Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Οι παλιοί ζευγάδες στην Κρήτη Γ’

Οι παλιοί ζευγάδες, γεωργοί, αγρότες ή “ρεσπέρηδες” όπως τους λέγανε στη Μεσαρά, έκαναν ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα, γιατί το όργωμα ήταν αρκετά κουραστικό


Η συνέχεια από το “Οι παλιοί ζευγάδες στην Κρήτη Β’”

Η ώρα του κολατσιού και το μεσημεριανό φαγητό στο χωράφι

Ο ζευγάς πάντα κάθιζε να πάρει μια ανάσα αυτός και τα ζώα του, και «να χαφτεί μια μπουκιά». Έκανε κολατσιό κατά τις 9 ή 10, και κανονικό μεσημεριανό κατά τις δύο! Μαζί του είχε πολλές φορές και τη γυναίκα του, η οποία τον βοήθαγε είτε “να του σέρνει τα ζώα”, είτε να του ρίχνει το σπόρο αν πρόκειται για κουκιά ή πατάτες. Μπορούσε όμως και να ξεκουράσει επίσης το σύζυγό της με το να σβαρνίσει η ίδια το οργωμένο χωράφι, γυρνώντας με τα ζώα να τραβάνε το βολόσυρο ώστε να σπάει τους βόλους. Η βούργια με το φαγητό ήταν πάντα κρεμασμένη σε ένα κλαδί δένδρου, και αυτό γιατί πολλές φορές πήγαιναν σκυλιά ξένα ή και γάτες και “ξεβουργιδιάζανε”, δηλαδή άνοιγαν και έτρωγαν ότι έβρισκαν μέσα! Ψηλά όμως κρεμασμένη η βούρια ήταν ασφαλής. Η γυναίκα από το πρωί στο σπιτι την θα έχει ετοιμάσει ήδη τη βούργια με ψωμοτύρι, ελιές , παπούλες, για κολατσιό, ή δυό τρία ραπάνια καμιά φρίσσα (παστή ρέγκα) ή τσιγαρίδες αν ήταν μετά τα Χριστούγεννα. Επίσης συχνά ήταν και τα βραστά αυγά με πατάτες βαστές και κρεμμύδι σαλάτα. Επίσης θα έβαζε στο κουρούπι κανένα σφουγγάτο (ομελέτα) με λουρίδες ή σίγλυνα με τα βραστά χόρτα που είχαν μείνει από εχθές. Φυσικά δεν ξεχνούσε ποτέ το κρασάκι στο φλασκάκι! Την ώρα όμως του κολατσιού η γυναίκα στη πετσέτα έβαζε ένα ντάγκο ψωμί που τον έβρεχε, λίγες ελιές, και ένα δυο κομμάτια τυρί.
Η νοικοκυρά το μεσημέρι κατά τις δύο άπλωνε πετσέτα και σέρβιρε το μεσημεριανό φαγητό, και φώναζε όλους “να σιμώσουνε” (πλησιάσουνε). Το μεσημεριανό ήταν κι αυτό κυρίως στεγνή τροφή, γεμιστά, σφουγγάτο, ρύζι με χοχλιούς, αλλά όχι λαδερά. όσπρια ή σούπες. Απέφευγαν τα λαδερά με σάλτσες στο χωράφι, επειδή αυτά θέλανε πιάτα. Άπλωνε στη πετσέτα η νοικοκυρά τα μαχαιροπίρουνα, το ψωμί κλπ. Πιάτα φυσικά δεν έφερνε στο χωράφι, και όλοι έτρωγαν απευθείας από το σιγλέτο ή κουρούπι! Πιάτα έφερνε η νοικοκυρά μονάχα στο θέρος. Τότε σέρβιρε σε πρόχειρα πιατάκια, όταν ήταν μεγάλη η ομάδα θεριστών, και δεν βόλευε από το σιγλέτο (κουρούπι). Το μόνο που θα μπορούσε να παίξει ρόλο «πιάτου», ήταν το καπάκι του σιγλέτου για πάσα χρήση! Καμιά φορά τύχαινε και έφευγε βιαστικά ο ζευγάς για το χωράφι, και η γυναίκα του πήγαινε με τα πόδια το μεσημέρι ζεστό το φαΐ στο σιγλέτο, και το κρασί στο φλασκάκι. Το σιγλέτο ή κουρούπι, το είχε δέσει σε μια πετσέτα να το πάει ζεστό. Μπορούσε επίσης η γυναίκα αν είχε δουλειές, “να πέψει το φαΐ και με κανένα κοπέλι”. Παλιά στο χωράφι, έπρεπε να υπάρχει οπωσδήποτε στη βούργια, εκτός των άλλων, και κρεμμύδι ή σκόρδο, και ραπάνι αν υπήρχε. Αυτή η διατροφή του παλιού Κρητικού ζευγά δεν ήταν τυχαία! Το σκόρδο και το κρεμμύδι που είχε καθιερώσει στην καθημερινή του διατροφή, έπαιζαν σπουδαίο ρόλο! Είχε σαν αποτέλεσμα να μην έχουν όλοι τους θρομβώσεις, και φυσικά καρδιακά προβλήματα! Τύχαινε πολλές φορές σε μέρος που έκανε χωράφι ένας ζευγάς, την ίδια μέρα να κάνει χωράφι και ο γείτονά του επίσης στο διπλανό χωράφι, ή κάπου κοντά στο δικό του. Αυτό μπορούσε να γίνεται και πολλές συνεχόμενες χρονιές! Τότε ο ζευγάς φώναζε στο γείτονά του με τη παρέα του αν είχε: «Έλάστε να φάμε!», και οι άλλοι απαντούσαν «καλή σας όρεξη»! Αν ήταν ή μόνος ή με την γυναίκα του ή με τα παιδιά του ο γείτονας ζευγάς, ερχόταν και αυτός στη παρέα, και κάνανε έτσι κοινό φαγοπότι! Άπλωναν κι αυτοί γελαστοί το φαγητό τους στην ίδια πετσέτα ή σε άλλη παραδίπλα, και όλοι έτρωγαν από κοινού και από τα δύο φαγητά! Έπιναν και από τα δύο κρασιά, στα ίδια τενεκάκια (μεταλλικά τενεκεδάκια με χερούλι), και έκαναν ευχή «καλά διάφορα», ή «καλές διαφορές στσοι κόπους σας». Ήταν ευκαιρία αφού πιουν «δυό κράσους», να «ανταλλάξουν και δυό κουβέντες», να πάρουν την γνώμη του αλλουνού! Όπως και να ‘χει όμως, το φιλότιμο η φιλαλληλία η κοινονικότητα, ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης.
Για τον Κρητικό πάντως το «να τρώει εξοχικά», ήταν ιδιαίτερα επιθυμητό, γιατί εκτός της απόλαυσης του φαγητού, απολάμβανε συγχρόνως και την ομορφιά της φύσης!

Τι ήταν το δισκάφισμα ή τρισκάφισμα

Οι παλιοί ζευγάδες έσπερναν από όλα. Έσπερναν σιτάρι κριθάρι ταγή αλλά και μιγάδι, ανάμεικτο δηλαδή αν επρόκειτο να προορίζεται για τροφή ζώων. Έσπερναν φυσικά και όσπρια, πατάτες κλπ. Είχαν όμως ανακαλύψει, πως αν οργώσουν πρωτύτερα τουλάχιστον τρεις φορές ένα χωράφι, έχουν περισσότερη παραγωγή! Στα φτενά χωράφια έσπερναν συνήθως φαβόροβα, δηλαδή αρακάδες ρεβίθια ρόβι κλπ. Κριθάρι ή ταγή μπορούσαν να σπείρουν σε χωράφι που είχαν οργώσει μόνο μία φορά. Σιτάρι όμως όπως τον μαυρογεννη, δεν μπορούσαν να έχουν απόδοση με ένα όργωμα. γιατί αναγκαστικά ήθελε τρεις φορές όργωμα πριν, για να αποδώσει πολλαπλάσια! Έτσι η πρώτη άροση γινόταν τον Μάρτη με το μονόφτερο ή δίφτερο, το δεύτερο αλέτρι τον Μάιο, και τελευταίο τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, όπου θα γινόταν και η σπορά. Είχαν ανακαλύψει πως όσο περισσότερα οργώματα, τόσο είχαν περισσότερη παραγωγή, κυρίως στα σιτηρά αλλά και στα άνυδρα μποστανικά! Στο πρώτο όργωμα του Μάρτη, μπορούσαν να το εκμεταλλευτούν, και να σπείρουν και σουσάμι. Το σουσάμι απλά το πέταγαν πάνω από το οργωμένο χωράφι, και στη συνέχεια έβαζαν τη σβάρνα να το σβαρνίσει, ώστε να πετρωθεί στο χώμα. Αυτό το έκαναν για να μην χάνεται νη ανάδοση και στεγνώνει το έδαφος. Όταν ωρίμαζε το σουσάμι, το ξεπάτωναν, το στήνανε ανάποδα σε σεντόνια και το πήγαιναν στο σπίτι όπου ξεραινόταν και έπειτα το τίναζαν να πέσει ο σπόρος του σουσαμιού. Αφού τελείωνε η διαδικασία με το σουσάμι, οργώνανε και πάλι το χωράφι με το δίφτερο αλέτρι, έτσι λιαζότανε το χώμα, και ψοφούσαν τα τυχόν σκουλήκια, οπότε έτσι ήταν πιο υγιές. Μπορούσαν στα οργώματα αυτά για σιτάρι, να βάζουν και μποστανικά διάφορα. Τον Σεπτέμβριο που θα έσπερναν το σιτάρι θα ήταν πολύ αφράτο το χώμα, οπότε θα είχε μεγάλη παραγωγή. Το ίδιο έκαναν και όταν θέλανε να βάλουν μονάχα μποστανικά άνυδρα. Φύτευαν σπόρους τον Μάρτιο, ντομάτες καρπούζια κολοκύθια πεπόνια ξυλάγγουρα μπάμιες, αμπελοφάσουλα, λινάρι κλπ. Δεν τα ποτίζανε καθόλου το Καλοκαίρι, όμως ευδοκιμούσαν, μάλιστα ήταν πολύ πιο νόστιμα και αρωματικά από τα ποτιστικά! Κατάλληλα χώματα για τα άνυδρα ήταν τα αμμουδερά. Τα αργιλώδη λάσπωναν το Χειμώνα, και το Καλοκαίρι γινόταν σφιχτά και δεν ξεπατώνονταν τα φυτά, αν επρόκειτο για σουσάμι ή λινάρι.
Στα οργώματα συνήθιζαν μετά να βάζουν τη “ξυλόπορτα” όπου σύρουν τα ζώα, για να σπάει τους βόλους, όπως λέγανε τα “διβολίζανε” και έτσι δεν είχε βόλους το χωράφι.

Τι ήταν τα χασίλια

Με τον ίδιο τρόπο που έσπερνε ο ζευγάς τα “σπαρμένα” για παραγωγή καρπού, έτσι έσπερνε και κριθάρι ή ταγή, για να ταΐσει με τα φυτά σαν μεγαλώσουν τα ζώα του. Συνήθως για το σπαρτό που προοριζόταν για τροφή ζώων, μπορούσαν να σπείρουν και μιγάδι, δηλαδή ανάκατους σπόρους σιταριού κριθαριού και βρώμης. Έτσι σα φύτρωνε και μεγάλωνε το χασίλι, θα το έκοβε λίγο- λίγο και θα το έφερνε σε δεμάτια στο σπίτι για να τα δώσει στα ζώα ή θα το έκοβε όλο θα το άπλωνε επιτόπου στο χωράφι να ξεραθεί στον ήλιο ώστε να γίνει σανός, και μετά να τον μεταφέρει στις αποθήκες του. Μπορούσε όμως και να έβαζε τα ίδια τα ζώα μέσα στο χασίλι “να το ταίσει” αν ήταν πρόβατα, ή αρχίζοντας από μια άκρη θα το έτρωγε το ζώο λίγο –λίγο, και μετά θα το μετάδενε (έδενε πιο πέρα), φυσικά δεμένο με σχοινί από το πόδι αν είναι γαϊδούρι ή μουλάρι, και από τη μουράγια αν ήταν κατσικοπρόβατο. Από την άλλη μεριά το σχοινί δενόταν στο τζένιο (παλούκι) με ειδικό δέσιμο αλετρόδεμα, ξύλινο ή μεταλλικό το οποίο καρφώνεται στο χώμα χτυπώντας το με πέτρα.

Eίδη σιταριού και κριθαριού

Σιτάρι και κριθάρι είχαν συγκεκριμένες ονομασίες που χρησιμοποιούσαν στη Μεσαρά, και δεν ήταν πολλές. Για το κριθάρι είχαμε το “ξετροχάρι”, πιθανόν να λεγόταν αρχικά “εξατροχάρι”, γιατί είχε έξη σειρές καρπών με άγανα. Για σιτάρι υπήρχε εκείνο που δεν είχε άγανα, υπήρχε το “ασπράγανο”, είχαμε εκείνο που είχε μαύρο άγανο ή “μαυράγανο”, είχαμε τον “ψαθά”, την ποικιλία “ερέτρια”,και την “αθηναίδα”. Το κεφάλι της ποικηλίας “ερέτριας” ήταν πολύ μακρύ, και έκανε καλό ψωμί. Υπήρχε και το σιτάρι “της βραίλας” ή “της μπραίλας”, το οποίο ήταν κοκκινωπό και το αλεύρι επίσης, αλλά εισαγόμενο. Υπήρχε επίσης το χάσικο αλεύρι το οποίο έβγαινε από την άλεση του ψαθά και ήταν πολύ λευκό, εισαγόμενο και αυτό. Το κάθε είδος σιταριού έβγαζε και άλλη ποικιλία αλευριού άρα και ψωμιού. Αλεύρια όπως το χάσικο του ψαθά, ή της μπραίλας, συνήθως ερχόταν σε σακιά αλεύρι από άλλα μέρη.
Η Μεσαρά έβγαζε συγκεκριμένες ποικιλίες όπως την “ερέτρια” την “αθηναίδα” τον “ξετροχάρη”. το “μαυράγανο”, και εκείνο χωρίς άγανα. Υπήρχε και η ποικιλία “το μαρτάκι”, το οποίο το σπέρνανε τον μήνα Μάρτιο, σε περιοχές όπου είχαν χιόνια, και έπρεπε να περιμένουν να λιώσουν τα χιόνια για να το σπείρουν. Είχε ταχεία ανάπτυξη, και μεχρι τον Ιούνιο είχε προλάβει να αναπτυχθεί.Στη Μεσαρά δεν έσπερναν ποτέ τέτοιο στάρι, γιατί δεν είχε χιόνια σε βαθμό να μην μπορούν να σπείρουν.

Το σιτάρι σαν τροφή των πεινασμένων παιδιών

Τα παιδιά στην εξοχή, λάτρευαν να τρώνε σιτάρι στην εξοχή. σαν είχε αρχίσει να μεστώνει!
Έτσι σαν έμπαιναν την Άνοιξη σε κανένα σιτοβολόνα, έκοβαν μια αγκαλιά κεφαλές σιτάρι και τα έψηναν στα κάρβουνα στην εξοχή ή τα πήγαιναν στο σπίτι και τα έψηναν στη παρασθιά. Επειδή δεν υπήρχαν αναπτήρες, φρόντιζαν να έχουν στη τσέπη τους το γυαλί από φακό πλακέ που ήταν σαν μισοφέγγαρο, και με αυτό άναβαν φωτιά εστιάζοντας τον ήλιο σε κάποια ξερή ίσκα ή καβαλίνα. Στη συνέχεια έκαναν κάρβουνα, και πάνω ακουμπούσαν τις κεφαλές. Σαν ψηνόταν έβγαζαν το πουκάμισο και επάνω εκεί τις μαδούσαν με τα χέρια, φύσαγαν μετά με τη φούχτα να φύγουν τα άγανα και τα ψιλά άχυρα, και σαν έμενε το ψημένο σιτάρι καθαρό, το έτρωγαν! Άρεσε ιδιαίτερα αυτό στα παιδιά. και για αυτό φρόντιζαν να έχουν στη τσέπη τους ένα γυαλί από φακό, κι αν δεν είχαν φρόντιζαν να βρουν τον γυάλινο πάτο μπουκαλιού, γκαζόζας ή άλλου μισοκαδιάρικου μπουκαλιού, όπου και αυτό άναβε φωτιά με τον ήλιο πάνω στην ίσκα. Ίσκα μάζευαν από διάφορα δένδρα, μουριές ελιές κλπ όπου έβγαινε ένας μαύρος ή καφέ μύκητας, τον οποίο ξέραιναν στον ήλιο, και με μια τσακμακόπετρα που έτριβαν σε μια λίμα, που οι σπιθες έπεφταν στην ίσκα, σιγά σιγά άναβαν φωτιά. Αυτό συνέβαινε στα σπίτια, πριν βγουν οι πυρόβολοι με τη τσακμακόπετρα και το φυτίλι που από του σπινθήρες απλά καιγόταν οι ίνες και με φύσημα έπαιρνε φωτιά το φιτίλι.

Συνεχίζεται

Κείμενο Γεώργιος Χουστουλάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Οι παλιοί ζευγάδες , γεωργοί, αγρότες ή “ρεσπέρηδες” όπως τους λέγανε στη Μεσαρά, έκαναν ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα, γιατί το όργωμα ήταν αρκετά κουραστικό...

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Οι παλιοί ζευγάδες , γεωργοί, αγρότες ή “ρεσπέρηδες” όπως τους λέγανε στη Μεσαρά, έκαναν ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα, γιατί το όργωμα ήταν αρκετά κουραστικό...