Λασίθι – Τόπος Μέγας
Η Μοίρα του τόπου ανασηκώνει το φουστάνι. Μεγαλώνουν τα σύννεφα πάνω από τον κάμπο. Μάης μήνας, μα τούτα τα χαμηλοζωσμένα ανέφαλα θα φέρουν άλλη μια μπατάγια, άλλη μια ξαφνική νεροποντή. Μετράς τις κόκκινες παπαρούνες που ανάβουν στην καρδιά σου. Ένα μικρό σπασμένο γυαλί στη χούφτα σου γίνεται καθρέφτης.
Το νήμα του νόστου έχει οδηγήσει πολλούς στο Λασίθι, ακόμη κι αυτούς που τράνεψαν στην ξενιτιά. Σε αυτό τον τόπο που είναι έντονα χαραγμένος και ποτισμένος από αγαπημένα πρόσωπα, η λήθη ξαναγίνεται μνήμη ακριβή και αποκτά φλογισμένη φωνή και πρόσωπο. Τα μισοξεχασμένα παίρνουν ξεκάθαρη μορφή.
Είναι πολλοί εκείνοι που ξόδιασαν τις μέρες τους μερωμένοι με τις γαλιφιές του άλλου κόσμου, μα εσύ τους μνημονεύεις αλλιώς. Τα χέρια θαρρείς καλούνται να ολοκληρώσουν αυτό που έκαναν κάποτε, τα χείλη να πουν αυτό που δεν πρόλαβαν, τα μάτια ν’ αγκαλιάσουν την ομορφιά και να δακρύσουν μ’ ευγνωμοσύνη. Κερνιέται η θύμηση μια χαραμάδα φως μαζί με τα χοντρά δάκρυα να μεγαλύνουν τη δόξα του Λασιθιού και το θρίαμβο της περηφάνιας.
Μια Κεραζώζα μπογιαντίζεται στον τρούλο των αγίων Αποστόλων. Στραφταλίζει η μπρούτζινη φιγούρα του θεού που ανηφορίζει στη Δίκτη. Σταυροπόδιασε ο Γιώργης ο Μηλιαράς στην ξασπρισμένη πλάκα, κάτω από τον ασκιανό στη μεγάλη καρυδιά στο Λιμνάκαρο κι ορκίζεται στ’ ανείπωτα με στεγνωμένη την πίστη στην κορφή της Μαδάρας. Ένα μπλάβο σφακολούλουδο έχει περασμένο στ’ αυτί.
Αφήνει παράμερα την πριναρένια κατσούνα, ανοίγει τη βούρια, βγάνει τη μποτίλια με το κόκκινο κρασί, τη γέρνει χαμηλά, αφήνει δυο – τρεις σταγόνες να ποτίσουν το χώμα, να ξεδιψάσουν οι ψυχές κι ύστερα σε καλωσορίζει, εσένα με νόημα, στο απάνω άνανθο βιλαέτι με τις αγριάδες και δίχως να βγάλει μιλιά, λογαριάζοντας την έκσταση της άγνοιάς σου, σου δίνει να πιεις πρώτη.
O ίσκιος τ’ αγριμιού ξεστρατίζει απ’ αλάργα στ’ Αβαρσάμη το κρυγιό νερό. Χαμηλώνει τ’ ανέφαλο. Ξεμαντρώνονται μιλιούνια σκιάχτρα που δεν τα νέρωσε η βροχή. Με τα καύκαλα στα χέρια βλαστημώντας ζητούν σάβανα. Ζωντανεύουν τα κουφάρια, γυρεύουν λιβάνια και πολύσπορα και μνημονιές. Η μνήμη αλάτι. Ανοίγεις το ζερβόχερο. Το κάρβουνο αναμμένο κόκκινο στη χούφτα. Οι βιτσίλες ραμφίζουν τα σταχτωμένα κιτάπια των νεκρών. Μιλιούνια και οι βλαστήμιες ανάκατες με τις κατάρες απ’ τα ξεραμένα στόματα, μα εσύ ακούς τη λιγοθυμισμένη πετροπέρδικα πιο πέρα:
«Μάγια μου ρίξαν οι κορφές μέσα στην κολυμπήθρα
κι ακούω φωνές και μυρωδιές κι ορίζεται η ζωή μου
στην άλικη μαρμαρυγή που αφήνει η αρχαία γέννα
και στο σιωπητήριο των πρώτων ονομάτων.
Βασιλογιώργης , Κόρακας, Βυζάντιος, Κουρμούλης,
Πετροπουλάκης, Μηλιαράς, Κοκκίνης, Τυλιανάκης,
Μουρελογιάννης, Μαστραχάς, Μιχαλοδημητράκης,
Δημητρακάρος, Τσιρκιτζής, Ζωγράφος, Καλλιατάκης,
Μανουσογιώργης, Κοζυρής, Χατζάκης, Σφακιανάκης,
μαζί κι ο Αλεξονικολής, Τρυφίτσος, Κοκκινίδης
κι ο Καζανάκης κι η Αρετή, μια ρήγισσα μεγάλη,
αλλάζει, παίρνει πρόσωπο και πάντα ίδια μένει.
