Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Η ξεμυαλίστρα…

του Αντώνη Κουκλινού


Ήρθενε απου τη (μ)πάνω Ελλάδα, να τη νε κονέψει η θειά τζη, μνιά ολιά καιρό.
Μακρά, μαύρα, μαλλιά οσά ντο κατράμι, ατζιγγανομάτα, με σαρκώδη χείλια και κορμοστασά απου στο σαλεμό τζη, δε ν’ είχενε ψεγάδι.
Με τσι κερντανέδες (κρίκους) να κρέμουνται στ’ αφθία τζη, έτσά αεράτη και έξαλα ντυμένη, εεε… Θε μου πάλι κάψες.
Εσοκουζούλανε ούλους τσ’ ασερνικούς, μικιούς, μεγάλους.
Τα τζαναβάργια τα πλιά μικρά, εβάνανε νιματερά (πειράγματα) στσι πλιά μεγάλους, πως τάχα μου, τά ‘χει με ένα ντελικανή και πάνε και χώνουνται τα βράδια, λέει, σε ένα σόχωρο.
Ετρώγανε τα λυσακά ντως, να μάθουνε πχιός εκατάφερε και εξεμιαλίστηκενε μαζί ντου, μα…πράμα.
Εφτάξανε στο σημείο να μετρούνε ο γης το ν’ άλλο, για να βρούνε πχιός λείπει.
Οθε ντη ρούγα τζη να θώργιες… ούλοι οι λιμοκοντόροι, σολατσέρνουνε, τίγκα στη (μ)περγιατίνη στο μαλλί και τα στιβάνια γυαλισμένα τση μπενιάς.
Εκάνανε και καντάδες και οι καφετζήδες τελευταία εκατήντηζε, να το ξημερώνουνε, για δε ν’ εκόλανε ύπνος στσι γαμπρούς.
Η εκκλησά τσι Κυργιακάδες, δε τζί ‘βανε μπλιό, μα και στο σπερνό, εγλακούσανε να πχιάσουνε στασίδι, αφού η πανωελαδίτισσα ήτονε στην ομπρός μερά.
Παντέρμα νιάτα, πως χοχλακά το αίμα σας…
Ήρθενε η ώρα να γλεντήσουνε στο πανηγύρι του χωργιού και ούλοι οι γαμπροί ντυμένοι στη τρίχα.
Στριμμένες οι μουστάκες, καλογυαλισμένα τα στιβάνια και ο σεβντάς, ο παντέρμος, για τη ν’ ομορφονιά, τσουρουφλίζει, τσι μπέτες τονε.
Δε ν’ έφτανε η κάψα του Δευτερογούλη, έβαλε κι εκείνη τα κοκκινερά τζη και με το που εφάνηκενε στο γλέντι, το θερμόμετρο ανέβηκενε, στα τάρταρα.
Οι χορευτάδες δε ν’ εκαθίζανε σε καρέκλα, για να δείξουνε τσι λεβεδιές τονε, στη ν’ ομορφονιά.
Οι γιαποδέλοιποι εκατεβάζανε τσι κούπες, οσά ντο νερό.
Πάνω, κάτω, ο καφετζής, να μη προλαβαίνει τα κεράσματα.
Οι αμαθιές από γύρου, γύρου, επέφτανε απάνω τζη, οσά τζι αχτίνες του ήλιου, απου τρυπούνε τσι χαραμάδες.
Ετούτη τη ν’ αργαδινή, ο έρωτας, το χει βάλει αμέτι μουχαμέτι, να κουζουλάνει το γλέντι.
Εκείνη με τον αέρα τζη εκράθιενε το ποτήρι και δε ν’ ήφηκενε τραπέζι, να μη το γυρίσει, μνιά και δυό φορές.
Η θειά τζη εκαμάρωνε με το ομορφόσογο δίπλα τζη, απου τη νε ξανοίγανε ούλοι.
Όλα τα όμορφα όμως κάποτε τελειώνουν…
Ένας κουστουμάτος, με γυαλάκια, ήφταξενε ξαφνικά στο τραπέζι τζη και η ομορφονιά εγλάκανε και εποκρεμάστηκενε στο λαιμό ντου.
Εποχασκώσανε οι ντελικανίδες…
Μονο μνιάς, ότι είχανε πχιωμένο, εχτύπησε ντος, στο καπατσινέλι, τση κεφαλής.
Ένας κόμπος τα στομάχια ουλονώ, γιατί εχάλασε το ρομάντζο και η διάθεση.
Ετσουτσουρίζανε, πχιός είναι ετοσές και ίντα γυρεύγει έπαέ.
Εμαθεύτηκενε, πως ο λιμοκοντόρος είναι ο αρραβωνιαστικός και πως εκατέβηκενε να τη νε πάρει οπίσω, στη πατρίδα τζη.
Καιρός ήτονε μπλιό…
Ανεμαζώξανε ούλοι τσι μαθιές τονε οπίσω και ένας, ένας, έλεγε το άσιχτήρι στο σεβντά, να πάει να τσι ξεφορτωθεί, γιατί αρκετά τσι παλαγιάστηκενε, τελευταία.
Εκείνη φεύγοντας, τους αποχαιρετούσε, αφήνοντας πίσω αποσβολωμένη, την επιθυμία και το ανεκπλήρωτο όνειρο, κάποιος, να την κατακτήσει…!

Αντώνης Κουκλινός 9 Οχτώβρη του 15

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά