Το λάδι… “λαδάκι” θα πουν φέτος οι Ευρωπαίοι, με μειωμένη την παραγωγή κατά 40% σε σχέση με πέρυσι, ενώ αναβρασμός επικρατεί και στην εγχώρια αγορά για το που θα φτάσουν οι τιμές στο ράφι, την ώρα που τα αποθέματα είναι σε ιστορικά χαμηλά και ήδη οι τιμές λιανικής ξεκινούν από τα 11 και φθάνουν τα 17 ευρώ/λίτρο, ανάλογα με την εταιρεία τυποποίησης.
Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί είναι η δραματική μείωση της παραγωγής στην Κρήτη. “Δεν θα φτάσει ούτε για το λάδι της χρονιάς”, λέει ο Πρόεδρος των Ελαιοπαραγωγών Κρήτης, κ. Ιερωνυμάκης, ο οποίος ζήτησε την παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τις τιμές στο ράφι, μιλώντας στην ΕΡΤ και στον Γιώργο Παπαδάκη.
Εκτιμάται, ότι φέτος η Κρήτη δεν θα ξεπεράσει τους 25.000 με 30.000 τόνους ελαιολάδου, όταν πέρυσι παρήγαγε περίπου 135.000 τόνους.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, στα μέσα Ιουλίου οι μέσες τιμές παραγωγού του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στην Ε.Ε. κυμαίνονταν από 600 ευρώ/100 κιλά (6 ευρώ/κιλό). Στην χώρα μας οι τιμές έξτρα παρθένου ελαιολάδου στον παραγωγό έφτασαν στα 720 ευρώ/100 κιλά (7,2 ευρώ/κιλό), με συνεχόμενη ανοδική πορεία.
Με βάση το δελτίο τιμών του συνδέσμου ελαιοπαραγωγών δήμων Κρήτης οι τιμές κυμαίνονται από 7,7 έως 8,5 ευρώ το κιλό για τις λιγοστές ποσότητες, που διακινούνται αυτές τις μέρες από τους παραγωγούς.
Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, αλλά και οι προσφορές σε κάποιους κωδικούς δίνουν προς ώρας λύση στους καταναλωτές, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις “κυκλοφορούν” τενεκέδες από παραγωγούς με λιγοστά αποθέματα, σε τιμές έως 8 ευρώ/λίτρο, τιμή που κυριαρχεί και σε δημοπρασίες στις ελαιοκομικές ζώνες Κρήτης και Πελοποννήσου.
Και ενώ δεν λείπουν οι φωνές για την επιβολή διατίμησης στο λάδι το Υπουργείο Ανάπτυξης ξεκαθαρίζει: «Στον παραγωγό δεν μπορούμε να επιβάλουμε πλαφόν. Όμως, ελέγχουμε το περιθώριο κέρδους και έχουμε νομοθετήσει ότι εταιρεία που πουλά βασικά είδη για το νοικοκυριό δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους από όσο είχε το 2021. Έχουμε στείλει ελέγχους σε εταιρείες και τυποποιητήρια».
Όπως επισημαίνουν πάντως και εκπρόσωποι της αγοράς η επιβολή διατίμησης θα οδηγούσε αφενός σε μεγαλύτερες απώλειες τους παραγωγούς και αφετέρου σε μεγάλες ελλείψεις στην αγορά.