Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Τα ρασιδάκια – Παλιό ένδυμα του ’30

Αν ξαναγυρνούσαμε στα παλιά χρόνια του ’20, και του ΄30 στη Κρήτη, τίποτα δεν ήταν ίδιο με σήμερα, πόσο μάλλον σχετικά με την ενδυμασία!


Γενική η φτώχεια πανελαδικά

Ήταν οι εποχές, που η Ελλάδα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, από τους απανωτούς πολέμους, τους Βαλκανικούς 1912 – 1913, τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο 1914 – 1918, αλλά και τον Μικρασιατικό πόλεμο του 1919 – 1922.

Οι γυναίκες έπλεναν τα βαριά ρούχα στο ποτάμι, και οι κόρες από τα 15 τους χρόνια, ύφαιναν στο αργαστήρι την προίκα τους μέχρι τα 20, που θα ήταν πλέον σε ώρα γάμου.

Οι γονείς πάσχιζαν να μεγαλώσουν τα πολλά κοπέλια τους με πολύ φτωχικά μέσα.

Στο σχολειό τα παιδιά πήγαιναν κακοντυμένα, ξυπόλητα, και αυτό μέχρι και το 1965, και κυρίως η μόρφωση σταματούσε στο Δημοτικό.

Μόνο το πρωτότοκο αγόρι είχε την τύχη να το «πάνε στα γράμματα», και να του δώσουν την δυνατότητα συνεχίσει.

Mπορούσε ο πρωτότοκος γιός να βγάλει το σχολαρχείο, η μια ιερατική σχολή, η μια άλλη τεχνική σχολή, ανάλογα τις δυνάμεις του γονιού, και με τη βοήθεια και των υπολοίπων μελών της οικογένειας βέβαια.

Αυτό συνέβαινε, γιατί η παιδεία δεν ήταν δωρεάν, πριν της κυβέρνησης του «Γέρου της δημοκρατίας», δηλαδή του Γεωργίου Παπανδρέου.

Τα σχολικά έξοδα ήταν πολύ ακριβά, αφού αγόραζε ο μαθητής, εκτός των τετράδια, και όλα του τα βιβλία!

Έτσι φτωχά ήταν ντυμένα και τα παιδιά τότε, κυρίως του δημοτικού, γιατί όσο μεγάλωναν και καταλάβαιναν, ούτως η άλλως ντρεπόταν, και ντυνόταν πλέον στον ράφτη!

Ένα ένδυμα για Χειμώνα και καλοκαίρι!

Στη γενιά του ’20, αλλά και του ΄30, κυριαρχούσε ένα περίεργο φτωχικό και απλό ένδυμα στη Κρήτη, και κυρίως στα χωριά.

Για τα παιδιά κυρίως προσχολικής ηλικίας, η ακόμα και για παιδιά του δημοτικού, το ένδυμα αυτό, το έλεγαν «ρασίδι»!

Το ρασίδι η ρασιδάκι, ονομάστηκε έτσι, γιατί ήταν ένδυμα ριχτό σαν ράσο!

Στην πραγματικότητα, ήταν μια πουκαμίσα μεγάλη, παρόμοια με καμιζόλα, που έφτανε ανάμεσα αστραγάλου και γονάτου, υφαντή στον αργαλειό.

Το ένδυμα αυτό, το φορούσαν κυρίως τα αγόρια, το ίδιο Χειμώνα – Καλοκαίρι!

Ήταν ένδυμα παντός καιρού θα λέγαμε, και τα παιδιά το είχαν συνηθίσει, τα οποία φυσικά, ήθελαν δεν ήθελαν, είχαν προσαρμοστεί στις εκάστοτε κλιματολογικές συνθήκες .

Δεν είχε πολλά ρούχα το κάθε παιδί της φαμίλιας, και τα ρούχα που φόραγε θα ήταν κυρίως τα αποφόρια του μεγαλύτερου αδερφού, που μεγάλωνε και δεν του έκαναν!

Συνήθως το ρασίδι που φορούσαν τον χειμώνα, ήταν από μαλλί προιβάτου, γιατί το καλοκαίρι το ρασίδι μπορούσε να ήταν και λινό.

Υπήρχε μια διαφορά βέβαια, το ρασίδι που φορούσαν τον χειμώνα δεν είχε σχίσιμο στο πλάι, για να είναι περισσότερο ζεστό.

Αντίθετα το λινό ρασίδι του καλοκαιριού, είχε σχίσιμο στο πλάι, και έτσι τα παιδιά έκαναν μεγαλίτερα άλματα! Όμως από μέσα δεν φόραγαν καθόλου εσώρουχα!

Τα κορίτσια βέβαια μπορεί να είχα ένδυμα από το ίδιο ύφασμα, αλλά ήταν σε μορφή φουστανιού, και πάντα φορούσαν τα εσώρουχά τους.

Η παρασκευή του ρασιδιού – η ρασά και το γάβαλο

Η πρώτη υλη για το ύφασμα του ρασιδιού, ήταν το μαλλί προβάτου.

Πριν φθάσει το μαλλί μέχρι το αργαστήρι ( αργαλειό), περνούσε από διάφορες επεξεργασίες μέχρι να φθάσει στο σημείο να γίνει κλωστή.

Από το σημείο που θα γίνει κλωστή και μπει πλέον στον αργαλειό, μετά η γυναίκα θα ασχοληθεί με την ύφανση του υφάσματος στον αργαλειό, που θα προορίζεται για ρασιδάκι.

Ακόμα και όταν γίνει το ύφασμα, και πάλι αυτό θα περνούσε και από άλλη διαδικασία, για να πάρει την τελική του μορφή, και γίνει στο στο τέλος λείο και απαλό. Για να το πετύχουν αυτό, χρειαζόταν κάποιες διαδικασίες.

Το ύφασμα, αφ’ ότου έβγαινε πλέον από τον αργαλειό, και προοριζόταν πλέον για ρασίδι, το έλεγαν και «ρασά» , και το έβαζαν σε μια μεγάλη ξύλινη σκάφη. Τη ξύλινη αυτή σκάφη ονομαζόταν «γάβαλο». Το δε γάβαλο για να γίνει, είχε πάλι κι αυτό μεγάλη διαδικασία!

Ανέβαιναν στις μαδάρες, δηλαδή πάνω στα ψηλά βουνά σε μεγάλο ύψωμα, όπου υπήρχαν θεόρατα δένδρα, κυρίως πλατάνια η πεύκα, τόσο θεόρατα, «απού δε τα αγκάλιαζε ένας άντρας»!

Κατόπιν, με ένα μεγάλο πριόνι δυο ατόμων, έκοβαν το δένδρο, στα σημεία του κορμού που ήθελαν, και το κούτσουρο που θα προοριζόταν για το γάβαλο, το φόρτωναν στο μουλάρι η στο γαϊδούρι, και το πήγαιναν στο σπίτι.

Στο σπίτι το κούτσουρο το χώριζαν στα δύο οριζόντια, και το ένα τμήμα, το άδειαζαν από μέσα με ειδικά σκαπτικά εργαλεία, το σκάλιζαν σιγά –σιγά με το σκαρπέλο, μέχρι να γίνει κοίλο σαν σκάφη, οπότε γινόταν έτσι στο τέλος το γάβαλο.

Έπρεπε το γάβαλο να γίνει πολύ κοίλο, όπως και μια σκάφη, γιατί εκεί μέσα θα πατούσαν τα υφάσματα τις λεγόμενες ρασές.

Εκεί λοιπόν στη σκάφη αυτή ή γάβαλο, πατούσαν το ύφασμα ειδικοί πατητές ξιπόλητοι με τη φτέρνα, για να τριφτεί καλά όπως είπαμε, να μαλακώσει, και να κάνει χνούδι το ύφασμα.

Ο ειδικός πατητής, έπρεπε να τις χτυπάει δυνατά τις ρασές με τις φτέρνες του, βάζοντας συγχρόνως σαπουνάδα και βραστό νερό!

Όταν η ρασά έκανε το χνούδι, τότε πλέον ήταν έτοιμη να τη «συγκόψουν»!

Τώρα πια το ύφασμα μαλακό, και χνουδωτό θα είναι έτοιμο για να φτιάξουν με αυτό αυτά τα ρασιδένια γαμπαδάκια, η ρασιδάκια, τα οποία «φορούσανε τα κοπέλια Χειμώνα – Καλοκαίρι»!

Μια αστεία …μόδα!

Δεν υπήρχε όμως η δυνατότητα να πάνε όλες οι μανάδες το ύφασμα στη μοδίστρα η στο ράφτη του χωριού, για να το συγκόψει και να το ράψει.

Έτσι γινόταν το εξής:

Σμίγανε συνήθως δυο – τρεις γυναίκες, και βάζανε τις γνώσεις που τυχόν είχε η κάθε μία!

Κάποια μπορεί να ήξερε να το «σαμώσει», άλλη να το συγκόψει, και η άλλη να το ράψει, και όχι πολλά – πολλά, ίσα «να μπει το κοπέλι μέσα»! να μη κρυώνει!

Κάποιες μανάδες τα έκαναν όλα μόνες τους, και άλλες το πετύχαιναν να το ράψουν καλά, άλλες πάλι το στραβόκοβαν, και πότε έβγαινε πολύ φαρδύ, και πότε στενό σε άλλες!

Δεν ήταν λίγες οι φορές που το παιδί στο δρόμο το κορόιδευαν όλοι, γιατί κυκλοφορούσε σε αστεία εμφάνιση, αφού μπορεί να βγαίνανε μακριά τα μανίκια, το ένα μανίκι μεγαλύτερο από το άλλο, και τα ίδια και στις αποδαριές (μπατζάκια)!

Αλλά εκείνο τον καιρό, όλα αυτά ήταν… λεπτομέρειες!

Σιγά – σιγά βγήκαν στο εμπόριο οι «τόκοι», τα τόκινα παντελόνια και σακάκια, αλλά και πάλι αυτά ήταν για τους πιο ευκατάστατους της εποχής.

Στη συνέχεια, βγήκαν στο εμπόριο και άλλα πιο επίσημα ενδύματα, βγήκαν τα 3Α, καθώς και τα κασμίρια κλπ. Τότε υπήρχαν και τα τρία κλασσικά ντυσίματα για τους άνδρες.

Υπήρχε η κρητική παραδοσιακή βράκα, υπήρχε η κρητική γκιλότα, που ήταν φουσκωτή στα γόνατα, και στένευε στη συνέχεια, αλλά παράλληλα υπήρχαν και τα κουστούμια για τους πιο «κυριλέδες»!

Ανάλογα την οικονομική κατάσταση ήταν και ανάλογη η ενδυμασία, σε μικρούς και μεγάλους.

Πάντως, αν κάποιο παιδί, προερχόμενο από ευκατάστατη οικογένεια, τύχαινε και φορούσε τόκινο παντελόνι, σίγουρα είχε μεγάλο πρόβλημα! Είχε πρόβλημα, γιατί θα ήταν σαν τη μύγα μες το γάλα!

Στο δρόμο τα άλλα παιδιά, που κατά βάση θα το ζήλευαν, δεν θα έχαναν καιρό να το χλευάσουν!

Μόλις περνούσε από μπροστά τους ένα τέτοιο παιδί με ρούχα τόκινα η κουστούμι, όλα τα άλλα παιδιά της παρέας, θα το κορόιδευαν ειρωνικά, επαναλαμβάνοντας του τα λόγια:

«Παντελωνά συγκόκωλε
Σαράντα πιθαμόκωλε»!

(Από μαρτυρία: Μιχαήλ Ε. Χουστουλάκη – Γαλιά)

Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης – Ερευνητής κρητικής λαογραφίας

Fotos Πηγή: Antexoume.wordpress.com

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά