Ήταν 25 Ιούνη του 1830. Ο οπλαρχηγός- αγωνιστής από τα Βορίζια Νικόλαος Μαλικούτης βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο Ηράκλειο
Για τον ήρωα- αγωνιστή της λευτεριάς της πατρίδας έγραψα ποίημα, το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου “Ποιητικοί Στοχασμοί-Σκόρπιες Ρίμες”. Το έχω αναρτήσει, κατά το παρελθόν, στο F/B σε ομάδες της περιοχής της Μεσαράς, λέει ο Γιώργος Αυγουστινάκης. Διαβάστε το!
Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Γ Ι Α Τ Ο Μ Α Λ Ι Κ Ο Υ Τ Η
Ήταν Απρίλης και Λαμπρή στα 1830
κι οι οπλαρχηγοί μας ήτανε στση Μεσαράς την μπάντα .
Στην Πόμπια μαζευτήκανε οι πολεμάρχοι όλοι ,
να τη γιορτάσουνε μαζί τη φετινή τη σκόλη .
Μαλικούτης ,Λέκκας ,Κόρακας ,Ρωμάνος και Τσακίρης ,
μαζί τους και ο Μαστραχάς ,δεν ήταν μουσαφίρης .
Στην Πόμπια όλοι ήρθανε για τη μεγάλη σκόλη ,
το Πάσχα των χριστιανών να το γιορτάσουν όλοι .
Στ ‘ αυτιά πηγαίνει του πασά αυτή η πληροφορία ,
ασκέρι να επιτεθεί χωρίς αργοπορία .
Καβαλαραίοι βγαίνουνε γρήγορα από το Κάστρο ,
όντε προβαίνει τση αυγής το πρωινό το άστρο .
Για αρχηγό τους είχανε Ντελή το Χουσεϊνη
κι ήτανε οι καλύτεροι την εποχή εκείνη .
Με καλπασμό ογλήγορο το τούρκικο ασκέρι ,
τραβάει προς τη Μεσαρά, το θάνατο να φέρει.
Δευτέρα Τρίτη τω σκολώ κοντά στην Πόμπια φτάνουν ,
μια μπαμπεσά σκαρώνουνε ,παγίδα να τους κάνουν.
Στον Πλάτανο ,στην Τρυπητή, οι άπιστοι κρυφτήκαν ,
μόνο καμιά τριανταριά για δόλωμα εβγήκαν .
Να ξεγελάσουν θέλουνε όλους τσοι πολεμάρχους ,
για να τσοι φέρουνε κοντά ,όλους να τσοι χαλάσουν .
Ωσάν τσοι αντιλήφτηκαν ,τα άρματά ντους παίρνουν ,
με γενναιότητα κι ορμή απάνω ντους μουντέρνουν .
Οι άπιστοι υποχωρούν ,το σχέδιό τους έχουν ,
γι αυτό κι όλοι γυρίζουνε προς τη Φουντάνα τρέχουν .
Οι τούρκοι κι αν υποχωρούν ο Κόρακας φωνάζει :
-Παγίδα είναι ,σύντροφοι ,αυτό να σας ε- γνοιάζει .
Ο Κόρακας κι οι πιο πολλοί χτυπούν από την Πλώρα ,
διασπούν τσι τούρκικες γραμμές και φεύγουνε με φόρα ,
ψηλά στα όρη θ’ ανεβούν κι άλλη θα βρούνε ώρα .
΄Ηταν καμιά εξηνταριά που θέλησαν να μείνουν ,
με Μαλικούτη αρχηγό τον τόπο δεν αφήνουν ,
να πολεμήσουν τσ’ άπιστους και μάρτυρες να γίνουν .
Φουντάνα τον τόπο λέγανε και Τρυπητή πιο πέρα
και το σταυρό ντου έκαμε με τη δεξά ντου χέρα .
Μικρό ‘κκλησάκι ήταν εκεί κι έστεκε αμοναχό ντου ,
μετόχι των Απεζανών κι έγινε τάμπουρό ντου .
Κει μέσα ταμπουρώνονται και πολεμούν με λύσσα ,
να πλησιάσει εκειά κοντά κανένα δεν αφήσα .
Μόνο εννιά ντως ήτονε κι ο Μαλικούτης δέκα ,
μα τα τουφέκια ρίχνουνε αδιάκοπα φουσέκια .
Ορμούν οι τούρκοι αμέτρητοι καβάλα στ ‘ άλογά τους ,
μα τους επεριμένανε κι ήφτασε κι η σειρά τους .
Τα βόλια τσοι θερίζουνε και πέφτουνε στο χώμα ,
φωνές , κλαυθμοί και βογγητά βγαίνουν από το στόμα .
Καπνοί , φωτιά ,κραυγές ,χαμός ,οχλαγωή μεγάλη ,
μάχη ωσάν τη σημερνή στον κόσμο δεν είδ ‘ άλλη .
Ο Μαλικούτης σαν θεριό όλους τους ε-προφτάνει ,
τα βόλια όμως τέλειωσαν και το σπαθί του πιάνει .
Γυρίζει οπίσω τη ματιά για τσοι συντρόφους ψάχνει ,
ολίγοι επομείνανε , δεν ξέρει ίντα θα κάνει .
Τσοι πιάσανε ,τσοι δέσανε κι οπίσω ντους τσοι σέρνουν ,
στο Κάστρο τσοι πηγαίνουνε ,λάφυρο μέγα φέρνουν .
Σουλεϊμάνης ο πασάς στον όχλο παραδίδει
τον ήρωα αγωνιστή ,το βάσανο αρχίζει .
Αφηνιασμένη η τουρκιά στους δρόμους τονε βγάζει ,
βρίζουνε , βασανίζουνε , κι αργά αργά τον σφάζει .
Κι η χήρα ,η Αγριολίδαινα , ζητά ένα κομμάτι ,
να πάρει από το σώμα του ,πολύ το έχει άχτι .
Τον άντρα τση σκοτώσανε πριν από δύο χρόνια ,
Μαλικούτης και ο Κόρακας χωρίς καμιά συμπόνια .
Τον βρήκαν στα Καπαριανά και τον εκδικηθήκαν
‘μοβόρο το γεννίτσαρο διόλου δε λυπηθήκαν .
Βασανιστήρια πολλά στον ήρωα Μαλικούτη ,
δεν εξανάγιναν ποτέ σαν την ημέρα ετούτη .
Μαρτυρικός ο θάνατος και η ψυχή του βγαίνει ,
ψηλά στα ουράνια σίγουρα απάνω ανεβαίνει .
‘ Πό κεια θωρεί την Κρήτη του να ‘ναι λευτερωμένη ,
μαζί με τη μητέρα της σφιχτοαγκαλιασμένη .
Τιμή και δόξα πρέπει ντως στ ‘ ανδρεία παλικάρια ,
με γενναιότητα κι ορμή και με καρδιά καθάρια
το αίμα τους εδώσανε και τη ζωή ακόμα ,
για χάρη τση Ελευθεριάς κείτουνται μέσ’ το χώμα .
Με σεβασμό , μα και τιμή εμείς οι απογόνοι ,
το όνομά τους μη χαθεί , μη σβήσουν το οι χρόνοι.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ
συνταξιούχος δάσκαλος