Δεν ηταν μοναχα η γριουλα Μαραγκινα που ελεγε ιστοριες και παραμυθια στα κοπελια στο χωριο μας
Οι πια πολλες γιαγιαδες μα και παππουδες, ακομα και οι θειες μαζευανε τα εγκονια τους, η τα ανηψακια τους, και με χαρα τους ελεγανε οτι εκατεχανε.
Αν ηταν μικρα τα κοπελια τους ελεγαν παραμυθια του καιρου εκεινου.
Αν ηταν μεγαλύτερα, τοτε τους ελεγαν πια σοβαρες ιστοριες.
Τεθειες καλοκαιρινες βραδυες, καθισμενοι οξω στη δροσα, και η λαμπα να κρεμεται στον τοιχο η σε καμια μουρια,
σιγα σιγα, εντακερνε και το παραμυθι….
-Που λετε κοπελακια, μια φορα ητονε μια φτωχια γυναικα που’χενε τρια κοπελια.
Επειδης ομως τση ειχε ποθανει ο αντρας τση, και η κακομιτσα ητανε πολλα φτωχεια, δε μπορουσε να τα μεγαλωσει.
Ειπε ντως η μανα μια μερα…
-Κοπελια, να πατε στη πολη να βρειτε δουλειά, να ζησετε καλύτερα, γιατι επαδα θα πεινασετε.
Εν αναγκη μπειτε φαμεγιουργια, τουλαχιστο να κατεχω πως θα τρωτε ενα κοματι ψωμι. Επαε μηδε ετονα δε θα το ‘χετε..
Φευγουνε πραγματι τα τρια κοπελια, και περνουνε το βουνο για να πανε στη πολη.
Εκεια που τρεχανε στο χωματινο δρομο, θωρουνε ενα γερο.
Ο γερος ρωτησε τα κοπελια.
-Που πατε μπρε σεις ντελικανιδακια?
-Παμε να ψαξουμε για δουλια μπαρμπα!
Πειναμε και σκεφτομαστε να παμε να μπουμε καπου φαμεγιουργια.
Και οι τεσσερεις λοιπον μαζι προχωρουσανε το δρομο προς το βουνο.
Ξαφνικα ο μεγαλος θωρει πολλα κατσοπρινια στο βουνο, που ητανε γεματα βελανια!
Ετοτεσας λεει…
-Ω τα εβλοημενα να μην ειναι ελιες!
Ντελογο θα ‘λα ‘νοιξω επαε ενα εργοστασιο να βγανω λαδι….
Θα ‘λα διδω και στσοι φτωχους που θα λα περνουσανε απο ‘παε!
Αμεσως τα κατσοπρινια γινηκανε ελιες!
Εμεινε ο μεγαλος εκεια να τσοι παραλαβει, και οι γι’αλλοι συνεχισανε το δρομο τους…
Μιας κοπανιας ο αλλος, ο μεσαιος, θωρει ενα συννεφο καλιακουδες στον ουρανο, και λεει…
-Ω τσι παντερμες να μην ητονε προβατα!
Θα λα σασω απαε ενα τυροκομιο, να κανω τυργια, και να διδω γαλα και τυρι , ανε περασει κιανεις περαστικος!
Να σου και γινανε οι καλιακουδες προβατα!
Μενει κι δευτερος εκει να τυροκομα…
Μετα ο γερος οπως προχωρουσανε μοναχοι ντως, ξανοιγει το μικρο, και του λεει…
-Εσυ μικρε, δε μιλας? Δε θες πραμα?
-Εγω μπαρμα θελω μια καλη γυναικα! Του απαντα.
Πια κατω, με το που μπαινανε σε ενα χωργιο, θωρουνε μια κοπελια και εβγανε νερο με το κουβα απ’ το πηγαιδι..
Της ζητηξανε νερο να πχιουνε γιατι διψαγανε, και αυτη τους εδωκε προθυμα!
– Να, μικρε, ετουτηνα σου κανει..
Χαθηκε ο γερος.
Πραγματι την πηρε ο μικρος τη κοπελια.
Μετα απο μερικα χρονια περνα ο γερος με ενα λαδικο στο χερι απο το ελαιοτριβειο του πρωτου..
-Ελεησε το φτωχο… ελεησε το φτωχο… και ο θεος…του λεει.
Δεν εφησε να ξετελψη το συχωρεμο που θα του λεγε…
-Βρε ηντα ”ελεηση” και ”ελεηση”! του απαντα, δε πας στο διαβολο!
Που θα τυρανιουμαι εγω να περνετε εσεις μια πατουλια το λαδακι ετοιμο!
Να σου και ξαναγινανε παλι οι ελιες πρινοι!
Συνεχιζει ο γερος και περνα και απο το κονακι του μεγαλου χτηνοτροφου.
Εκεινα τη στιγμη, θωρει το μεσαιο γιο να αρμεγει, και του λεει…
-Μου βανεις παιδι μου μνια σταλια γαλα, γιατι ερχομαι απο πολυ μακρυα και ειμαι αρωστος?
-Αν εισαι αρωστος γερο, του απαντα, να πας στο γιατρο!
Εξεβαρεθηκα το ετουτονα το βγιολι….
Δε προλαβε να παει πχια κατω ο γερος, και τα προβατα ξαναγενηκανε καλιακουδες!
Περνα μετα ο γερος και απο το σπιτι τση καλης γυναικας, ντυμενος σαν λεπρος…
Τον βλεπει απ οξω στο δρομο η γυναικα και του φωνιαζει…
-Ελα μεσα μαρμπα να πχεις ενα νερο!
-Οχι κοπελα μου γιατι θωρω πως εχεις μεσα και ενα αγορακι, και εμανα η αρωστεια μου κολιεται….
-Και δε θεραπευεται μπαρμπα?
– Θεραπευεται. Μα πχοιος θα το κανει?
Θα πρεπει να βαλει το κοπελι του στο φουρνο να το καψει, και με τις σταχτες στις πληγες γενουνε ντελογο!
Οστοσο φτανει και ο αντρας τση απ οξο και του το λεει..
-Επαε αντρα μου ειναι ενας λεπρος που δε μπορει να ιδει την υγεια του.
Ας του καμουμε το χατηρι, μα εμεις ημαστε ακομα νεοι, και κοπελια θα καμωμε μπολικα!
Συβαζει τονε και βανουν το κοπελι στο φουρνο…
Μετα απο καποια ωρα τον ανοιγουν και δεν υπηρχε ουτε φωτια ουτε σταχτη!
Ο γερος ζωντανος να καθεται σε μια χρυση καρεκλα, με καλα και καθαρα ρουχα και να κρατει ενα χρυσο ευαγγελειο!
Στα ποδια του ηταν καθισμενο και το κοπελι τους γελαστο!
Ο γερος δεν ηταν πια λεπρος, τους ευχαριστησε και εφυγε!
Καταλαβαν οτι αυτος ηταν καποιος Αγιος, ομως με τα χρυσα που τους χαρισε εζησαν μια πιο καλη και ποιοτικη ζωη
Κειμενο: Γεωργιος Χουστουλακης