Το σημερινό κείμενο, μέσα από μια παιδική ανάμνηση, θα δώσει βάση, όχι τόσο στην καθ εαυτού ιστορία, αλλά σε λέξεις παραδοσιακές και λαογραφικές μιας εποχής που πέρασε, και άφησε σε πολλούς από εμάς, μονάχα όμορφες αναμνήσεις!
Μου άρεσε όταν ήμουν μικρός, ένα δεκάχρονo άβγαλτο κοπέλι, να πηγαίνω στα έχνη μαζί με τον παππού μου τον Ρετζεπομανώλη κυρίως τις Κυριακές ή όταν δεν είχαμε σχολείο. Πηγαίναμε δηλαδή στα χωράφια και βοσκάγαμε εκεί τα γίδια και πρόβατα που είχε ο παππούς, και ένα μεγάλο τράγο δυνατό με στρουφιχτά κέρατα, και φυσικά σε όλα αυτά, μαζί και το γαϊδουράκι του.
Του πατέρα μου του άρεσε να με στέλνει με τον παππού, γιατί ήξερε πόσο αγαπούσα την εξοχή, αλλά και πόσα πράγματα μπορούσα να μάθω από αυτόν! Για μένα πράγματι από τότε η εξοχή ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο σαν ένα απέραντο σχολείο, και με δίδασκε πολλά πράγματα μαζί. ακόμα και την ίδια την ύπαρξη του Θεού!
Μια μέρα λοιπόν «Άνοιξη καιρού», πήγα από το σπίτι του παππού, και τον παρεκάλεσα να με πάρει και εμένα μαζί του στην τοποθεσία «Κορφή» που ήταν το χωράφι του, όπου πήγαινε συχνά. Ήταν πολύ μακριά και αρχικά δεν ήθελε να με πάρει μαζί, αλλά εγώ επέμεινα και τελικά συμφώνησε!
Πρωινές ετοιμασίες
Ο παππούς μου ο Ρετζεπομαανώλης αν και πολύ γέρος τότε, αφού περνούσε ήδη τα ενενήντα, έφερε από το αχίρι τον γάιδαρο του, τον έστρωσε (έζεψε) με το σωμάρι, του έβαζε το χαλινάρι και τον μουστρούχωσε, δηλαδή του πέρασε στο μουσούδι ένα μεταλλικό συρμάτινο φίμωτρο. Στα σκαρβέλια του σωμαριού έδεσε μία – μία τις δυο αίγες του, δυο πρόβατα και τον τράγο, όλα μουστρουχωμένα!
Άλλα δυο τρία χρονιάρικα κατσίκια, τα είχε ελεύθερα να ακολουθούν στο δρόμο, όμως τα είχε και αυτά με μικρά μουστρουχινάκια! Τα ζώα τα είχε δεμένα με το κοντόδεμά τους από τη μουράγια, και ακολουθούσαν όλα στον ατζίποδα (στο πλάι)του γαιδάρου ήσυχα – ήσυχα. Όλη η ομάδα ήταν στους ρυθμούς του παππού, χωρίς πολλές – πολλές ζωηρές κινήσεις.
Από την άλλη η γιαγιά μου ετοίμαζε και για μένα ένα βουργιδάκι, που μέσα έβαλε ελιές, τσιγαρίδες από χοιρινό, ένα καρβέλι ψωμί, δυο ντομάτες, δυο αγγούρια και ένα τσουκάκι μικρό με νερό και ένα τσίγκινο λαινάκι. Έβαλα το βουργιδάκι στη πλάτη μου και ο παππούς κρέμασε τον δρουβά του στα σκαρβέλια, που είχε μέσα δύο μικρά φλασκιά, ένα με κρασί , και ένα με βραστάρι που περιείχε τσάι από θυμάρι ξύδι και μέλι.
Και ήταν το καθημερινό του ρόφημα και καθημερινή συνήθεια να πίνει βραστάρια. Κρέμασε στα σκαρβέλια και ένα μεγάλο φλασκί πλακέ στρογγυλό που είχε κι αυτό νερό. Επίσης στον δρουβά είχε φουρνισμένα χαρούπια ελιές, αθότυρο, δυο κρομύδια, και ένα δυο ντάγκους κρίθινο κοκκαλιαρό ψωμί ( δυο παξιμάδια κρίθινα).
Μια μέρα τον ρώτησα γιατί έχει τον γάιδαρο μουστρουχωμένο και τα άλλα ζώα του, ενώ ήδη είναι δεμένα στο γάιδαρο, και μου απάντησε πως τα έχει όλα μουστρουχωμένα, ώστε αν του συμβεί κάτι και φύγει ο γάιδαρος και πάει στα ξένα χωράφια, να μη φάει τα σπαρμένα, κι αν περάσει δίπλα από κανένα αργούλιδα, να μην ορμήσουν όλα και φάνε τα νεαρά βλαστάρια.
–«Σέβομαι τσι περιουσίες των άλλων, και ποτές μου δε θέλω να ζημιώσω κιανένα και με τρέχουνε στα δικαστήρια», μου έλεγε.
Πραγματικά ποτέ δεν τον κατάγγειλε άθρωπος, αλλά ούτε και εκείνος δεν κατάγγειλε ποτέ κανέναν, τόσο καλός και πράος άνθρωπος ήταν!
Επίσης τον ρώτησα γιατί φοράει πάντα χλένη (παλτό) πηγαίνοντας στην εξοχή ενώ κάνει ζέστη, και μου απάντησε με την εξής παροιμία:
-Όντε λιάζει παίρνε τον γαμπά σου (κάπα σου), μα όντε βρέχει ξα σου!
Του άρεσε του παππού μου να με διδάσκει με παροιμίες και άλλα χρήσιμα πράγματα και μου έλεγε ένα σωρό ιστορίες στην εξοχή.
Καθ’ οδόν
Όταν ξεκινήσαμε, εμένα με έβαζε πότε σ το σαμάρι του γαϊδάρου και πότε πήγαινα με τα πόδια, ενώ κείνος περπατούσε πάντα με τα πόδια πότε μπροστά, πότε δίπλα μας, και καθοδηγούσε το υπομονετικό κτήμα (γαϊδούρι), κρατώντας το από το χαλινάρι. Μια μέρα τον ρώτησα γιατί δεν καβαλικεύει και αυτός τον γάιδαρο και πάει τόσα χιλιόμετρα με τα πόδια σε ανηφόρα μάλιστα, και μου απάντησε πως σέβεται το ζώο, που έχει και αυτό τα χρόνια του, αλλά το βγάζει στην εξοχή, για να δυναμώνουν τα πόδια του και η καρδιά του, και του ζώου αλλά και αυτού του ίδιου!
Πίστευε πως ο άνθρωπος όσο σέρνεται και πάει στην εξοχή είναι καλά, από τη στιγμή όμως που αρρωστήσει και καταπέσει στο κρεβάτι, τότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση.
Δρόμο – δρόμο του έκανα πράγματι πολλές ερωτήσεις, και εκείνος πάντα μου εξηγούσε με τον τρόπο του όσα ήξερε. Πάντα μου δίδασκε πολλά, αλλά δύο τρία μου έμειναν, η ηθική του που ήταν σε υψηλό βαθμό, η σοφία του που την έβλεπα στις κατασκευές του, και η αρχή του στο «όλα με μέτρο».
Ο ίδιος τηρούσε το ρητό σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Έβλεπα πως το έκανε πράξη , κάθε φορά που άνοιγε την ταμπακιέρα του, να καπνίσει ένα τσιγάρο, και δεν το κάπνιζε ολόκληρο, αλλά το έκοβε στη μέση, ή και στα τρία για να το καπνίσει, και ξανάκλεινε την ταμπακιέρα.
Μετά πολύ αργότερα έμαθα στο σχολείο το ρητό «παν μέτρον άριστον» αλλά εγώ τα ήξερα όλα αυτά από πριν!
Καθώς πηγαίναμε στο χωράφι είδα ένα σπίτι ακατοίκητο που είχε απέξω Βασιλικό.
-Ωραίος ο βασιλικός του λέω
-Ναι μα είναι ξένος, μου απαντάει!
Έκοψα εγώ ένα κλαδί και ο παππούς με μάλωσε γιατί δεν του άρεσε να παίρνουμε ξένα πράγματα. Όταν του είπα ότι δεν το έκλεψα γιατί το σπίτι είναι ακατοίκητο, μου είπε ότι έτσι κι αλλιώς θα έχει μαραθεί μέχρι το βράδυ. Έβαλα το βασιλικό στο βουργιδάκι μου και συνεχίσαμε.
Φτάνοντας στο χωράφι
Μόλις φθάσαμε στο χωράφι , εκείνος πήγε να ξεφορτώσει το γάιδαρο και να τζενιώσει τα ζώα στη βοσκαριά (όπου είχε χορτάρι). Με το κοντόδεμα τους, (σχοινάκι) τα έδεσε από το τζένιο ( παλούκι) που είχε στην άκρη το κάθε σχοινί, και τα κάρφωνε με μια πέτρα στη γη. Εγώ είδα ένα τράφο (ξερολιθιά) με πέτρες, και σκέφτηκα να πάω να ξεσκαλίσω για να βρω δυο τρείς χαχαλιές (φούχτες) χοχλιούς, που μου άρεσε και να τους βρίσκω αλλά και να τους τρώω! Δίπλα στον τράφο που πήγα, είχε τεράστιο κούσκουρα (πετρώδες έδαφος), όπου εκεί υπήρχε και ένα κοίλωμα σαν λάκκος και εκεί μέσα είχε μπόλικο νερό, που μου έκανε εντύπωση.
-«Αυτό τον λένε αρόλιθο ή γούργουθα, και γεμίζει από τη βροχή». Μου λέει ο παππούς . Τον ρώτησα αν μπορώ να πιώ, και μου είπε ότι ναι μπορώ, γιατί αυτούς τους αρόλιθους τους έστειλε ο θεός για Τα διψασμένα όντα, τους ανθρώπους, τα ζώα και τα πετεινά του ουρανού, για να πίνουν.
Εκεί μέσα μου είπε ο παππούς να βάλω το βασιλικό αν ήθελα να μην μαραθεί. Εγώ ήπια λίγο και μετά έβαλα πράγματι εκεί το βασιλικό. Ο παππούς σε όλα τα χωράφια του φύτευε ελιές από άγρια φυτά ελιάς, τα λεγόμενα αγρουλίδια , τα οποία αργότερα τα μπόλιαζε από ελιά ήμερη, και έτσι έκανε τα λιόφυτά του. Εγώ εκείνη την ημέρα πήγαινα και στους άλλους τράφους και έβρισκα χοχλιούς, ανασήκωνα πέτρες και θάμνους με ένα ξύλο και γέμιζα τσι τσέπες μου. Καθώς ανασήκωσα όμως μια μεγάλη πλακωτή πέτρα, και τράβηξα μια μεγάλη κολληταριά χοχλιούς, με δάγκωσε ένας σκορπιός και έβαλα τα κλάματα…
Ο παππούς αμέσως έβγαλε το τσαπράζι του, έσκισε λίγο το σημείο που με δάγκωσε ο σκορπιός, ρούφηξε το αίμα το έφτυσε, και με μία πέτρα πολτοποίησε το βασιλικό που είχα στο νερό, και μου τον έβαλε σαν κατάπλασμα πάνω στο σημείο αυτό της δαγκωματιάς. Έβαλε επάνω αντί γάζα ένα φαρδύ φύλλο μολόχας, και χρησιμοποίησε ένα χόρτο που το λέγανε κουσκουμπάκι σαν σχοινάκι, και μου έδεσε το χέρι. Αργότερα όταν καθίσαμε για φαγητό το έλυσε, και η πληγή δεν υπήρχε, ούτε και πρήξιμο!
Ο βασιλικός, το άγιο αυτό βότανο είχε κάνει το θαύμα του! Όταν τρώγαμε μου έδωσε να δοκιμάσω από το βραστάρι που είχε στο δεύτερο φλασκί μια και τον είδα να το πίνει ευχάριστα. Δε μου άρεσε καθόλου, κόντεψα να κάνω εμετό! Ρώτησα τι περιέχει μέσα και πώς το φτιάχνει. Μου είπε βράζει τους βλαστούς του θυμαριού στο νερό και μετά προσθέτει ξύδι και μέλι.
Μου είπε ότι αυτό το ρόφημα κάνει καλό στη μνήμη.
Ρωτώντας για διάφορα βότανα
Αφού μου είπε τις ευεργετικές ιδιότητες που είχε το βραστάρι του ο παππούς, σιγά – σιγά μπήκα στον πειρασμό να τον ρωτήσω και για άλλα βότανα, και με αυτά που μου είπε, άρχιζα να καταλαβαίνω σε τι χρησίμευε το κάθε βότανο και πόσο θεραπευτικά είναι όλα αυτά. Για εμένα ο παππούς ήταν ο καλύτερος πρακτικός γιατρός! Μετά έμαθα για τη ρίγανη.
Το αφέψημα της ρίγανης είναι πικρό αλλά είναι το καλύτερο καρύκευμα για την μαγειρική και κάνει καλό στη διάρροια σα βραστάρι. Επίσης μου είπε ότι τη ρίγανη όπως και όλα τα βότανα και φρούτα, μπορούμε να την χρησιμοποιούμε σαν βάση για λικέρ με ρακί. Μετά έμαθα για την ματζουράνα (δυόσμο). Ένα βραστάρι από δυόσμο, είναι εκτός από αρωματικό, και ιδανικό για βρογχίτιδα και αποσυμφόρηση κλειστής μύτης. Επίσης και αυτήν μπορούμε να την χρησιμοποιούμε σαν βάση για λικέρ με ρακί. Μετά έμαθα για την μαλωτήρα (τσάι του βουνού). Είναι βραστάρι με ωραία γεύση και είναι ιδανικό για πέτρες στα νεφρά στους στομαχικούς πόνους και είναι ιδιαίτερα διουρητικό. Μετά έμαθα για τα καμηλάκια ( χαμομήλι), ιδανικό για φουσκώματα και πόνους στο στομάχι.
Όπου το βρίσκαμε το ξεπατώναμε, και ο παππούς το έβαζε σε μια κνισάρα σε σκοτεινό μέρος για να ξεραθεί, ή το έκανε ματσάκια και το κρεμούσε στον τοίχο μαζί με άλλα βότανα. Ο παππούς μου είπε ότι πολύ παλιά δεν υπήρχαν νοσοκομεία και μαζεύανε χαμομηλάκια , και τα παραδίδανε στον Ερυθρό Σταυρό, ‘οπου τα χρησιμοποιούσε στην φαρμακευτική.
Το κολατσό μας
Όταν είχα βρει ήδη καμιά οκά χοχλιούς , ζήτησα από τον παππού να ανάψει φωτιά να τους κάνουμε οφτούς. Εγώ πήγα να φέρω ξύλα, αλλά όμως ο παππούς είχε ξεχάσει στο σπίτι το τσακουμάκι του και τον πυρόβολο (τσάφ – τσάφ) που είχε. Δεν ήθελε όμως να με απογοητεύσει και με έστειλε να του βρω μια ξερή άσπρη καβαλίνα, ενώ εκείνος πήγε και βρήκε ένα σπασμένο γυάλινο μπουκάλι, και με τον πάτο του μπουκαλιού που το έστρεψε προς τον ήλιο, εστίασε το φώς στην καβαλίνα και αμέσως εκείνη έβγαλε ένα ελάχιστο καπνουλάκι! Φύσηξε εκείνη τη στιγμή που άρχισε να βγαίνει καπνός, και η καβαλίνα άναψε! Αμέσως την έβαλε κάτω από ένα μικρό σωρό με ξυλαράκια, φύσηξε πάλι, και αμέσως πήραν και αυτά φωτιά! Μου είπε ο παππούς πως και με ένα γυάλινο μπουκάλι με νερό μπορεί να μου ανάψει φωτιά, αλλά και με τον γυαλί του πλακέ φακού μπορούμε να ανάψουμε από το φώς του ήλιου! Τρελάθηκα από τη χαρά μου με όλα αυτά, και το είπα στο σχολείο την επόμενη μέρα! Ο δάσκαλος μας τότε μας είπε στην τάξη, ότι οι παλιοί κάποια πράγματα τα ξέρουν καλά, και ξέρουν πάντα πιο πολλά και από τους δασκάλους, και κυρίως είναι πιο πρακτικοί!
Κολατσίσαμε χ με τους οφτούς χοχλιούς, μαζί και τυροζούλι ελιές με το καρβέλι ψωμί και τα χαρούπια, ήπιαμε και κρασάκι! Τα χαρούπια ήταν το αγαπημένο «φρούτο» του παππού. Μου είπε ότι καθάριζαν τα δόντια από τις τροφές δυνάμωναν τα ούλα και τα κόκκαλα γιατί είχαν πιο πολύ ασβέστιο από ότι το γάλα. Όπως κολατσίζαμε βλέπω ξαφνικά ένα φίδι στα πόδια του παππού!
Μου είπε να μην κουνηθώ καθόλου! Το φίδι μπήκε στου παππού ση βράκα (κρητική νησιώτικη βράκα) από το μπατζάκι . Ο παππούς ατάραχος δεν πτοήθηκε καθόλου αλλά δεν κουνήθηκε και από τη θέση του! Μετά από λίγο το φίδι έφυγε μόνο του. Μου είπε ότι αν τα φίδια αν δεν τα πειράζουμε, δεν μας πειράζουν!
(Ευχαριστούμε την κα Αμαλία Φαραγκουλιτάκη για την βοήθεια στο κείμενο )
Κείμενο – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης