Τα παλιά χρόνια στη Κρήτη, οι αγροφύλακες απαγόρευαν αυστηρά την κλεψά στα χωριά, κι αυτό ήταν ένα κατάλοιπο από την εποχή του Μεταξά, που οι αγροφύλακες τότε είχαν εντολή άνωθεν, να κάνουν για το παραμικρό καταγγελίες στον κόσμο, με σκοπό να εισπράττουν χρήματα, για να ενισχύουν τα ταμεία του κράτους!
Απαγορευόταν δηλαδή ο γάιδαρος σου να κοπρίσει στο δρόμο, και αν συνέβαινε αυτό έπρεπε να κατεβείς αμέσως και να τα καθαρίσεις! Ο σκύλος σου απαγορευόταν να είναι λυτός, οι κότες ελεύθερες, το γουρούνι αμολητό, και όλα τα άλλα ζώα! Για όλα αυτά υπήρχαν πρόστιμα στο αγρονομίο!
Αυτό βέβαια συνεχίστηκε και μετά Μεταξά εποχής, επίσης στην κατοχής, αλλά και μετά. Όχι όμως για τον σκύλο τις κότες ή το γουρούνι που ήταν λυτά, αλλά κυρίως για μικροκλεψιές και μικροζημιές.
Τις δεκαετίες του ’60 και ‘70, η ίδια ταχτική επικρατούσε, και πολλοί στριμμένοι χαρακτήρες, κατήγγειλναν τον άλλο για ψύλλου πήδημα!
Κάθε ένας ήθελε το δίκιο με το μέρος του!
Όταν ο άλλος είχε χωράφια βοσκοτόπους που ήταν κοντά στο χωριό, πήγαινε και τα φυλλάδωνε, έκοβε δηλαδή κλαριά από σφάκες (πικροδάφνες) ή χαρουπιές, τα κάρφωνε πέρα πόδε στο χωράφι του, και έτσι δήλωνε ρητά πως το χωράφι είναι αποκλειστικά για τα πρόβατα του ίδιου. Αυτό δεν συνέβαινε με τα μακρινά από το χωριό χωράφια ,αλλά κυρίως με τα κοντινά. Ο αγροφύλακας όταν έβλεπε πολλά χόρτα έλεγε στον ιδιοκτήτη:
-Πχιάσε να το φυλαδώσεις, κι άμα πιάσω εγώ κιανένα μέσα θα χει να κάνει με το νόμο!
Φυλλαδώνω σημαίνει στην Κρήτη ότι καρφώνω στο έδαφος που έχει χορτάρι μεγάλους ίσιους βλαστούς από πικροδάφνη ή χαρουπιά, και δηλώνω έτσι ότι απαγορεύω ρητά την κοπή και το τάισμα του χορταριού στο χωράφι μου.
Αν εσύ τώρα πήγαινες να κόψεις από φυλλαδωμένο χωράφι λίγα χόρτα, ακόμα και για να τα βράσεις και να τα φας, ή ετύχαινε να μπει δικό σου ζώο και να φάει μερικά, τότε ασφαλώς ο ιδιοκτήτης σε κατάγγελνε! Ότι και να του έλεγες, εκείνος ήθελε το δίκιο με το μέρος του, και δεν χωρούσε συζήτηση για το αντίθετο! Έτσι σε ένα τέτοιο φυλλαδωμενο χωράφι, απαγορευόταν όχι μονάχα να μπεις και να κόψεις ένα χορταράκι για να το φας, αλλά ακόμα και να το διασχίσεις! Αν σε έπιανε ο ιδιοκτήτης ή ο αγροφύλακας μέσα, σου έλεγε: «Εδώ κύριε είναι ξένη περιουσία, τι γυρεύεις εσύ επαέ μέσα»;
Ήταν δύσκολο να αποδείξεις πως απλά ήθελες να περάσεις κι όχι να κόψεις χόρτα!
Τα πορτοκάλια ήταν είδος πολυτελείας!
Σε κάθε χωριό τα περιβόλια με τα πορτοκάλια ήταν ελάχιστα, ένα δύο ή τρία μικρά περιβολάκια το πολύ! Το χωριό Φανερωμένη όμως, οι Βόροι είχαν πολύ περισσότερα περιβόλια με πορτοκάλια και λεμόνια, μουσμουλιές κλπ, λόγο που είχαν τρεχούμενο νερό του Κουτσουλίτη ποταμού. Και εκεί όμως είχαν μεγάλο πρόβλημα με τους περαστικούς, γιατί τα πορτοκάλια τους ήταν μεγάλος πειρασμός! Ειδικά στη κατοχή με τους εργάτες που δούλευαν στα κάτεργα των Γερμανών όπου πηγαινοέρχονται από το Τυμπάκι στα χωριά τους. Στον γυρισμό πέρναγαν από εκεί νύχτα με τα πόδια, αλλά από την πείνα τους που ήταν ξελιγωμένοι όλοι, έπεφταν με τα μούτρα στα περιβόλια, και γέμιζαν με πορτοκάλια τα στήθια του πουκαμίσου τους, και τα έτρωγαν δρόμο – δρόμο! Φυσικό και επόμενο ήταν, οι ιδιοκτήτες να κυνηγάει τους πάντες, και όποιον έπιαναν αλίμονο του! Του έκαναν αμέσως καταγγελία! Από την πολλή πείνα τους βέβαια, εκείνοι έτρωγαν ακόμα και τα λεμόνια με τα φλούδια!
Αυτή η ταχτική συνεχίστηκε και μετά, και πολλοί κατάγγελλναν τους κλέφτες για ένα καρύδι, για ένα σύκο, για ένα κακορογδάκι, σχεδόν για τα πάντα, ακόμα και για κουδούμαλα, για λίγα άγρια αχλάδια (γκόρτσα), ή ακόμα και για δυο χαρούπια! Τα παιδιά όμως ήξεραν τα δένδρα με τα φρούτα και τα επισκέπτονταν συχνά. Μπορούσε ένα παιδί να πετάξει μέχρι και πενήντα πετριές στο δένδρο, για να ρίξει από τα ψηλά κλαριά του ένα απίδι (αχλάδι), ένα χαρούπι ή καρύδι, αλλά για να φύγει και να το αφήσει, αυτό δεν γινόταν ποτέ! Δεν άφηναν δένδρο να μην το πετροβολήσουν, για να φάνε τους καρπούς του!
Σε κάποιους υπήρχαν ανάμεσα τους χρόνιες αντιπαλότητες!
Υπήρχαν άνθρωποι, όπως ο Σταμάτης και ο Μακρομιχάλης από τη Φανερωμένη, που κοντραριζόταν χρόνια για τις διαφορές τους! Όταν τύχαινε να περάσει η αελιά (αγελάδα)του Μακρομιχάλη σε μια άκρη από το χασίλι (σπαρτό κριθάρι για τα ζώα) του Σταμάτη, ακόμα κι αν δεν είχε φάει μια μπουκιά, και το έβλεπε αυτό ο Σταμάτης, αμέσως καλούσε τον αγροφύλακα και του κατήγγειλε το γεγονός! Άλλη φορά πάλι, όταν το πρόβατο του Μακρομιχάλη τύχαινε να μπει στον κήπο του Σταμάτη και του έτρωγε μερικά φύλλα από τα λάχανα του, πάλι καταγγελία! Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές! Ο Μιχάλης όμως δεν έκανε ποτέ καταγγελία στον Σταμάτη, όχι γιατί ο Σταμάτης δεν έκανε ζημιές στον ίδιο, ίσα – ίσα του έκανε και μάλιστα περισσότερες, γιατί ζώα είναι αυτά, και δεν μπορείς πάντα να τα περιορίσεις! Δεν ήταν όμως και όλοι το ίδιο μικρόψυχοι και δικομανείς, και υπήρχαν καλοί και φυσιολογικοί άνθρωποι. ‘Όμως μια από τις πολλές που ο Σταμάτης ανάγκασε (νευρίασε πολύ) τον Μακρομιχάλη σε κάποια αγροζημιά που του έκανε, έκανε και εκείνος μια καταγγελία στον Σταμάτη, και τον πήγε κι αυτός στο δικαστήριο!
Οι αγροφύλακες κατάγγελλαν ακόμα και αυτεπάγγελτα!
Ακόμα και αν δεν ήθελε ο ζημιωμένος, να πάει κάποιον δικαστικά, ο αγροφύλακας έκανε για αυτόν αναφορά στους ανωτέρους του. Θυμάμαι προσωπικά μια περίπτωση τέτοια. Στο διπλανό μας οικόπεδο στο σπίτι μας στη Γαλιά, είχε σπαρμένο κριθάρι ο μπάρμπας μου ο Ρετζεπόκωστας. Εκεί πήγε ένα μικρό πουλάκι της κλωσούς της μάνας μου, και έτυχε να το δει ο μπάρμπας μου. Προφανώς πήγε και βρήκε τον αγροφύλακα, για να του προτείνει να έρθει να μας πει να προσέχουμε τις κότες μας, να μη του τρώνε το σπαρμένο.
Αντίθετα, ο αγροφύλακας χωρίς καν να έρθει και να μας πει τίποτα, ετοίμασε μόνος του μια καταγγελία στο αγρονομίο! Βέβαια με επιμονή του μπάρμπα μου ο αγροφύλακας απέσυρε τη μήνυση αυτή, σαν ανάξια λόγου «για ένα πουλάκι τση κλωσσούς»!
Ο πολύς κόσμος δεν ήθελε τα δικαστήρια
Επειδή στα χωριά οι περισσότεροι ήταν φτωχοί, αδυνατούσαν να πληρώσουν τα πρόστιμα, και απαγόρευαν αυστηρά στα παιδιά τους να προκαλούν ζημιές σε ξένες περιουσίες!
Αυτό όμως ήταν δύσκολο έως αδύνατο, γιατί τις περισσότερες ζημιές τις προκαλούσαν τα ίδια τα παιδιά τους, μην προσέχοντας βέβαια και τα ζώα τους! Έτσι αναγκαζόταν να παραγγέλνουν στον αγροφύλακα, όταν τα συλλαμβάνει για αγροζημιά, να τα αγριεύει, ακόμα και να τα δέρνει:
-«’Αμα πχιάσεις το κοπέλι μου σε ξένη εζημιά, σπάσε το στο ξύλο! Τη κεφαλή ντου μόνο πρόσεξε, και άφησε του μόνο τα κόκκαλα γερά»!
Προτιμούσαν δηλαδή να φάνε ένα μπερτάκι ξύλο τα κοπέλια τους, παρά να τους τρέχουν τους ίδιους οι αγροφύλακες στα δικαστήρια, και να πλερώνουν του κόσμου τα λεφτά, που ούτως η άλλως δεν είχαν!
Τι ήταν οι τσουδίστρες
Αν ρωτήσεις σήμερα κάποιο παιδί τι είναι οι τσουδίστρες, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα ξέρει να απαντήσει! Για τα κατοχικά όμως παιδιά που τον περισσότερο καιρό τον περνούσαν στα έχνη και στην εξοχή, ήταν πρόβλημα το τι να τρώνε εκεί όλη μέρα. Κρατούσαν μεν ψωμί και ελιές, αλλά συνήθως δεν έτρωγαν αυτά, αφού στην εξοχή έβρισκαν διάφορα που ήταν καλλίτερα! Έτρωγαν χοχλιούς που τους έκαναν οφτούς, και τους έσπαγαν μετά με πέτρα για να τους φάνε. Έτρωγαν χαμοκάρυδα, αγκαβάνους, κολιές, σταφυλίνακες, σφενταλίδες, σπεραντζούνια, του κοράκου τα αυγά, και πολλά άλλα τέτοια! Η καλύτερη τους εποχή ήταν από τον Απρίλη μέχρι τέλος του Μάη! Τότε είχαν του κόσμου τα καλά, ακόμα και καλλιεργήσιμα όπως αγκινάρες, αρακάδες μπιζέλια, ρεβίθια, σουσάμι, φακές κλπ, όταν βέβαια ο καρπός τους ήταν ακόμα δροσερός και δεν είχε πολύ μεστώσει. Αυτά ενοείται ήταν όλα κλεψιμαίικα! Το σουσάμι το έτρωγαν μεν σαν καλολοίδι, αλλά και για να χορτάσουν παράλληλα και την πείνα τους! Όλα τα όσπρια τα έτρωγαν, εκτός από ρόβι και λαθούρι, που και αυτά θα τα έτρωγαν, αν δεν τους προξενούσαν μια ζαλάδα όταν τρώγανε πολλά!
Το ίδιο έκαναν και με το μεστωμένο σιτάρι. Έκοβαν την κεφαλή του σιταριού με 15 πόντους ράπη, και όταν έκαναν ένα μεγάλο μάτσο, τον έδεναν με άλλες ράπες για να είναι σταθερό το μάτσο αυτό. Μετά άναβαν μια φωτιά, και επάνω εκεί στα κάρβουνα πλησίαζαν το μάτσο και καψάλιζαν τα άγανα, και στο τέλος αφού είχαν καεί όλα, έτριβαν με τα χέρια τους τα κεφάλια του σιταριού, φύσαγαν να φύγουν τα τσόφλια του σπόρου, και έτσι έμενε το καθαρό και ψημένο σιτάρι, όπου και το έτρωγαν! Αυτές οι ψημένες κεφαλές σιταριού ήταν οι λεγόμενες τσουδίστρες!
Πέντε χιλιόμετρα με τα πόδια για ένα τσαμπί σταφύλι!
Υπήρχαν περιπτώσεις που τα παιδιά μπορούσαν να διασχίσουν ατέλειωτες αποστάσεις, μόνο και μόνο για να βρουν κάτι καλό να το φάνε, εφόσον το λαχταρούσαν πολύ. Αυτό συνέβαινε κυρίως όταν σμίγανε δυο παιδιά μαζί. Όταν ο ένας είχε βρει τον ορτάκη του στο πρόσωπο του άλλου, τότε γινόταν αχώριστοι και πιστοί φίλοι! Ο ορτάκης είναι τουρκοαραβική λέξη (ortac), που σημαίνει σύντροφος. Αρκεί να συμφωνούσαν σε κάτι οι δυο ορτάκηδες, και αμέσως το έκαναν πράξη! Δυο παιδιά λοιπόν που είχαν τα οζά στον Πόρο του Μαρτσώλη, σκέφτηκαν να πάνε στο Σφακοπήγαιδο κάποιου Πηγαϊδακιανού, που είχε ένα αμπέλι στην Απόλυχνο! Μιλάμε για μια απόσταση πέντε ίσως και έξη χιλιόμετρα! Ξεκίνησαν λοιπόν με τα πόδια ξυπόλητα και τα δυο, και τα αγκάθια στο δρόμο να ήταν τόσα πολλά, λες και τα είχαν σπείρει! Όμως οι πατούσες τους ήταν σαν πετσιά και έτσι δεν χαμπάριαζαν τίποτα, ακόμα και όταν πατούσαν επάνω στα αγκάθια! Εκεί σαν έφθασαν στο Σφακοπήγαϊδο, μπήκαν μέσα στο αμπέλι, ψάχνοντας να βρουν κανένα ξεχασμένο σταφύλι ή καμπανάρι, Όμως τα πήρε χαμπάρι ο Πηγαϊδακιανός που το είχε, και άρχισε να τους παίζει μπαλωθιές στον αέρα με το δίκανο του, που μέσα αντί για σκάγια είχε χονδρό αλάτι!
Συχνή ήταν η ταχτική αυτή από πολλούς, να βάζουν χονδρό αλάτι στον τσιφτέ ή στο δίκανο, και να πυροβολούν όσους τους ενοχλούσαν! Μπορεί μεν το αλάτι να μην σκότωνε, αλλά έκανε όμως τα οπίσθια τους όλο κοκκινίλες!
Τα παιδιά έκλεβαν ακόμα και περιστέρια!
Τα ίδια τα παραπάνω παιδιά, Γαλιανάκια προφανώς, δεν βαριόταν καθόλου να πάνε και στην άκρη του κόσμου! Στου Βερέλη λοιπόν, υπήρχε κάποιος ο γέρο Μπρίλος, που είχε ένα μεγάλο κοπάδι περιστέρια, και πήγαιναν εκεί κοντά σε ένα αλώνι όπως είναι το κοπάδι και έτρωγαν τον καρπό που είχε πέσει. Ο αρχηγός λοιπόν της παρέας λέει στον άλλο ορτάκη του:
-Θα πάμε στου Βρέλη να στήσουμε τέλια να πιάσουμε περιστέρια! Έρχεσαι;
-Μα πως θα τα πιάσουμε τα περιστέρια, και μόνο που θα πλησιάσουμε το αλώνι, αυτά θα φύγουνε!
-Θα σου πω εγώ πως θα το κάνουμε! Έχω παρατηρήσει εδά και καιρό, πως όταν τρομάξουν τα περιστέρια στο αλώνι, αυτά πάνε και καθίζουν όλα στο ζουργιό του μύλου, που είναι πιο κάτω! Εμείς θα πάμε να στήσουμε εκειά τα τέλια μας γυρου γύρου στη πέτρα του ζουργιού, και θα τους ρίξουμε και μπόλικο σταράκι! Μετά θα πάμε στο αλώνι να τα ξυλώσουμε (τρομάξουμε), και εκείνα άμα τρομάξουνε, θα σκωθούν και θα πάνε να κάτσουνε στο ζουργιό του μύλου!
Πράγματι, έτσι ακριβώς έγινε! Μόλις πλησίασαν το αλώνι, σηκώθηκαν όλα τα περιστέρια και πήγαν και κάθισαν επάνω στην πέτρα του ζουργιού γύρω γύρω!
Είχαν φτιάξει περίτεχνα τις θηλιές με ψιλό σύρμα, που το είχαν δέσει σε ξύλινα τζενάκια (πασαλάκια), που τα είχαν καρφώσει στο πλάι του τοίχου. Ένα ένα περιστέρι που έβανε το κεφάλι του στη θηλιά, πήγαινε να πετάξει, αλλά το τσάκωνε το σύρμα και τσούκ, κρεμόταν στο πλάι του τοίχου!
Ένα – ένα πήγαιναν τα παιδιά και το έπαιρναν, το μαδούσαν γρήγορα γρήγορα να μην τα δουν, πλάκωναν τα φτερά με μια πέτρα να μην τα πάρουν κι αυτά χαμπάρι, και με μια ξύλινη σούβλα έψηναν το περιστέρι! Στην ουσία το έτρωγαν μισοψημένο, και από την πείνα έτρωγαν ακόμα και τα κόκαλα!
Ο Μπρίλος που είχε το κοπάδι με τα πολλά περιστέρια, σιγά – σιγά τα έβλεπε να λιγοστεύουν, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί και το τι ακριβώς είχε συμβεί!
Τα παιδιά εκείνα τα χρόνια δεν άφηναν ούτε πουλιτσές (φωλιές) από ορτύκια κοτσυφούς, τρυγόνια κλπ, και πήγαιναν σχεδόν κάθε μέρα να δουν αν μεγάλωσαν για να τα πάρουν, και να τα περάσουν κι αυτά στη σούβλα! Ήταν προτιμότερα βλέπεις ο μεζές τους, από τις ελιές με το ταγιδένιο ψωμί, που τους έβαζε στη βούργια η μάνα τους!
Το περιβόλι με σκοπιά του γέρο Δράκο!
Είπαμε πως κάποια πράγματα, όπως σουσάμια, ρεβίθια και λουμπίνους, αν δεν τα φυλάγανε, δεν θα βρίσκανε στο τέλος δράμι να το πάνε στο σπίτι! Όσοι τα είχανε αυτά τα πράγματα, έπρεπε κάτι να κάνουν για να τα γλυτώσουν! Πόσο δε μάλλον ένα περιβόλι που είχε μέσα πορτοκάλια, χουρμάδες, καρύδια, φουντούκια, λωτούς, μούσμουλα, ρόγδια, σταφύλια κλπ. Ένα περιβόλι τέτοιο υπήρχε κάποτε στη Γαλιά και ήταν στα Δρακακιανά. Το είχε φυτέψει ο πατέρας του γέρο Δράκο, ο Μανώλης Παπαδάκης ή Μαραγκός. Ο άνθρωπος αυτός είχε μεγάλο μεράκι με το περιβολάκι του, και πήγαινε κάθε τόσο στο Ηράκλειο όπου έβρισκε διάφορα δένδρα και φυτά, και τα φύτευε στο δικό του παραδεισένιο περιβόλι!
Εκεί κάπου στο σπίτι του ο Μανώλης, είχε φτιάξει και μια κρυφή σκοπιά σαν παρατηρητήριο, και φύλαγε κάθε μέρα το περιβόλι του! Δεν υπήρχε περίπτωση να πάει παιδί, και μετά να μην ακουστεί ένας πυροβολισμός, από το δίκανο του Μαραγκού, ή αργότερα του γιου του γέρο Δράκου! Βέβαια μέσα και το δίκανο αυτό μπορεί να είχε αλάτι αντί σκάγια, αλλά ποιος καθόταν να του ρίξουν!
Η καλύτερη λύση ο συμβιβασμός!
Υπήρχαν και πολλοί όμως που επεδίωκαν να τα βρούνε, μακριά από δικαστήρια. Πολλές φορές, μετά την καταγγελία του αγροφύλακα για ζημιά, ερχόταν οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι, και προσπαθούσαν να συμβιβαστούν, ή έμπαιναν στη μέση διάφοροι μεσάζοντες:
-Έλα παέ ξάδερφε, να ιδούμε πως θες να σάσομε τη ζημιά!
-Καλά ξάδερφε! Ε ήφαε μου η αίγα σου πέντε αυλάκια λάχανο, ε καλά δα, άλλα φυτά θα μου πάρεις να πας να μου τα ξαναφτέψεις και μουδέ γάλα μουδέ γαλανό!
Στα χωριά βέβαια οι περισσότεροι ήταν πράγματι συγγενείς, και έτσι αποκαλούνταν συναναμεταξύ τους «ξαδέρφια»!
Σήμερα που άλλαξαν οι εποχές, τα παιδιά πλέον δεν είναι στερημένα, οπότε δεν ακολουθούν τη ταχτική των παλιών. Οι μεγάλοι κι αυτοί δεν κάνουν τόσο συχνά , ειδικά με το παραμικρό! Όταν μάλιστα πήγε νερό στα χωριά πολλοί βάλανε δικές τους πορτοκαλιές σε κάποιο περιβόλι τους, για να μην έχουν την ανάγκη να κλέψουν τα πορτοκάλια του άλλου! Μετά όμως από κάποια χρόνια ξεπάτωσαν τις πορτοκαλιές αυτές, μια και δεν πολυτρώγανε οι ίδιοι πορτοκάλια, για να φυτέψουν ξανάψιλολιές!
Και πάλι όμως κάποιοι νεώτεροι, κατάλαβαν πως κάποιες ποικιλίες πορτοκαλιού, όπως το new hall είναι περιζήτητες στην αγορά, οπότε ξεπάτωσαν πάλι τις ελιές για να βάλουν αυτές τις εξαιρετικές ποικιλίες που είναι ιδιαίτερα εμπορεύσιμες, μάλιστα και σε πολύ καλή τιμή, οπότε κερδίζουν περισσότερα από το αν είχαν ελιές !
Πόσα πράγματα αλλάζουν με τα χρόνια…
Κείμενο φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης