Ο σκοπός του άρθρου μας, δεν είναι να θίξουμε τον πολιτισμό της Κρήτης, θεωρούμε όμως πως και αυτές οι βρισιές ακόμα, ήταν μέσα στα ήθη και συνήθειες του τόπου μας, άρα τα εντάσσουμε και αυτά στα καθαρά λαογραφικά θέματα
Ο λαός της Κρήτης όλοι ξέρουν πως δεν έχει καμία σχέση με τον λαό της υπόλοιπης χώρας. Το φιλότιμο, η καλλιτεχνική φύση τους και ο ηρωισμός τους, είναι παγκοσμίως γνωστά, και θάνατος για αυτούς ήταν πανηγύρι! Οι Κρήτες ξέρουν να γλεντούν, να ζουν και να πεθαίνουν. Είναι όμως ένας μεσογειακός λαός, άρα και ευαίσθητος, οπότε αν επιμένεις να τους πειράξεις, τους βγάζεις από μέσα τους τη μάνητα, που αυτή θα εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους, και ένας από αυτούς είναι και οι βρισιές. Με αυτόν τον τρόπο συνήθως εκτονώνονταν αδύναμα κυρίως άτομα, παιδιά γέροι γριές, που δεν είχαν άλλο τρόπο. Το λέω αυτό γιατί οι δυνατοί άνδρες μπορούσαν να καθαρίσουν και με διαφορετικό τρόπο! Στην ουσία βρίζουν όλοι οι Έλληνες, και όχι μονάχα οι Κρήτες.
Πολλές ύβρεις κυρίως όσες αφορούσαν ζώα, τις μάθαμε από τον παππού και τη γιαγιά, μια και περνούσαμε πολλές ώρες μαζί τους, όταν τις λέγανε κυρίως στα ζωντανά τους. Στις περισσότερες τότε δεν ξέραμε καν την έννοιά τους! Κάποιοι ίσως δουν το θέμα αρνητικά από αισθητικής πλευράς, κάποιοι πάλι θα θυμηθούν παιδικά βιώματα, και άλλοι μπορεί απλά να γελάσουν! Οι βρισιές ήταν πάρα πολλές και ορισμένες αυτοσχέδιες, τις οποίες πρέπει να θυμηθούμε πώς και πότε ελάμβαναν χώρα.
Ένα μέρος αυτών θα αναφέρουμε εδώ, που και αυτό αφορά μονάχα την Κεντρική Κρήτη και ειδικά τη Μεσαρά, διότι στα Χανιά ή στο Λασίθι είμαι σίγουρος πως χρησιμοποιούσαν διαφορετικές εκφράσεις.
Όταν τα ζώα δεν ήταν υπάκουα!
Ο μανισμένος, νευριασμένος δηλαδή που δεν του πάει ντρέτα το οζό του, επειδή τραβάει το σχοινί, ή τρώει του γείτονα τα μαρούλια, κάπου θα έπρεπε να ξεσπάσει ο άνθρωπος αυτός, για να του περάσει ο θυμός του, για να μη χρειαστεί να το χτυπήσει! Θα εκφραστεί λοιπόν ελεύθερα, όμως με κάποιο φρασεολόγιο, που στην ουσία δεν το θεωρεί ο ίδιος βρισιά, αλλά θα το πει μονάχα έτσι τυπικά, για την εκτόνωση της στιγμής!
Κάποιος που φοβάται το Θεό δεν θα βρίσει, θα πει ίσως το γνωστό «διάλε διάλε», σαν πιο κομψή βρισιά, χωρίς ίχνος κακίας, ή το «άι στο Διάτανο» κλπ. Όμως ο Διάολος ήταν αυτός που κυριαρχούσε στα πιο πολλά βρισίδια, κυρίως στα ορεινά χωριά που υπήρχαν ζώα για βοσκή και ο κόσμος ήταν πιο τραχύς: «Άμε στο διάολο», «Άμε στο διάολο να κατέχω που σε ‘χω». «Άμε στο διάολο να κατέχω που σε χω κι ακόμα αν είναι τόπος (ή ακόμα παραπέρα)»! «Άμε στο γεροντοδιάολο». Επίσης: «Οι χίλιοι διαόλοι μέσα σου» ή «Οι χίλοι διαόλοι να ξεπουλιάσουνε μέσα σου». «Αμε στο χιλιοδιάολο». «Άμε στσοι χίλιους διαόλους». «Άμε στοι εφτά σπυρτωμένους διαόλους». Όσο πιο πολλά λοιπόν νεύρα, τόσο πρόσθεταν και μεγαλύτερο αριθμό διαόλων! «Άμε στσοι χίλιους σπυρτωμένους διαόλους»! «Άμε στσοι χίλιους πεντακόσιους σπυρτωμένους διαόλους» κλπ.
Το ζώο όμως που έκανε ζημιά τρώγοντας κάτι χρήσιμο, είχε τις εξής βρισιές:
«Ε απου να μη σου κάνει καλημέντο (καλό)». «Ε που να σε πιάσει λυσόντερο». Ή: «Ε απού να σε φας το μαύρο λυσόντερο». Το λυσόντερο ή δυσεντερία, ήταν μικρόβιο που παρουσίαζε φούσκωμα διάρροια κλπ. Έλεγαν επίσης και το:
«Ε απου να μη σου μείνει αντόντι στη μπούκα». «Ε απου να σε κόψει το μαύρο κεντέρι». Κεντέρι ήταν ένα αιχμηρό μυτερό όργανο, που το χρησιμοποιούσαν παλιά οι τούρκοι για βασανισμό). «Έ απού να φας μαύρο μαχαίρι και μαύρο μπασαλί». Ο μπασαλής και το μαχαίρι, σχετικά με ζώα συμβολίζουν την σφαγή, στον άνθρωπο όμως έμμεσα παραπέμπουν σε εγχείριση. Ευχόταν δηλαδή να πάει για εγχείριση ο βριστείς. Οι εγχειρίσεις τότε μονάχα ένα 10 % πετύχαιναν, και για αυτό τις φοβόταν ο κόσμος, οπότε δεν ήταν και η καλύτερη ευχή!
Βρισιές όμως που απευθυνόταν σε ζώα αλλά και σε ανθρώπους είχαμε πολλές, όπως: «Ε απού να κάμεις τα σκώθια σου και τα ΄ντερά σου». «Οι σκάρες να σε φάνε» (γυπαετοί). «Ε που να σε φάει η μαύρη μώρα». Εδώ μώρα μάλλον είναι η μοίρα, το πεπρωμένο. «Ε που να σε φάει η γιότσα». Γιότσα εδώ είναι το μεγάλο κακό, η συμφορά. «Ε απου να βγάλεις τη φάωσα», (αρρώστια που παραμόρφωνε το στόμα). «Ε που να σε κόψει φασίδι». Φαντάζομαι πως εννοούν να κόβεται όπως οι λουρίδες στο φασίδι του αργαλειού. «Μαύρο καρβούνι να φας». Ή: «Ε απου να βγάλεις μαύρο καρβούνι στο κόλο». Το καρβούνι ήταν μια μορφή μαλάθρακα, δηλ δοθιήνας. «Ε απου να σου ΄ρθει βερέμι» (χτικιό). «Ε απου να σου ‘ρθει γάβρωμα», (ολικό πιάσιμο και ακινησία). «Ε απου να βγάλεις αμπελοκλάδι» ( μορφή καρκίνου)
Όταν τα παιδιά μιλούσαν πολύ!
Τώρα και οι βρισιές: «(Μαύρη) κεδιά να σε κόψει», ή «κέντιμα να σε κόψει» κλπ, και αυτές έχουν να κάνουν με βελονιές, άρα ίσως και ράψιμο σε εγχείριση. Στις πιο συνήθεις όμως περιπτώσεις τις έλεγαν όταν κάποιο ή κάποια παιδιά μιλούσαν πολύ και τους φώναζαν δυνατά «κεδιά»! Ή: « Σούστ! Κεδιά να σας ε κόψει», εννοούσαν να ράψουν το στόμα τους. «Κεδιά»είναι η βελονιά, εννοούσαν δηλαδή να ράψουν το στόμα και να μη μιλάνε!
Όταν οι Τούρκοι έβριζαν
Δεν έχουμε ακούσει ωστόσο αν οι αρχαίοι έβριζαν, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο πως όλα αυτά τα κληρονομήσαμε από τους Τούρκους, για αυτό και πολλές λέξεις στις βρισιές μας ήταν τούρκικες ή αραβικής προέλευσης.
«Ε απού να βγάλεις μαγιασίλι στη μπούκα» (πληγή και είδος καρκίνου στο στόμα).
«Ε απου να σου ΄ρθει γαζέπι». Το gazap = οργή, μεγάλη οργή συμφορά. «Ε απου να σου ΄ρθει ντουργουτζές», (durgutza = αρρώστια των γαιδάρων) Πρέπει να είναι παρόμοιο με τη Βολγαρομακαιδονική λέξη ντουβρουτζάς, που σημαίνει ζαλίζομαι και αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι Και τα γαιδούρα όταν τρελαίνονται απότομα και το βάζουν στα πόδια κι όπου φύγει φύγει! «Ε απού να σού ρθει νταμουλάς» (Γερμ. dam’las ή damla ή ταμπλάς ή νταμπλάς = εγκεφαλική πάθηση, εγκεφαλικό ). Υπήρχε και η φράση με όλα μαζί! «Ε απου να σου ρθει γαζέπι , ντουργουντζές, νταμουλάς και κόλπος»! (Κόλπος ήταν να πάει κάποιος από καρδιά). «Ε που να σε φάει η σκαρατσία», (αρρώστια του ζώου στο λαιμό).
Οι ίδιοι οι Τούρκοι έβριζαν πολύ, και είχαν μάλιστα και τις μεγαλύτερες κατάρες, με αποκορύφωμα αυτή που αναφέρει: «Μακάρι να μη σε συγχωρήσει ο Θεός»! Είναι η βαρύτερη κατάρα, διότι αν δε υπάρχει συγχώρεση επέρχεται ο πνευματικός θάνατος και το αιώνιο πυρ. Εμείς μπορεί να είχαμε ας πούμε σαν βαριά τη κατάρα που λέει: «Ο Θιός κι η γης να σου τα ξώσει και να μη κλωνιάσεις γόνους»,αλλά αυτή η κατάρα σημαίνει απλώς να μην αφήσεις απογόνους, αλλά αν σε απαρνηθεί ο ίδιος ο θεός, δεν έχεις σωτηρία.
Πολύ βαριές βλαστήμιες έχουμε δυστυχώς και μέχρι σήμερα που προσβάλουν τη θρησκεία μας, η οποία θεωρεί βαριά τη βλαστήμια με το «Ανάθεμά», και κατ επέκταση τη βρισιά «Ανάθεμά σε».
Δυστυχώς όμως είχαμε και πολύ βαριές βλαστήμιες, που σχετίζονταν με τα θεία ιερά και όσια, και εξύβριζαν άμεσα το Χριστό μας , τη Παναγία μας την Αγία Παρθένα, όπως το «μαμώ… το Σταυρό σου», «…το ξεσταύρι του», «…τσ αγίους ούλους», «…τη μπανακόλαση σου», «..τη κολυμπήθρα σου» «…τη κοινωνιά σου» κλπ. Και εδώ πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν, πως και εδώ είχαν βάλει το χεράκι τους οι Τούρκοι κατακτητές, με σκοπό να υποβαθμίσουν την θρησκεία μας στα μάτια των χριστιανών.
Έτσι έβριζαν συχνά πυκνά τα θεία μας, και αυτό μετά πέρασε δυστυχώς και στον ντόπιο πληθυσμό, που πολύ γρήγορα βρήκε μιμητές. Δυστυχώς παρέμειναν οι βλασφημίες αυτές μέχρι και σήμερα, σαν ένα πολύ άσχημο κατάλοιπο.
Απαράδεχτα κοσμητικά επίθετα κυρίως για μεγάλα άτακτα ζωηρά παιδιά,
Τα κοσμητικά αυτά, που μόνο κοσμητικά δεν ήταν, ήταν πολλά: «Μωρέ αχαίρευτε». «Μωρέ ματοκυλισμένο». «Μωρέ αδικοθάνατε». «Μωρέ μαυροσκωθιασμένε». «Μωρέ κακοποδομένο». «Μωρέ κακοθανατισμένο». «Μωρέ αφορεσμένο». «Μωρέ καταφρονεμένο». «Μωρέ χλεμπονιασμένο». «Μωρέ μαυροταγαριασμένο». «Μωρέ σκυλογαυγισμένο» ή «Ε απού να σου γαυγίσουν οι σκύλοι».
«Μωρέ μεσκίνη». Ή «Ε απου να μεσκινιάσεις». Μεσκινιά ήταν η λέπρα.
«Μωρέ στραβέ κι απομπλεμένε» .
Βρίζανε τους πεθαμένους: «Διάλε τσ’ αποθαμένους σου».
«Διάλε τα απολυμάροι σου». (Απολυμάροι είναι οι αποθαμένοι).
Βρίζανε πολύ και τα κολόπανα:« Διάλε τα κολόπανά σου».
«Διάλε τα πανιά που σε κολοπανίζανε. «Διάλε τα κολόπανα που σε τυλίγανε, ή απου σε κολοπανίζανε». ‘Η «Διάλε τα κολόπανα (ή τα πανιά) που σου βάνανε στο κόλο».
‘Έβριζαν το γάλα που έπιναν μικρά: «Διάλε το γάλα απού σου βάνανε στη μπούκα, (ή απου σε ταίζανε η γαλοταίζανε)».
Έβριζαν την ύπαρξή τους: «μαμώ… το μπλασμό σου», ή «διάλε τον μπλασμό σου που σε γενόκανε»
Είχαμε και πολύ πιο βαριές βέβαια. «Ε απου να σε νεκροφιλήσω» . «Ε απου να μη σώσεις και να γιαγύρεις». «Ε απου να μη δευτερώσεις». «Ε απού να μη φτάξεις τον Απρίλη» ή «Ε απου να μη φτάξεις τη Λαμπρή». «Ε απου να μη σε βρει ο ήλιος, ή η αργαντινή». «Ε απου να μη χαρείς τη νιότη σου» κλπ.
Υπήρχαν όμως πάρα πολλά άλλα «κοσμητικά» της εποχήςόπως «γρόθε» ή «πέτσα», που και τα δυο είχαν την έννοια του σημερινού μ@λ@κα.
Επίσης αποκαλούσαν συχνά κάποιον που τους προκάλεσε κάποια αιτία: «έχνος, παράωρε, μπούρμπαδε, αφταρά, αχναράφτη, κλεινάφτη, κοντομπίκη, αρναούτη, ρούτη, μανιαμούνια, αμπλαούμπλη, αρούβαλε ή ανερούβαλε, κλαρόνη, ανατζούμπαλε, λέτσο, μπίνι κερατά, ξεγιβεντισμένε, χουμαδοκέφαλε, χαιβάνι , χαϊλάζη, ανεμαζοξάρη, μπουνταλιέρο, βαρονούση, πετεινονούση, τροζοπεριστερίδη, χωριογύρη, λαγονάρη, βρόμο, μαγαρισά, αξημέρωτε, τρουλιτονούση, σουρούτη, σουρουκλεμέ, κουρκουζάνη κα.
Για γυναίκες: Πατσάβρα ή λαδοπατσάβρα, σουρλάντα, λαγοναριά, βρώμα και μαγαρισά ανεμαζωξαριά, βάτσα, παχιομούρα , τζοτζόνα , μουσουμπγιά κλπ.
Επίσης έδιναν τα παρατσούκλια τροζών (τρελών) της εποχής και της περιοχής τους, όπως Γκουγκούλιο, Παδούκο κλπ.
Ακόμα και ονόματα ανθρώπων του χωριού, που ήταν κακό παράδειγμα.
Και εδώ επίσης θα αναφέρουμε πως πολλές άγνωστες λέξεις του κειμένου επεξηγούνται στο σάιτ μας Κρητικό λεξικό.
Κατάρες σε όποιον μισούσαν πολύ
Κατάρα ήταν να ευχηθεί σε κάποιον κάποιος: «Μέχρι που φτάνουν τα πάθη του λιναριού να φθάσεις»!
Υπήρχαν και ακόμα πιο βαριές κατάρες, κυρίως από άνδρες ή γυναίκες με μεγάλο θανάσιμο μίσος και εμπάθεια προς άλλους.
Μια κατάρα που θα μπορούσε να πει κάποια γυναίκα σε άλλη που τη μισούσε θανάσιμα, ήταν:
«Ε απου να μαυρίσεις και να σύρεις τη σφάκα μου»! Εννοούσε πως ότι πίκρα πήρε με το θάνατο του άνδρα της, ή του παιδιού της το ίδιο ακριβώς ευχόταν και στην άλλη, να της πεθάνει δηλαδή και εκείνης κάποιος ή κάποιοι από τους δικούς της.
«Ε που να γκρεμιστούνε τα θεμέλια του σπιθιού σου». Εννοούσαν να ξεκληριστεί όλη η οικογένεια!
«Μωρή απού να περάσουν οι Γωνιανοί απ το σπίτι σου»! Πριν τη κατοχή, είχε επικρατήσει μια φήμη, αλήθεια ή ψέματα δεν ξέρω, η μαρτυρία το λέει, πως οι Γωνιανοί λέει έκλεβαν σπίτια, και όπου έμπαιναν, κυριολεκτικά τα ρήμαζαν! Έτσι την βρισιά αυτή την είχαν από τις πιο βαριές!
«Ε που να μη βρει ο παπάς να θάψει». «Ε που να σου ψάλλει (η να σου πει) ο παπάς στα αυτί». «Ε που να σε πάνε τέσσερεις». «Ε απου να σε πάνε με το καδελέτο». «Ε που να σε βρει η κακή ώρα και το κακό συναπάντημα». «Ε απου να σου φτύξουνε οι μύγες». «Ε που μου τα αξιώσει ο Θεός να σε διακονήσω» κλπ.
Μια αστεία κατάρα που έλεγε παλιά ο Καρπουζομανώλης ο λυράρης :
Επάνω στο τσακίρ κέφι της παρέας, ο Μεσαρίτης καλλιτέχνης λυράρης από το Ζαρό, ο γνωστός σε πολλούς Μανώλης Καρπουζάκης ή Καρπουζομανώλης, έλεγε συχνά διάφορα αστεία για να γελάσει η παρέα. Ένα από αυτά ήταν και το παρακάτω:
«Απου δε μας αγαπά, στο σπιρτοκούτι ο πόδας του, και στρογγυλή η ζαλιά ντου!
Το μελίτακα να καβαλικεύγει και τα πόδια του να μη ‘γγίζουνε χάμαι!
Γιατροί και δικηγόροι και εισπράχτορες να μπαίνουνε στο σπίτι του!
Οι μποντικοί να μπαίνουνε χορτασμένοι στο σπίτι του, και να πορίζουνε πεινασμένοι!
Από το μακαρούνι να περνά, και να χει κι αραμάδα! Τσιγία (εις υγείαν) τω παρόντω! Τσιγία των απόντω! Τσιγία τω γυροτραπεζοκαρεκλοκαθιζόμενω» !
Θα μπορούσε βέβαια να συνεχίσει κάποιος από τη παρέα στον ίδιο τόνο ως εξής:
Απού δε μας αγαπά δαυλός στο κόλο του, και να του σέρνουνε οι σκύλοι τα σκώθια! Να τονε ιδώ με τα μυγιόκολα. Να του ρθει ντουργουντζές, και να τονε ιδώ με τσι μύγες! Μαύρο κεντέρι να του ρθει, και μαύρο αμπενοκλάδι! Να μαυρίσει και να τσαγρίσει ωσά τη καλιακούδα, απου να μη πορίζει η ψυχή του ο πισσοκόκκαλος! Πίσσα μαύρη στα κόκκαλα του κι αδικο να του λάχει! Αδικοθάνατος, κι απου να το ιδώ να χτυπιέται στο καλύτερο του ανέπιασμα! (στο καλύτερο του παιδί) Ε κακό τυχερό να χει!
Η κατάρα της Ανδρεομανώλαινανας
Σχετικά με τις κατάρες που απευθύνονταν σε παιδιά, δεν θα παρέλειπα σαν παράδειγμα, να αναφερθώ σε ένα περιστατικό που συνέβη πριν πάνω από 50 χρόνια, σε ένα χωριανάκι μου το Γιαννιό στο χωριό μας τη Γαλιά.
Το Γιαννιό σαν διαολοκόπελο τσιλιβήθρας και αίλουρος που ήταν, σκέφτηκε να ανέβει κάποτε στο χαμηλό ταρατσάκι της γριάς Ανδρεομανώλαινας, με σκοπό να κλέψει λίγα ξερά κουνάλια (ξερά σύκα), που ήδη φαινόταν από το δρόμο! Αφού το βοήθησαν άλλα δυο παιδιά της παρέας, του έκαναν «κατίνα» την πλάτη τους, και ανέβηκε επάνω στο ταρατσάκι!
Όμως παραδίπλα η γυναίκα είχε και ξερά κεφτέργια (μουσταλευριά αποξηραμένη) που δεν φαινόταν. Δεν πείραξε όμως τα κουνάλια το Γιαννιό, παρά προτίμησε να κλέψει όλα της τα κεφτέργια γεμίζοντας τις τσέπες του, αλλά γέμισε και μέσα το πουκάμισο του! Το είδε δυστυχώς μια γειτόνισσα και το είπε αμέσως της γυναίκα που τα είχε! Τα άλλα δύο παιδιά τρόμαξαν και το έβαλαν αμέσως στα πόδια!
Το Γιαννιό όμως σαστισμένο από της φωνές της γριάς, αλλά με γεμάτες όμως τις τσέπες με τα πεντανόστιμα κεφτέργια, πήδηξε άρον – άρον από το ταρατσάκι και το έβαλε κι αυτό στα πόδια! Που να τα πιάσει η γριά! Από την άλλη όμως η Αντρεομανώλαινα άρχισε να του καταριέται δυνατά, με σχετικά αργό ύφος, τονίζοντας τη κάθε φράση, όπου σε κάθε κόμμα έκανε μικρή στάση στη κατάρα, και έπειτα συνέχιζε πιο γρήγορα.
«Ο Θιός κι η γης να μου τα αξιώσει, και να κυλιστείς στο αίμα σου!
Να σε ιδώ σταβό και κουτσοπόδη, στραβό και στραβοκάνη!
Να μπουν οι χίλιοι διαόλοι μέσα σου, να γαυγίσουνε, να μουγκρίσουνε, να κράξουνε και να φωνιάξουνε!
Και να σε φέρουνε στη σκάλα σηκωτό, όπως και το παππού σου»!
Δώσαμε πιστεύω μια ιδέα στο τι συνέβαινε κάποτε στην Κεντρική Κρήτη, δεν ξέρω κατά πόσο βρήκε όλους σύμφωνους η καταγραφή αυτή, αλλά ακόμα και αν όχι, δυστυχώς αυτά συνέβαιναν!
Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης