Από τις ιστορίες του παπά Γιώργη
Καμπόσες ιστορίες ήξερε κάποτε και ο εφημέριος του χωριού μας στη Γαλιά, ο παπά Γιώργης.
Πολλές φορές ήμουν και εγώ μάρτυς στις παρέες αυτές, κάποια καλοκαιρινά απογεύματα, όπου καθόμαστε στην αυλή, και αποσπερίζαμε κάτω από τη μεγάλη μας μουριά, και ο κάθε ένας από τους μεγάλους έλεγε ότι ιστορία ήξερε.
Μια βραδιά από τις πολλές, ο θείος μου ο παπά Γιώργης αρχίνηξε μια διδαχτική ιστορία.
>Ήτονε μια φορά ένας ξυλοκόπος, που λέτε, και πήγε στο βουνό να κόψει ξύλα, χειμώνα καιρό.
Πάνω που έκοβε τα ξύλα, αλλάζει ο καιρός και άρχιξε να ρίχνει μια δυνατή μπόρα!
Τρέχει αυτός βιαστικά και προλαβαίνει να μπει σε ένα σπηλιάρι για να μη βρέχεται.
Σε λίγη ώρα, να σου και πλακώνει ένας δυνατός χιονιάς!
Μόλις νύχτωσε, ακούγεται ένα μουγκρητό, και να σου να έρχεται προς τη σπηλιά ένα λιοντάρι!
Το θεριό εμφανίστηκε φιλικό και ευγενικό, χαιρετά τον ξυλοκόπο και την άραξε για ύπνο ακριβώς δίπλα στον ξυλοκόπο!
Έκανε πολύ κρύο, και έτσι όλο το βράδυ κοιμηθήκανε!
Όμως επειδή το λιοντάρι κατάλαβε πως ο φίλος του κρύωνε, πήγε κοντά του, και με τη γούνα του τον ζέσταινε!
Το πρωί ξύπνησαν και οι δυο, και πρώτα είπε καλημέρα το θεριό στον ξυλοκόπο.
Μετά από λίγο τον ρώτησε:
-Πως τα πέρασες όλο το βράδυ φίλε μου, κοιμήθηκες καλά;
-Ναι, μια χαρά επέρασα, δε λέω καλά ήτανε! Μα να πώς να στο πω, βρώμαγες λιγάκι, ήβγανες εκεινά τη θεργιουκλιά!
-Ε τότε, αφού είναι ετσά, πάρε ετουτονέ το μανάρι (τσεκούρι )και παίξε μου μια μαναριά στη κεφαλή!
-Μα ήντα λογάται ‘δα, που θα σου δώσω και μαναριά;
Εσύ όλη τη νύχτα με ζέσταινες με τη γούνα σου και με τα χνώτα σου, και εγώ θα σου δώσω μαναριά κι από πάνω; Εσύ με έσωσες! Δε το κάνει η καρδία μου!
-Μωρέ δώσε που σου λέω μια μαναριά, και ασε τα πολλά λόγια!
Ήντα να κάνει ο άνθρωπος, πιάνει το μανάρι και του δίνει μια δυνατή μαναριά στη κεφαλή! Τρέχουνε τα αίματα, και το θεργιό φεύγει και χάνεται προς το δάσος.
Του χρόνου το Καλοκαίρι ξαναπάει ο ξυλοκόπος στο βουνό και έκοβε πάλι ξύλα, και από μακριά θωρεί το θεριό και έρχεται προς αυτόν.
-Καλημέρα! Λέει το λιοντάρι στον ξυλοκόπο.
-Καλημέρα του απαντά και ο ξυλοκόπος, πως τα πάς με τη μαναριά που σου ‘παιξα;
-Καλά τα πάω! Του απαντά το θεργιό.
Να κοίταξε, θωρείς να ‘χω πράμα;
Εγώ εδα και ένα χρόνο, με τη μαναργιά που μου ΄δωκες έγιανα.
Μα όμως από τα λόγια, αυτά που μου πες πως εβρώμαγα θεργιουκλιά, από αυτά τα λόγια, η πληγή τους που μου ανοίγανε μέσα μου δεν έγιανε!
Και αφού του τα είπε αυτά, πιάνει και τον κατασπαράσσει!
Έτσι, θέλει να μας εξηγήσει η σύντομη ιστοριούλα αυτή, την σοφή φράση του λαού μα; «Οι ξυλιές γιαίνουν, μα τα λόγια δε γιαίνουν»!
Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης