Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

Themata

Ο βοσκός το καζάνι και ο γείτονας

Τη φετεινή χρονιά ο Μανούσακας ελόγιασε, να αλλάξει ταχτική όσον αφορά το γάλα τω προβάτω ντου και να το φχιάσει ο ίδιος, μιας και το περυσινό γάλα απού κουβάλαγε του χωργιανού ντου τυροκόμου, δεν το πλερώθηκε ακόμα


Μπορεί κι’ ο τυροκόμος να ‘χε νε κάπχοιο δίκιο, απού δεν είχε νε ξεπουλήσει τα τυργιά τση χρονιάς απού πέρασε, και ετσά του πομείνανε απλέρωτα τα γάλατα των ανθρώπω.

Μα είντα τονέ νοιάζει το Μανούσακα!! Τα λεφτά ντου λέει γυρεύγει και πράμα άλλο!!

– Μα είντα λογάται, τονε γροικάς ολημερίς τση μέρας και κοπανίζεται, που θα βοσκεύγω ‘γω στ’ αόρι ολοχρονίς του χρόνου και θα με τρώνε οι μπόρες και οι κρυγιώτες, να αρμέγω αργά ταχιά, να του κουβαλώ ζεστό ζεστό το γάλα, και αυτός αντί να με πλερώνει να μου λέει, έλα ανέ θες να πάρεις μια ολιά τυρί να πχιάσεις σβάρνα τα χωργιά, να το πουλήσεις, μπας και ξεχρώσουμε!!

Μα ειντά ‘ναι τούτανα τα πράματα!! Εγώ θα το φχιάσω οφέτος ολομόναχος μου , να μην του ‘χω και την ανάγκη του!

Άιντε όμως ο κακομοίρης απού δεν είχε νε ούτε τα απαιτούμενα τσιμπράγαλα απού θα του χρειαζούτανε για να ξεκινήσει το τυροκομειό;;

Και ένα παραπάνω που δεν είχε νε, ένα και το κυριότερο. Το καζάνι!!

Ενώ για να ‘γοράσει καζάνι δεν υπήρχε νε περίπτωση, αφού, πανί με πανί ήτανε η τσέπη ντου. Δεν είχενε φράγκο στην άκρα!!

Μια τζιμνιάς όμως, εβγήκε νε από το αδιέξοδο απ’ ότι φάνηκε.

Εσκέφτηκε να πα ζητήξει το καζάνι του γειτόνου ντου, μιας και τα φχιασίματα αυτός τα ‘χενε παρατημένα από ντα πέρυσι.

Τα ‘χε νε παρατημένα, από το καιρό απού του κλέψανε τα οζά και πόδε.

Δε ξανανέπιασε άλλα οζά, και φυσικά εσταμάτησε να φχιάνει.

Όπως και εγίνηκε. Σκώνεται κατσά κατσά και πάει και τονε βρίσκει και του σκα το ”παραμύθι”.

– Νόμου γείτονα το καζάνι σου, μιας και δε σου χρειάζεται οφέτως.

Θα αρχινήξω να τυροκομώ, και μος και αποκάμει η χρονιά θα σου το ξαναγιαγύρω οπίσω το ντελόγο!

Ο γείτονας του, καλοκάγαθος που ήτανε, δεν του ‘φερε κιαμιάν αντίρρηση.

Επήρε, το λοιπόν, ο γείτονας βοσκός το καζάνι, επήγαινε στη συνέχεια και ανεμάζωξε από πέρα πόδε και τα άλλα τσιμπράγαλα που του χρειαζούντανε και εξεκίνησε να τυροκομά.

Επέρασε όμως ούλη η τυροκομική χρονιά, καθώς επέρασε και κάμποσος καιρός ακόμα, και ο γείτονας βοσκός δεν ήβανε στο νου ντου να ξαναγιαγείρει το καζάνι στο γείτονα ντου.

Μια μέρα όμως ο γείτονας αποφάσισε να κάμει το σπολάιτι του γειτόνου βοσκού, επειδή δε του γιάγερνε το καζάνι.

Αυτός όμως, πονηρός απού ήτονε, σφίγγει το ντελόγο και πάει από ένα παλιατζίδικο και παίρνει ένα πολύ μικιό μικιό καζανάκι ολόμνοια του αλλονού και πάει και το βάνει μέσα στο μεγάλο καζάνι.

Παίρνει μετά το μεγάλο καζάνι, που μέσα είχε νε το μικιό, και πάει τα και τα δυο του γείτονα ντου.

– Πάρε γείτονα το καζάνι σου οπίσω και σε φχαριστώ πολύ, μα πάρα πολύ για την εξυπηρέτηση!!.

Παίρνει ο γείτονας το καζάνι οπίσω, μα μόλις είδενε το μικιό καζανάκι του λέει:

– Μα ειντάνε γείτονα ετούτονε το καζανάκι απού θορώ επαδά μέσα!!

– Ετόσονα καιρό απού ήτανε στο σπίτι μου γείτονα, εγέννησε και ήκαμε ετούτονα το καζανάκι!!

Είναι δικό σου γείτονα και αυτό, αφού το καζάνι σου το γέννησε!! Πάρε το λοιπόν!!

– Α ωραία γείτονα να ‘σαι καλά, να ‘σαι καλά, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ!!

Αυτός γεμάτος χαρές, που το καζάνι ντου εγέννησε και ήκαμε το καζανάκι, τα παίρνει και τα δυο μαζί και πάει τα και στερεύγει τα στην αποθήκη ντου.

Το γύρισμα του χρόνου, ο γείτονας βοσκός, μνιας και τα τυργιά τα είχενε ξεπουλημένα ούλα στη Χώρα, εσκέφτηκε να ξανατυροκομήσει και οφέτος το γάλα.

Για το λόγο ετούτο να, επήγε να ξαναζητήξει του γειτόνου ντου πάλι το καζάνι.

– Νόμου γείτονα και οφέτος το καζάνι σου να ξανατυροκομήσω και ο θεός να σου γράφει χρόνους, ο θεός να σ’ έχει καλά!!

Ο γείτονας πασίχαρος του τόδοκε, αφού ήτανε ευχαριστημένος από τα πέρυσι, μιας και μαζί με το καζάνι και τα γεννητούργια που είχε νε κάνει, του ‘χενε φερμένα ο γείτονας του.

– Πάρε το γείτονα πάρε το, μα εγώ μηδέ οφέτος δεν πρόκεται να τυροκομήσω!!

Το παίρνει ο γείτονας βοσκός και ξεκίνησε πάλι την ίδια δουλειά.

Στο τέλος όμως τση χρονιάς δεν εγιάγυρε το καζάνι πίσω του γειτόνου ντου, όπως ακριβώς το ‘χε νε καμομένο και οπέρυσι.

Ο γείτονας του όμως του το ξαναζήτηξε πάλι.

– Μα πότες μπρε γείτονα θα μου φέρεις οπίσω το καζάνι απού σου ‘χω δοσμένο;;.

– Πιο καζάνι;; Του αποκρίνεται αυτός.

– Να το καζάνι απού σου ‘δωκα οπέρυσι για να φχιάνεις!!

– Α…. εκείνονα….. α…. αυτό……αυτό εψόφησε γείτονα,……. εψόφησε!!!

– Μα είντα λογάται μπρε γείτονα απού ψόφησε!! Μα ειντάναι ετούτανα τα πράματα!! Μα ‘ξανακούστηκε να ψοφά ένα καζάνι!!…. Μα εξανακούστηκε!!

Με τόση να ευκολία εμπόρεσε ένα καζάνι να ψοφήσει!! Δε το πιστεύω!! Μα δε το πιστεύω!!

– Μα μπρε γείτονα, θυμάσαι οπέρυσιμε με είντα ευκολία επίστεψες πως εγέννησε το καζάνι σου;; Θυμάσε το;; Καλά το θυμάσε!! Θυμάσε πως επήρες οπίσω και το μεγάλο καζάνι και το καζανάκι;; Εδά δε μπορείς να πιστέψεις πως εψόφησε;; Μα γιάντα μπρε γείτονα , μα γιάντα;;

Το καζάνι σου γείτονα εψόφησε!! Κατάλαβες εψόφησε!!!!

Και η παροιμία επαληθεύτηκε σε όλο τση το μεγαλείο:

” Όποιος γέρος έχει πράμα και το δώσει, θέλει μια με τη κοπάνα. Άστο γέρο ‘κειά το πράμα!!!!

 

Σύνταξη κειμένου: Φανούριος Ζαχαριουδάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά