, υπήρχαν πολλοί κάποτε, που εντυπωσίαζαν με το γλύκό τους σφύριγμα, που είχε εξελιχθεί σε τέχνη της εποχής!
Κλασικό παράδειγμα ο Δημήτριος Ξεκαρδάκης (Πατροδημήτρης).
Ο άνθρωπος αυτός, συνήθως δεν τραγουδούσε, γιατι δεν το είχε με το τραγούδι. Όμως είχε ένα πολύ καλοδουλεμένο σφύριγμα, αηδονιού, αφού ακόμα πολλοί Γαλιανοί το θυμούνται, μέχρι και σήμερα, να ηχεί στα αυτιά τους!
Το σφύριγμα λοιπόν σε σκοπούς, όπως εξάλλου και η μπουκόλυρα, (μίμηση του ήχου της λύρας με το στόμα) ήταν εντελώς φυσιολογικά στην Κρήτη, σε αντίθεση φυσικά με άλλα μέρη της χώρας, που αν τα έκανε αυτά κάποιος εκεί, θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί τρελός, κι αν μη τι αλλο αγενής!
Προσωπικά είχα μια τέτοια εμπειρία.
Είχα βρεθεί ένα διάστημα στην Κάρυστο Ευβοίας, που έχοντας και εγώ το κρητικό συνήθειο να τραγουδώ και να σφυρίζω σκοπούς, σφύραγα λοιπόν και εγώ έναν σκοπό εκείνη την ημέρα.
Τότε ένας ντόπιος από εκεί, Καρυστινός, μου λέει:
«Που νομίζεις ότι βρίσκεσαι και σφυράς; Σε στάνη με πρόβατα»;
Έτσι με αποθάρρυνε, και σταμάτησα αμέσως, γιατί κατάλαβα, ότι ήταν για αυτούς, σαν να τους προσβάλλω, σαν να θεωρούσα δηλαδή όλους τους παρευρισκόμενους, πρόβατα! Αυτό σήμαινε, πως στα μέρη τους, το σφύριγμα, όπως ίσως και το τραγούδι, δεν ήταν διόλου τρόπος έκφρασης των κατοίκων.
Στην Κρήτη όμως, τον περισσότερο χρόνο που ήταν χαρούμενοι οι άνθρωποι, και όταν είχαν την λεγόμενη «ζαχαρένια» τους, ήθελαν να εκφραστούν ανάλογα.
Θεωρούσαν τον εσωτερικό τους κόσμο, δηλαδή τη «ζαχαρένια» τους προσωπική υπόθεση, που κανείς δεν θα έπρεπε να τους τη χαλάσει!
Ήθελαν οι άνθρωποι να είναι πάντα με χαρούμενη διάθεση, γλυκεία, όπως τη ζάχαρη!
Καμιά φορά το τραγούδι συνοδευόταν με ένα πρόχειρο αυτοσχέδιο όργανο
Αν δεν συνέβαινε λοιπόν τίποτα δυσάρεστο στο σπίτι, οι άνθρωποι θα ήταν ευδιάθετοι, και όποτε βρισκόταν μόνοι στο δρόμο ή στο χωράφι, το σίγουρο ήταν πως θα το έριχναν στο τραγούδι, κυρίως οι άνδρες μικροί μεγάλοι!
Πολλοί τραγουδούσαν στην εξοχή για να περάσει η ώρα, όταν βοσκούσαν τα πρόβατα.
Μπορούσε να τραγουδεί κάποιος καθισμένος επάνω σε ένα βράχο, και μπορεί να συνόδευε ο ίδιος το τραγούδι του, με τον ρυθμό ενός ξύλου, που χτυπούσε επάνω σε μια μεταλλική κανίστρα, σε ένα κουρούπι, παγούρι κλπ.
Ενίοτε πάλι, μπορεί να έφτιαχνε κάποιος ένα αυτοσχέδιο όργαναο, και με αυτό να παίζει διάφορους σκοπούς, όπως ήταν το χαμπιόλι με ε΄να λεπτό καλάμι.
Πολλοί έφτιαχναν επίσης, το λεγόμενο «χοχλιδομάντουρο».
Έβρισκαν δηλαδή έναν άδειο χοχλιό, μικρό η μεγάλο, τον τρυπούσαν από πίσω, και μετά κολλούσαν με σάλιο επάνω στην τρύπα, και τεντωμένο, ένα κομμάτι συμπαγή ιστό αράχνης, συνήθως της ταραντούλας, που ζει σε τρύπες στο έδαφος.
Μπορεί αυτό να ήταν ένα πολύ μικρό και απλό οργανάκι, ωστόσο όμως, με τα ανοιγοκλεισίματα της παλάμης και με τον ανάλογο ρυθμό, μπορούσαν να παίζουν άνετα, οποιονδήποτε σκοπό!
Έτσι μπορούσες να βλέπεις κάποιον καθισμένο πάνω σε ένα βράχο σε ύψωμα με θέα, και να αυτοσχεδιάζει δικούς του στίχους που τους τραγουδά, ή να παίζει με το χοχλιδομάντουρο, το: «Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ».
Επίσης μπορούσε να είναι ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης χαρουπιάς, και να παίζει το «Λεμανάκι μυρωδάτο» ή την «Νεραντζούλα φουντωτή», «Κατω στο γιαλό» κλπ.
Τραγούδια εφήβων από το σπίτι!
Ακόμα και πριν εμφανιστεί το ραδιόφωνο, οι νέες κοπέλες τραγουδούσαν όλη μέρα στο σπίτι κάνοντας διάφορες δουλειές, και κυρίως στον αργαλειό.
Τραγουδούσαν στίχους από τον Ερωτόκριτο, διαφορά δημοτικά τραγούδια της εποχής τους, και καμιά φορά τραγουδούσαν και δικές τους αυτοσχέδιες μαντινάδες, που έβγαζαν οι ίδιες, μάλιστα κατά το δοκούν!
«Η μάνα μου με δέρνει, με δέρνει και πονώ!
Μα ‘γω θα τονε πάρω του Κωσταντη το γιό»!
Το τραγουδούσε αυτό κάποτε μια Γαλιανή κοπελιά καθισμένη στον αργαλειό και να υφαίνει τη προίκα τη, που τελικά όμως, κατάφερε κιόλας, και τον επήρε στ΄αληθεια «του Κωσταντη το γιό»!
Πολλοί νέοι επίσης κάποτε, και κυρίως έφηβοι, συνήθιζαν, να τραγουδάνε από το σπίτι τους.
Στο χωριό μας για παράδειγμα τη Γαλιά, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, που εμφανίστηκε πια το ραδιόφωνο, πολλοί νέοι τραγουδούσαν τότε, μαζί με το ραδιόφωνο, κι όταν μάθαιναν το τραγούδι, το τραγουδούσαν μόνοι τους.
Μετά βγήκαν τα πρώτα κασετόφωνα τη δεκαετία του ’70, και πλέον οι νέοι, μάθαιναν πιο εύκολα τα λόγια των τραγουδιών από τις κασέτες.
Ήταν γειτονιές, που είχαν διό τρία ή και τέσσερα τέτοια «αηδόνια», που τραγουδούσαν αρκετά καλά, τα τραγούδια του ραδιοφώνου, τις απογευματινές κυρίως ώρες.
Ένα τέτοιο «αηδόνι», ήταν και ο Βαγγέλης Χουστουλάκης, γνώστός και σαν ο «Βαγγέλης του παπά»!
Ο Βαγγέλης λοιπόν τέλη του ’60, αλλά και την επόμενη δεκαετία, μας τραγουδούσε τα βράδια από την ταράτσα τους, και ακουγόταν η κρυστάλινη φωνή του ακόμα και από την πέρα γειτονιά!
Από εκεί τον άκουγε και ένας μπάρμπας του, ο Ρετζεπογιώργης (Γεώργιος Χουστουλάκης), και μια μέρα που περνούσε έξω από το σπίτι τους, είπε του παπά.
«Μα ήντα αηδόνι είναι αυτό παπά μου, απού έχεις στο σπίτι σου»!
Και εννοούσε φυσικά τον Βαγγέλη!
Ο Βαγγέλης τραγουδούσε άριστα, από τότε που θυμάται τον
εαυτό του, με μια ιδιαίτερα καθαρή φωνή.
Ο ίδιος έψαλε κιόλας ταχτικά στην εκκλησία, διάφορα μελωδικά τροπάρια, ή τα απήγγειλε και στην μαθητική αίθουσα του σχολείου. Ήταν κυρίως στίχους από το «εωθινόν».
Όμως τραγούδαγε και διάφορα ριζίτικα τραγούδια, όπως το «Αγρίμια κι αγριμάκια μου», την «Μυρτιά» του Μίκη Θεοδωράκη, κ.α.
Έλεγε επίσης τραγούδια του Μουντάκη. «Ξανοίγω τ’ άστρα τ’ ουρανού», «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», «Ο πραματευτης», «Σε ψηλό βουνο», ακόμα και ξενόφερτα τραγούδια, όπως το «Ντιλάιλα» του Τομ Τζόουνς, και πολλά άλλα.
Μέχρι που σαν μαθητής γυμνασίου, τραγούδισε δύο φορές σε ένα θεατρικό έργο του γυμνασίου, που παίχτηκε στην αίθουσα του σινεμά στις Μοίρες. Εκεί τώρα ήταν που αποθεώθηκε από το πλήθος, και του είπε η γυμνασιάρχης:
«Εσύ μια μέρα Βαγγάλη, θα δοξάσεις τη Μεσαρά»!
Δεν έγινε όμως ποτέ αυτό, γιαί από δική του επιλογή, ο Βαγγέλης, δεν ακολούθησε δυστυχώς στη συνέχεια το ταλέντο του.
Στη γειτονιά μας επίσης τραγουδούσε θυμάμαι πολύ και ο αδερφός του Βαγγέλη, ο Γιάννης Χουστουλάκης, γνωστός κι αυτός σαν ο «Γιαννης του παπά». Τραγουδούσε κυρίως τραγούδια του Πουλόπουλου «Όλα δικά σου μάτια μου» «Ήρθες εψές στον ύπνο μου».
Επίσης έλεγε τραγούδια του Ξανθόπουλου, «Πετραδάκι πετραδάκι», «Χίλιες ξενητιές», «Αχ καραβάκι μου», κλπ, με επίσης πολύ καλή φωνή χωρίς φάλτσα.
Φυσικά και ο πατέρας τους, ο ίδιος ο παπα Γιώργης, τραγουδούσε κι αυτός στη καθημερινότητα του, έπαιζε και
βιολί.
Στο δρόμο που πήγαινε, ας πούμε, με τον γάιδαρο σε κάποιο χωράφι του, και είχε στη καπούλα του και ένα παιδί του.
Του άρεσαν πολύ τα μικρασιατικά, αλλά και τα Κρητικά, κυρίως τραγούδια του Λευτέρη του Γαλιανού.
Του άρεσε πάρα πολύ να τραγουδά τα βράδυα στη σιγαλιά, το μικρασιάτικο τραγούδι «Στο ‘πα και στο ξαναλεω» που εμείς το μάθαμε αργότερα, από την Μαρίζα Κωχ.
Ο ίδιος πρίν γίνει παπάς, ήταν κουρέας και είχε καφενείο, με δικό του γραμμόφωνο και δίσκους. Από εκεί μάθαινε προφανώς τα περισσότερα τραγούδια, όπως «θαλασσα του θαλασσινου», «Μες του Αιγαίου τα νερά» και άλλα τέτοια..
Όμως και ο δικός μου πατέρας ο Μιχάλης Χουστουλάκης (Ρετζεπομιχάλης), τον θυμάμαι να κάνει χωράφι, και να τραγουδάει σκοπούς του Λευτέρη του Γαλιανού.
Επίσης τραγουδούσε πολύ σαν έπινε διό τρία ποτηράκια κρασί και μεράκλωνε!
Θυμάμαι τότε να τραγουδά το «γελεκακι που φορείς» το «Στέλα μωρ Στέλα κακιά κοπέλα», το γνωστό «Δύο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες», και πολλά άλλα της εποχής του.
Τραγουδούσα όμως και εγώ μνιαν εποχή, μάλιστα πολύ περισσότερο από τον πατέρα μου!
Κάθε μέρα κάθε βράδυ στο σπίτι μας, ή στα χωράφια, ή καβάλα στο γάιδαρο, έβγαζα το άχτι μου, με το τραγούδι!
Τραγουδούσα επίσης σε σχολικές εκδρομές, τα διαφορα ελαφρολαϊκά της εποχής
Πολλές φορές στην εξοχή, αντιλαλούσαν τα βουνά από το τραγούδι μου και όχι μόνο από εμένα, γενικά, από κάθε ερωτευμένο νέο, που είχε οίστρο, και τον ενέπνεε το γύρω τοπίο!
Και στα γλέντια τους οι άνθρωποι, αν δεν τραγουδούσαν και οι ίδιοι, δεν το μπατέρνανε!
Μπορεί να είχαν οργανοπαίχτες σε γάμους ή βαφτίσεις, όμως όταν έφευγε ο πολύς κόσμος, έφευγαν και οι οργανοπαίχτες, έμεναν οι πιο γλεντζέδες, όπου το έριχναν στο τραγούδι! Τραγουδούσαν τα γνωστά τραγούδια της τάβλας, που συνήθως ήταν ριζίτικα. Αν δεν τραγουδούσαν οι ίδιοι, δεν ευχαριστιόταν το γλέντι!
Πολλοί νέοι επίσης πήγαιναν στο καφενείο, και μόλις έπιναν μερικά ποτά, το έριχναν αμέσως κιόλας στο τραγούδι!
Ένας από αυτούς ήταν και ο Μιχάλης Σταυρουλάκης (Ζουριδομιχάλης).
Έπαιρνε τους φίλους του, τον Μανώλη και τον Γιαννη του Κακαριά, τον Βαγγέλη του Πετρονικολή με το ακορντεόν, και όπου βρίσκανε καλή παρέα στο καφενείο καθότανε!
Εκεί σαν έπιναν μερικά ποτηράκια, έπρεπε να βγει η παρέα όξω να «πάρει αέρα»!
Λίγο πριν ή λίγο μετά τα μεσάνυχτα λοιπόν, έβγαιναν έξω αγκαλιασμένοι και έκαναν καντάδα παίζοντας ο Βαγγέλης το ακορντεόν, εκεί που αγαπούσε ο κάθε ένας τους!
Μεγάλη υπόθεση το άκουσμα τη νύχτα μιας καλίφωνης χοροδίας νέων, που να την συνοδεύει ένα ακορντεόν μέσα στη σιγαλιά.
Μάλιστα ένας απ’ αυτούς που του άρεσε η Μαρία του παπά, έκανε μια περαντζάδα με την παρέα του αποξω, για να τραγουδήσουν το «παπαδοπούλα του παπά»!
Όλοι οι νέοι τότε έκαναν το ίδιο. τραγοουδούσαν και έκαναν καντάδες μέχρι και τη δική μου γενιά. Μετά που βγήκε η τηλεόραση, αυτά σταμάτησαν πλέον οριστικά, στα τέλη του ’70.
Δεν ήταν όμως μονάχα αυτοί που ανέφερα παραπάνω που τραγουδούσαν κάποτε στη Γαλιά, ήταν σχεδόν όλοι, και μόνο καποιια τυχαία περιστατικά αναφέραμε.
Αντίθετα όμως με το σήμερα, που σιγά σιγά μπήκε το άγχος στη ζωή των ανθρώπων, η καθημερινότητα έκανε τη ζωή τους εντελώς πεζή.
Επικράτησε ο ατομικισμός, ο οποίος έχει απομονώσει τους ανθρώπους στο καβούκι τους τόσο, που ξέχασαν πως είναι να τραγουδούν οι ίδιοι!
Το σίγουρο είναι πάντως, πως και να θέλει σήμερα να τραγουδήσει κάποιος από το σπίτι του, αυτό δεν θα αρέσει σε κάποιο γείτονα, και όχι μόνο δεν θα του κάνει καλή εντύπωση, αλλά θα τον εκνευρίσει ίσως, που με κάποιο τρόπο ίσως θα του το δείξει.
Κείμενο – Φωτογραφίες: : Γεωργιος Χουστουλακης