Σε ένα μανάβικο των Μοιρώ τση Κρήτης, εμπήκε μια Μοιργιανή για να κάμει μερικά ψώνια
Τ’ αμάτι τζη ήπεσε σε μια χρειγιά με ξεροκούκια.
Το ντελόγο εσκέφτηκε πως, ανέ γοράσει μερικά ξεροκούκια, θα τα ψήσει του αντρού τζη απού τ’ αγαπά.
Γι’ αυτό και ρωτά το μανάβη:
-Καλόψητα είναι τα κουκιά;;
Την ιδιαμένη ώρα πετάται πασίχαρο το μικιό κοπέλι του μανάβη και τση απαντά:
-Ναι Θεία!! Καλόψητα είναι!! Ισαμέ νά βάλω και να βγάλω τα παπούτσα μου, είναι ψημένα!!
Τρουλαθιά η γυναίκα πελάτισσα, για την ακαταλαβίστικη αυτή απάντηση του μικιού κοπελιού και γι’ αυτό το ρωτά:
-Ντά πόση ώρα παιδί μου κάνεις, για να βάλεις και να βγάλεις τα παπούτσα σου;;
Το πρωϊ Θεία μός και σηκωθώ τα βάνω και αργά οντέ πάω να θέσω τα βγάνω!!
Σύνταξη κειμένου – φωτογραφικό υλικό: Φανούριος Ζαχαριουδάκης.