Κόκκινα φέσια, γέμισε ο κάμπος πέρα ως πέρα
κι οι παπαρούνες βάψανε απ’ τ’ άδικο το αίμα
κι ένας πασάς, ο Ισμαήλ, τα μάτια του πριν σβήσουν
άκουσε τον παπά Φραγκιό από τον άλλο κόσμο:
«Πολύ κακό Μανώλη μου, ποιός να στο συγχωρέσει
μήτε κι εγώ ο πατέρας σου, μπορώ κι ας είσαι γιός μου».
Και του ’δειξε βόλι χρυσό, κι απάνω του γραμμένο
όνομα είχε αδερφικό, «Αντώνιος Καμπάνης»
ο πρωτεργάτης της τιμής, ο δωρητής του αγώνα.
Κι η μάννα έσυρε φωνή και το χαράκι εσκίστη:
«Εγώ ’μαι, που σε βύζαξα και πόνεσα για εσένα
κι έκαμες τη λαχτάρα μου όργητα και κατάρα
άγνωρη νά ’ναι η δόξα σου κι ασύχαστη η ψυχή σου
κι άπλαστο άστρο η ζήση σου στον ουρανό να σβήσει».
Πρόλαβε και θυμήθηκε τη μητρική του γλώσσα
κι ήταν πολλά τ’ αλάλητα κι είχε η σφαγή τελειώσει,
μα πάλι δεν επρόλαβε, μόνο να μετανιώσει.»
Στις είκοσι μία του Μάη του χίλια οκτακόσια εξήντα επτά, οι Τούρκοι με αρχηγό τον Ομέρ Πασά και συναρχηγό τον Ισμαήλ Φερίκ Πασά, ακλουθώντας την Γερακιανή Λαγκάδα και κατόπιν από την Λαγκάδα της Πλάτης, μπήκαν στον τόπο.
Για άλλη μια φορά το Λασίθι με την ξεχωριστή γεωγραφική του ιδιομορφία και την φυσική οχυρωματική του θέση, καλείται να αποδείξει πως είναι αγκάθι σε όποιον επιβουλεύεται να το πατήσει. Ένα δίστιχο αποτυπώνει την δυσκολία που αντιμετώπιζε ο εχθρός:
«Αν δε μερώσω τα Σφακιά και κάψω το Λασίθι,
να πέσει ο Αποκόρωνας, δεν ησυχάζει η Κρήτη.»
Οι ανελέητες συγκρούσεις κράτησαν δέκα ολόκληρες μέρες και νύχτες. Άλλος ένας κύκλος θανάτου θ’ αυγάτιζε τις εύθραυστες αναμνήσεις και τη ζυγισμένη τιμή. Η μάχη ήταν από τις σπουδαιότερες της Κρητικής Ιστορίας, γι’ αυτό και η ημιαυτόνομη Κρητική Πολιτεία, πριν την ένωση με την Ελλάδα, σε ένδειξη σεβασμού, το χίλια οκτακόσια εβδομήντα εννέα, μετονόμασε ολόκληρη την διοικητική περιφέρεια, από Περιφέρεια Σητείας, σε Περιφέρεια Λασιθίου. Ανασκευάζεις τον απόκρυφο στεναγμό, κλαις φανερά…
Η αφρούρητη ταραχή γίνεται αλμύρα στα μάτια. Νιώθεις πως έχεις ψηλώσει ένα μπόι κι έρχεσαι να χαράξεις πάνω στο μάρμαρο:
«Δεν είσαι εσύ μια άγνωστη, κρυφή γωνιά του κόσμου
μικρή η ζωή, μα γίνεται στη ρίζα σου μεγάλη
και στην αθάλη του καιρού, Λασίθι, Τόπος Μέγας
τρίχορδες λύρες παίζουνε και ανεβαίνει ο ήλιος.»
Οι παπαρούνες λιτανεύουν το αίμα. Ο χορός της μάχης νομίζεις πως τελειώνει εδώ, μα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η φλούδα τούτης της γης έχει πολλά μυστικά γραμμένα. Βαφτισμένοι και αβάφτιστοι ίσκιοι καταπίνουν τους μπρούτζινους καπνούς μαζί με το μπαρούτι και τον κουρνιαχτό και χάνονται. Τα πληγιασμένα σώματα πορεύονται πίσω από το βασίλεμα του ήλιου, όλα εκτός από δυο. ‘Ένα αναμμένο χέρι βγαίνει από την άβυσσο. Η γεύση της απορίας καίει τα νηστεμένα χείλη.
Αυτή η μάχη που ανάβει λαμπάδες και τρομοκρατημένες ανάσες, αποδεικνύεται ακόμη πιο συγκλονιστική, γιατί εδώ, πέρα από κάθε τι άλλο, η Μοίρα, άκου πόσο παράλογο, όρισε τη σύγκρουση δύο αδελφών, του Αντώνη Παπαδάκη και του Ισμαήλ Φερίκ Πασά. Εδώ, στον τόπο της καταγωγής τους, μην έχοντας σφάγιο για τη σπονδή, ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς, θα ανοίξει µε το γιαταγάνι τη φλέβα στον καρπό, και θ’ αφήσει να τρέξουν λίγες σταγόνες αίμα στη γενέθλια γη, καλώντας στη μεγάλη συνάντηση τους δικούς του, με το αίμα του που είναι αναμφίβολα και δικό τους. Κλαις…
Ο Ισμαήλ ήταν ο πρωτότοκος γιός του παπά Φραγκιού Καμπάνη ο οποίος γεννήθηκε γύρω στο χίλια οκτακόσια εννιά. Το πρώτο του όνομα ίσως να ήταν Μανώλης ή Γιάννης. Όταν στην προηγούμενη μεγάλη μάχη, οι Τούρκοι πάτησαν για πρώτη φορά στο Λασίθι, έσφαξαν τον πατέρα του και αιχμαλώτισαν αυτόν και τα άλλα δύο αδέλφια του, τον Αντώνη και τον Αντρέα προκειμένου να πουληθούν σκλάβοι στην Αίγυπτο.
Ο Αντώνης βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη απ’ όπου δραπέτευσε και πήγε στην Οδησσό. Εργάσθηκε στα κτήματα του μεγάλου διπλωμάτη και έμπιστου του Καποδίστρια, Αλέξανδρου Στούρτζα, ο οποίος ήταν αδελφός της Ρωξάνδρας, της όμορφης εκείνης γυναίκας που υπήρξε ο ανεκπλήρωτος έρωτας του πρώτου κυβερνήτη, του Ιωάννη Καποδίστρια. Διδάχτηκε τα ελληνικά γράμματα και έπιασε δουλειά σε ελληνικό τυπογραφείο της Οδησσού. Μπήκε δε και στη γεωργική σχολή και σπούδασε γεωπονία. Αφού αποφοίτησε διορίστηκε διευθυντής στα κτήματα του Αλέξανδρου Στούρτζα. Χάρη στις γεωπονικές του γνώσεις αύξησε πολύ το εισόδημα των κτημάτων και επεξέτεινε τις δραστηριότητες του εργοδότη του και στον τομέα της κτηνοτροφίας. Αργότερα, όταν απέκτησε αρκετά χρήματα εγκαταστάθηκε στην ελεύθερη Αθήνα, όπου ως Έλληνας πολίτης έζησε βίο λιτό ευεργετώντας την πατρίδα του. Ο Αντώνιος Παπαδάκης είναι ο μέγας ευεργέτης του πρώην Οθώνειου Πανεπιστημίου και νυν Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όταν ψάχνοντας για την τύχη των δύο χαμένων αδελφών του, ανακάλυψε ότι ήταν στην Αλεξάνδρεια, ήρθε με πρωτόγνωρη χαρά σε επικοινωνία μαζί τους. Ο μεγαλύτερος από αυτούς, ο Μανώλης ή Γιάννης, είχε μετονομαστεί σε Ισμαήλ και είχε γίνει ο περιβόητος στρατηγός Ισμαήλ Φερίκ πασάς γνωστός ως Υπουργός των Στρατιωτικών της Αιγύπτου. Ο μικρότερος αδελφός Αντρέας, είχε γίνει ο Αρχηγός Χωροφυλακής στην Αλεξάνδρεια.
Η Κρητική επανάσταση του χίλια οκτακόσια εξήντα έξι, βρήκε τα δύο αδέλφια, τον μεν Αντώνη Τραπεζίτη στην Αθήνα, τον δε Μανώλη, με το όνομα πλέον Ισμαήλ στην Αίγυπτο. Ο πρώτος, ο Αντώνης, χρηματοδότης και βασικό στέλεχος της Κρητικής επιτροπής αγώνα, συγκέντρωνε και έστελνε όπλα και προμήθειες για την ενίσχυση των επαναστατών, ο δε Ισμαήλ ήταν αυτός που ορίστηκε επικεφαλής του Αιγυπτιακού στρατεύματος και ήρθε στην Κρήτη για να βοηθήσει τους Τούρκους να καταπνίξουν την επανάσταση.
Στην εκστρατεία κατά του Οροπεδίου Λασιθίου τα δύο αδέλφια βρέθηκαν αντίπαλοι στ’ αυλακωμένα χώματα, στον ίδιο αγώνα. Απαραπόνευτα η Μοίρα, στο κανάκεμα του κυπαρισσιού μαστόρευε τον μαλακό πηλό από το συγγενικό αίμα και το πρώτο γάλα. Στις είκοσι τρεις του Μάη, έπηξε πιότερο η πένθιμη βοή κατά την διάρκεια της μάχης.
Ώρα που το φεγγάρι έσταζε θειάφι, ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς μ’ αστείρευτο μετανιωμό, έχοντας προμαντέψει το τέλος, ακολουθεί τα σημάδια και αφήνει την τελευταία του πνοή στο ξετρύπι του χαρακιού με τη λιγωτική μυρωδιά της ανθισμένης μηλιάς στα ρουθούνια.
Ο θάνατος, επισφραγίζει τον νόστο και από ανίερο έρχεται να τον αγιάσει. Ποιος μπορεί να γνωρίζει, αν τελικά ήταν αλήθεια πως τον είχε αιχμαλωτίσει περισσότερο ο χαμένος τόπος, το Λασίθι της πρώτης παιδικής ηλικίας και της αθωότητας, παρά η Αίγυπτος. Αναπάντητο έμεινε και το αν σ’ εκείνο τον νόστο κατάφερε να γεφυρώσει το χάσμα της απουσίας, της οδύνης και της απώλειας.
Άλλοι υποστηρίζουν πως πέθανε από παθολογικά αίτια, ενώ άλλοι ότι δολοφονήθηκε ή ακόμη και το ότι τον βρήκε βόλι, ένα από αυτά που είχε στείλει ο αδελφός του από την Αθήνα. Το βέβαιο είναι ότι ο θάνατος του Ισμαήλ συγκλόνισε τον αδελφό του Αντώνη, αφού η αδελφική αγάπη δεν είχε σβήσει ποτέ από τα δύο αδέλφια.
Σε τούτο τον μικρό Μέγα Τόπο, στο απάνω δώμα της Κρήτης, οι στοχασμοί δεν γνωρίζουν ενδιάμεσες αποστάσεις σαν ταξιδεύουν από πρόσωπο σε πρόσωπο κι από εποχή σε εποχή. Η σκέψη τραμπαλίζεται όπου στραφταλίζουν μυστικά και ονόματα. Εδώ η αγάπη χρησμοδοτεί το αναγκαίο, και οι απόκοτοι παλμοί της καρδιάς υπηρετούν σκληρή θητεία στην ανάσταση.
Υπάρχουν και οι άλλες νύχτες, εκείνες οι πανσέληνες, όταν επιστρέφουν οι εξόριστοι ίσκιοι και οι αφανείς ψυχές ξεκουμπώνουν το μαύρο πουκάμισο να φέγγει η αγάπη. Δέντρα ιερά, πρίνοι, βελανιδιές, σφεντάμια, μέσα τους χάνεσαι, αγκαλιάζεις με την ψυχή που δεν ξέρει από σκοτάδι, εκεί τα όνειρα, μια σκέψη μόνο και σωπαίνουν τα φύλλα, μια ανάσα κι ανασταίνεται το φως, ένας ψίθυρος και χαμηλώνει το φεγγάρι με την ίδια υπόσχεση στην καρδιά σου, Αύριο…
Αν αλήθεια ξέρεις ν` αγαπάς μάθε μου κι εμένα, πώς διαβάζεται το χρέος της ψυχής σε τούτο τον τόπο και πώς τ` ανάριο φως, γράφει το ίδιο σωστά μαζί με τα σημάδια πάνω στην πέτρα, στεφανωμένους πόθους και παλιές ανορθόγραφες συνήθειες.
«Εδώ οι ποιητές μιλούν με τον καιρό και μ` ένα πικραμύγδαλο στη χούφτα ξορκίζουν τον θάνατο. Οι ποιητές, το ξέρεις, δεν φεύγουν ποτέ, ανεβαίνουν ψηλά, συλλαβίζουν πάντα στη μέσα ραφή της ψυχής την αγάπη, διαβάζουν τη βροχή στο φως και ανάβουν τα καινούρια άστρα με την αφή, να φέγγει αύριο, το μέλλον τριαντάφυλλα. Τριαντάφυλλα Ζωή μου, τριαντάφυλλα, οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα…» , αναγνωρίζεις τη φωνή κι απλώνεις το χέρι, με μια ραγισμένη ανατριχίλα ζητάς να σε κρατήσει, πριν η ανώνυμη οδύνη του έρωτα γυρέψει πρόσωπο, πριν αποκτήσει ο πόθος σάρκα και οστά.
Κέρκυρα 14 Μάη 2020
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου