Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Το κόσκινο, ο βολίστρας και η κνισσάρα

Τα περασμένα χρόνια, όσο κι αν ήταν φτωχικά, εν τούτοις η κάθε νοικοκυρά είχε τα δικά της εργαλεία για να κάνει τη δουλειά της, όπως είχε τα δικά του και ο κάθε νοικοκύρης αγρότης

Από τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν συχνά οι νοικοκυρές, τα πιο συνηθισμένα ήταν το κόσκινο, ο βολίστρας και η κνισσάρα, που ήταν της ίδιας κατηγορίας, επειδή και με τα τρία μπορούσαν και κοσκίνιζαν διαφορα.

Το κόσκινο
Κόσκινο είχε κάθε σπίτι, μάλιστα είχαμε δυο λογιών κόσκινα, το αρύ ή χοντρό κόσκινο και το ψιλό κόσκινο.
Το κόσκινο το χρησιμοποιούσαν αρχικά στο αλώνι, όταν είχε τελειώσει το λίχνισμα, και ήταν ακόμα σε σωρό ο καρπός, που όμως δεν ήταν καθαρός, γιατί μέσα υπήρχαν και πολλά ξένα σώματα, όπως κόντιλα, ήρες, βόλοι από χώμα, άλλα και μικρά πετραδάκια. Έτσι έπρεπε να κοσκινιστεί το σιτάρι, για να φύγουν όλα αυτά. Έπρεπε δηλαδή να περάσει από το χονδρό κόσκινο, το οποίο ήταν ειδικά σχεδιασμένο, ώστε να πέφτει η ήρα κάτω από τα κενά που άφηναν τα σύρματα του.
Στο αλώνι, κοσκίνιζαν μεν τα πολλά πολλά, αλλά πάντα θα έμεναν και κάποια υπολείμματα. Όταν υλα πήγαινε στο σπίτι του σιτάρι, πριν πάει στο μύλο, θα έπρεπε να καθαριστεί ξανά, και η νοικοκυρά να το περάσει από ψιλό κόσκινο, να πο-βαβαλίσει τα τυχόν κόντιλα, η να το περάσει από το χονδρό, για να σπάσει τυχόν βολαράκια, ώστε να γίνουν χώμα, και να πέσει μετά κάτω από τις τρύπες.
Αν υπήρχαν πετραδάκια, με το κοσκίνισμα μαζευόταν σε μια άκρη του κοσκινου, και η νοικοκυρά τα αφαιρούσε. Στο ψιλό κόσκινο, μπορούσε να κοσκινίσει οτιδήποτε ήταν πιο ψιλό από την ήρα, όπως σουσάμι κλπ.
Τα κόσκινα τα κατασκεύαζαν ειδικοί κοσκινάδες, που γύρναγαν στα διάφορα χωριά, και φυσικά και στην Κρήτη.
Καλοί κοσκινάδες λένε ήταν οι Ηπειρώτες, είχαμε όμως τεχνίτες και στην Γέργερη Ηρακλείου, όπου υπήρχαν και εκεί δυο τρείς οικογένειες, που κατασκεύαζαν κόσκινα. Τα κατέβαζαν τα Σάββατα στην αγορά των Μοιρών, αλλά γυρνούσαν και στα χωριά, με τον γάιδαρο φορτωμένο, όπου τα πουλούσαν.


Στις γειτονιές φώναζαν:
Ο κοσκινάς, ο κοσκινάς! Κνισσάρες και κόσκινα φτιάχνω!
Δεν πουλούσαν μόνο όσα κόσκινα είχαν μαζί τους, αλλά έπαιρναν και παραγγελίες, επισκεύαζαν κιόλας τυχόν χαλασμένα.
Αν οι κοσκινάδες ήταν Ηπειρώτες, θα έμεναν σε κάποιο κοντινό κατάλυμα, και εκεί θα έφτιαχναν τις παραγγελίες της περιοχής, θα επισκεύαζαν φυσικά και τα χαλασμένα, και την επαύριο τα παρέδιδαν. Ξετύλιγαν δηλαδή το κυκλικό σύρμα του κόσκινου, και άφηναν μονάχα τις ακτίνες, πρόσθεταν καινούριο σύρμα, που καμιά φορά ήταν χάλκινο.
Να πούμε πως κάποτε υπήρχε και το επάγγελμα της κοσκινούς, όπου την καλούσαν σε σπίτια να κοσκινίζει διάφορα, αλλά κυρίως αλεύρι, έναντι μικρής αμοιβής, που μπορεί αυτή να ήταν σε όσπρια σιτάρι κριθάρι ή αυγά.

Ο βολίστας
Παρόμοια κατασκευή με το κόσκινο, και στις ίδιες διαστάσεις, ήταν και ο βολίστας η βολίστης. Η διαφορά του ήταν μόνο στο ότι αντί σύρματα την κάτω επιφάνεια του, είχε μονοκόμματη λαμαρίνα με πολλές τρύπες, περίπου 10 με 12 χιλιοστά. Η κύρια χρησιμότητα του βολίστα, ήταν κι αυτού στο αλώνι, και κυριως κατά το λίχνισμα.
Όταν είχε τελειώσει το αλώνισμα, η επόμενη φάση ήταν το λίχνισμα με τα θρινάκια, και τα ξύλινα φτιάρια. Τελική φάση όμως, ήταν το λίχνισμα με τον βολίστα, και μετά με το κόσκινο, ώστε να σωριαστεί κάτω πιο καθαρός πλέον ο καρπός. Ένας λίχνιζε λοιπόν τα πολλά πολλά με τον βολίστα, και ότι έπεφτε από κει, το ξαναλίχνιζε ο άλλος με το κόσκινο.
Ο βολιστας θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος σε κοσκίνισμα διαφόρων οσπρίων, όπως ρεβύθια, δασικές, φακές κλπ, διότι αυτά μπορούσαν να περάσουν από τις τρύπες, όχι όμως και τα κουκιά!
Τον βολίστα συνήθως τον έφτιαχναν φανοποιοί, κατόπιν πάλιν παραγγελίας.

Η κνισσάρα
Κάθε σπίτι, μπορούσε να έχει δυο, τρείς, ή και τέσσερις κνισάρες!
Υπήρχε η πολύ χοντρή κνισσάρα, η μέτρια και η πολύ ψιλή, αλλά ενίοτε κάποιες νοικοκυρές είχαν και ένα μικρό κνισσαράκι, για λίγη ποσότητα αλευριού.
Η κνισσάρες ήταν ξύλινες, από κόντρα πλακέ, λίγο πιό μικρές από τα κόσκινα και τους βολίστες, είχαν σίτα από κάτω, και ανάλογα τη χρήση, θα ήταν και οι μικροσκοπικές οπές της σίτας.
Πότε τώρα μια νοικοκυρά θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη χονδρή κνισσάρα, και πότε την ψιλή;
Εφόσον μια κνισσάρα είχε να να κάνει με το κοσκίνισμα του αλευριού, άρα είχε να κάνει στο πόσο πίτουρο θα μπορεί κατακρατηθεί κατά το κοσκίνισμα.
Η ποσότητα αυτή, θα ήταν ανάλογη με το ειδος της κνισσάρας, όσο πιο ψιλή, τόσο περισσότερα πίτουρα θα έβγαζε!
Σε μια οικογένεια ας πούμε πολύ φτωχή, για να κοσκινίσει το αλεύρι της η οικοκυρά, αυτό θα το κάνει με την πιο χονδρή κνισσάρα. Κι αυτό, για να μείνουν λίγα μόνον πίτουρα στην κνισσάρα της, και να έχει έτσι περισσότερο αλεύρι στη διάθεσή της, έστω και αν δεν είναι τόσο ποιοτικό!
Όμως, όταν μια νοικοκυρά, χρειαστεί να φτιάξει ι κάτι πιο επίσημο και εκλεκτικό, όπως ένα πρόσφορο για την εκκλησία, να φτιάξει άρτους, κουλούρια, γαμοκούλουρα, τσουρέκια κλπ, τότε θα πρέπει να περάσει το αλεύρι της από την πιο ψιλή κνισσάρα, ώστε να μην υπάρχουν στο αλεύρι καθόλου πίτουρα!
Συνήθως τα πίτουρα δεν άρεσαν στα παιδιά, αλλά όμως, κι από ότι αποδείχτηκε αργότερα, ήταν μια πραγματικά θρεπτική τροφή. Συνήθως τα πίτουρα οι φτωχοί τα έκαναν πιταράκια, ή έβαζαν ένα μέρος από αυτά στο αλεύρι, για το ψωμί της οικογένειας, και τα υπόλοιπα τα έδιναν στα ζώα τους. Όταν λέμε στα ζώα τους, εννοούμε σε όλα τα ζώα. Έβρεχαν λιγάκι τα πίτουρα με νερό, το έκαναν σβολαράκια, και έδιναν από λίγο στις κότες, στο γουρούνι κλπ.
Να μην ξεχνάμε πως κοσκίνιζαν το αλεύρι, και στην περίπτωση που ήταν ψειριασμένο, γιατί έπεφτε κάτω το αλεύρι, και έμεναν στη κνισσάρα οι ψείρες!
Βέβαια σε ένα σπίτι, και τα τρία αυτά εργαλεία που προαναφέραμε, ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα, και σε άλλους τομείς της καθημερινότητας. Μπορούσε ας πούμε να βάλει το κόσκινο η νοικοκυρά στο κοτέτσι, για να γεννάνε οι κότες τα αυγά τους. Μπορούσε επίσης το κόσκινο ή τον βολίστα να τα χρησιμοποιήσει για να “θέσει” μια κλωσσού, να βάλει επίσης καρύδια ή σύκα να τα ξεράνει, κλπ.

Διάφορες λαϊκές φράσεις για κόσκινο και κνισσάρα

Ο λαός μας, λέει διάφορες φράσεις, που μιλάνε για κόσκινα ή για κνισσάρες.
Η πιο γνωστή μας φράση, είναι “καινούριο κοσκινάκι μου, και που θα σε κρεμάσω”!
Συνήθως το έλεγαν αυτό σε κάποιον ερωτευμένο νέο η νέα, που υπεραγαπά τον ταίρι του, και το φροντίζει ιδιαίτερα!
Το λένε σε κάποιον, που έχει αγοράσει μια καινούρια συσκευή, και ολο την καμαρώνει, η ένα αυτοκίνητο, που ο ιδιοκτήτης του όλο το πλένει και το καθαρίζει!
Έχουμε τη φράση: “Τον πέρασε από ψιλό κόσκινο”! Συνήθως αυτό θα το έκανε μια νέα κοπέλα, ή ο πατέρας της, για κάποιον υποψήφιο γαμπρό, γιατί πρέπει αυτός να βγει καθαρός, χωρίς “πίτουρα”, δηλαδή χωρίς κακό παρελθόν!
Λέει πάλι ο λαός : “Και η κοσκινού τον άνδρα της, με τους πραματευτάδες” ! Λέγανε τη φράση αυτή, γιατί το άλλοτε επάγγελμα της κοσκινούς, αν και φτωχο φτωχό, όμως η κοσκινού ήθελε τον άνδρα της, και εκείνη στην ίδια θέση με τους μεγαλέμπορους πραματευτάδες!
Όμως αυτό, ο λαός μας το έλεγε συνήθως ειρωνικά!
Σε κάποιες περιπτώσεις πάλι, έστελναν το παιδί τους να πάει κάπου, και εκείνο τους έλεγε ότι δεν πάει, γιατί ντρέπεται! Τότε του έλεγαν:
-Έ άμα ντρέπεσαι, βάλε ένα κόσκινο στη μούρη σου, ή πάρε μια κνισσάρα μαζί σου!
Υπήρχε και ένα παλιό παιδικό τραγουδάκι:
“Βρέχει βρέχει ψιχαλίζει, κι η γιαγιά μου κοσκινίζει, να μου σάσει ένα κουλούρι, σαν του τράγου το κουδούνι, να το πάω του τσαγκάρη, να μου σάσει παπουτσάκια να πατώ στα χαλικάκια, να μαζεύω τα σταχάκια, να φιλώ τα κοριτσάκια”!
Έλεγαν επίσης τη γνωστή μας φράση: “Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει”!
Το λέγανε αυτό, για κάποιον που διαρκώς κωλυσιεργεί, και καθυστερεί στην δουλειά του, ή δεν την τελειώνει ποτέ!
Λέγανε βέβαια κι άλλες.
“Άμα ζυμώσεις το ταχύ, από βραδύς κοσκίνα”!
“Είχαμε το Γιάννη μας γερό, έπεσε το κόσκινο και τον πλάκωσε”!
“Παλιά μου τέχνη κόσκινο”!
Τη λένε συνήθως αυτή τη φράση, τεχνίτες ιδιαίτερα έμπειροι, που την εκτελούν με ιδιαίτερα μεγάλη άνεση!
Συχνά επίσης ακούμε για πυροβολισμούς σε ανθρώπους, σε πινακίδες κλπ που από τις τρύπες γίνανε κόσκινο…
Και οι αρχαίοι πάντως Έλληνες έλεγαν μια παροιμία για το κόσκινο:
“Κόσκίνω ύδωρ αντλείς”!
Με το κόσκινο αντλείς νερό!
Αυτό λέγεται και στην εποχή μας:
“Παντρέψου εσύ, και γω θα σου κουβαλώ νερό με το κόσκινο”! ( Η με το καλάθι).
Τελειώνουμε με μια φράση που λέγανε κάποτε οι γιαγιάδες, μετά το τέλος του παραμυθιού:
“Πέρασα κι εγώ από κει, κι είχα παπούτσια από χαρτί, από πάνω κόκκινα κι από κάτω κόσκινα”!
Ή έλεγαν απλά τη φράση:
“Από πάνω κόκκινο, κι από κάτω κοσκινο”, και εννοούσαν, “απέξω κούκλα, και από μέσα πανούκλα”!
Κείμενο – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά