Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Παλιές ιστορίες γερόντων: Ο κλήρος και ο λαός μας

Ο λαός μας, σαν Μεσογειακός λαός που ήταν, από τα πανάρχαια χρόνια κι’ όλας, μέχρι και την σήμερον ημέρα, αρέσκετο να σχολιάζει, να σατιρίζει, να προκαλεί ή και ακόμα πολλές φορές να εσωκλείει σε παραδοσιακά τετράστιχα ή και παροιμίες, ότι εβίωνε, ότι άκουγε, ότι συναντούσε στη καθημερινή του ζωή, πάντα βέβαια, καλοπροαίρετα

Ασχολείτο με πρόσωπα υπαρκτά, αλλά και ανύπαρκτα, του κοντινού και μακρινού περίγυρου του.Πρόσωπα της κατώτερης, αλλά και της ανώτερης τάξης.Πολλές φορές ασχολείτο ακόμα και με τα πιο σεβάσμια προς αυτόν, πρόσωπα, όπως ήταν ο γραμματέας, ο αγροφύλακας, ο πρόεδρος και ο δάσκαλος. Από τη κριτική του απλού αυτού λαού, δεν ήταν δυνατό να ξεφύγει, ούτε ο Παπάς του χωριού και κατ’ επέκταση, ούτε ο Δεσπότης, παρόλο που η αγάπη του για το κλήρο και τη θρησκεία, ήταν δεδομένη, αλλά ότι και εάν έλεγε, το έλεγε από σκωπτική διάθεση.

Εξ ου και η γνωστή, του λαού φράση: ”αν είσαι και Παπάς, με την αράδα σου θα πας”.Κανείς δεν ήταν δυνατόν να γλυτώσει, αυτής της νοοτροπίας, του λαού μας.Κάποια από αυτά τα γεγονότα ήταν αληθινά, αλλά και πολλά από αυτά, ακουγόταν σαν ανέκδοτο.

Όλα όμως μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα και κατάφεραν να διαιωνιστούν, στο διάβα των αιώνων.Χαρακτηριστικό της περίπτωσης αυτής ήταν ότι, ποτέ κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη, δεν βρισκόταν παρεξηγημένο, αλλά πάντα τ’ άκουγε και τα δεχόταν, σαν κάτι το φυσιολογικό.Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να παραθέσω μερικά από αυτά, πιστά γραμμένα, όπως ακριβώς τα άκουσα και τα περιέσωσα από τους γεροντότερους του τόπου μας, όπου οι κύριοι πρωταγωνιστές ήταν, τα πιο σεβάσμια, τα πιο αγαπητά, τα ιερωμένα πρόσωπα.Όλα αυτά δεν παύουν να είναι, μια πολιτιστική κληρονομιά και η οποία πρέπει να περισωθεί.

”Ο Δεσπότης και το 40ήμερο μνημόσυνο”

Τα παλιά τα χρόνια, σε κάποιο ορεινό χωριό του Ψηλορείτη, σε ένα 40ήμερο μνημόσυνο, μεταξύ των καλεσμένων για να παρευρεθούν την ημέρα εκείνη, ήταν και ο Δεσπότης της περιοχής.Μετά τη θεία λειτουργιά στην εκκλησία του χωριού, όλοι κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του εκλιπόντος, για να κάμουν την προβλεπόμενη από τη θρησκεία ”δέηση” και να ποιούν ”μια μακαρία” (κρασί, ρακή ή κονιάκ), ευχόμενοι να συγχωρέσει ο Θεός το νεκρό.Λίγο αργότερα, όλοι κάθισαν στη τραπεζαρία, ενώ η οικοδέσποινα του σπιτιού άρχισε να σερβίρει τους καλεσμένους, με τα διάφορα φαγητά.Το πρώτο πιάτο ήταν, σούπα από αλανιάρα όρνιθα του βουνού.Καθώς έβγαινε η οικοδέσποινα του σπιτιού από τη κουζίνα, για να σερβίρει τους παρευρισκόμενους, κρατούσε ένα βαθύ πέτρινο πιάτο, γεμάτο με σούπα.Ο Δεσπότης μόλις αντιλήφθηκε το μέγεθος του πιάτου και τη ποσότητα της σούπας, της λέει:- Ποιανού….. ποιανού;; θα την πας, ετουτηνά τη σουπαρίνα, ευλογημένη;;- Σε σας θα τη φέρω Σεβασμιότατε!!- Φέρε μου το να χαρείς, μα το Θειό σου, μα να το πιώ θέλω, ετουτονά… το σουπαλάκι!!

”Ο Παπάς, η σκρόφα και ο Δεσπότης”

Ο Παπάς του χωριού, σ’ ένα ορεινό χωριό του Ψηλορείτη, τα παλιά τα χρόνια, πέρα από τα ιερατικά του καθήκοντα, είχε και μια δεύτερη ασχολία, αυτήν, του κτηνοτρόφου.Στο περιφραγμένο κοντά στο χωριό, χειμαδιό, που διατηρούσε, εκτός τα πρόβατα που είχε αμολήσει, είχε αμολήσει και μία σκρόφα (γουρούνα).Ήταν βαρυχειμωνιά και το χιόνι άρχισε να πέφτει πολύ πυκνό, για πολλές συνεχόμενες ημέρες.Η πρόσβαση του παπά στο χειμαδιό, ήταν πάρα πολύ δύσκολη, για όσο καιρό κρατούσε η χιονόπτωση.Στο χρονικό διάστημα όμως εκείνο, η σκρόφα ήταν έτοιμη για να γεννήσει.

Τα χιόνια ήταν πάρα πολλά και ήταν αδύνατο να γεννήσει στην ύπαιθρο και τα νεογέννητα γουρουνόπουλα να μείνουν ζωντανά.Ευτυχώς όμως γι’ αυτήν που βρήκε, ένα μικρό σπήλαιο.Μπήκε μέσα και άρχισε με τη μούρη της να μεγαλώνει ενστικτωδώς το σπήλαιο, για να χωρέσει τα νεογέννητα γουρουνόπουλα, που λίγο αργότερα θα έφερε στη ζωή και να έχουν τον απαιτούμενο να μείνουν, χώρο, για να μην παγώσουν έξω στα χιόνια.Καθώς έσκαπτε όμως, εντελώς τυχαία, ξέθαψε ένα μεγάλο πιθάρι.Ξέθαψε ένα ολόκληρο θησαυρό!!

Το πιθάρι ήταν γεμάτο από λύρες!!Όπως ήταν φυσικό οι λύρες σκόρπισαν εδώ και εκεί.Η σκρόφα όμως γέννησε, πάνω στις ανακατεμένες με τα χώματα λύρες, χωρίς καμία έξωθεν βοήθεια.Στη συνέχεια, σίγουρα θα έψαχνε να βρει ρίζες δέντρων και όποια άλλη φυσική τροφή, για να βγάζει γάλα, να τρώνε τα νεογέννητα γουρουνόπουλα, που τόσο το είχαν ανάγκη.Κάποια μέρα που τα χιόνια έλιωσαν, ο Παππάς- βοσκός, κίνησε και πήγε να ελέγξει το ποιμνιοστάσιό του. Πέρα από τα πρόβατα, το ενδιαφέρον του ήταν να βρει και τη σκρόφα, γιατί ήταν σίγουρος, ότι θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, λόγω της μεγάλης χιονόπτωσης.Έκπληκτος όμως την αντίκρισε από μακριά, με τα δεκατέσσερα νεογέννητα γουρουνόπουλα, που είχε φέρει στη ζωή!!Η έκπληξη του όμως κορυφώθηκε, αφ’ ότου πλησίασε το σπήλαιο και αντίκρισε την πληθώρα των λυρών, καθώς λαμποκοπούσαν μέσα σε αυτό!!Έτρεξε αμέσως στο χωριό, πήρε ένα γαϊδούρι, δύο σακιά άδεια και παρέα με τη παπαδιά κατευθύνονται προς το σπήλαιο.

Μόλις έφθασαν, άρχισαν να κάνουν το διαχωρισμό των λυρών, μέσα από τις λάσπες και τα χώματα.Γέμισαν και τα δύο σακιά, μέχρι απάνω, από λύρες..Τα φόρτωσαν στο γαϊδούρι και κατευθύνθηκαν προς το χωριό και το σπίτι τους, όπου και τα άδειασαν μέσα σε δύο πιθάρια.Στη συνέχεια οι μεγάλες αγορές δεν άργησαν να φανούν.Η σκρόφα όμως, λίγους μήνες αργότερα, ψόφησε. Ο Παπάς αισθάνθηκε την ανάγκη, να της κάνει τη κηδεία, σαν να επρόκειτο για άνθρωπο, που τόση μεγάλη χάρη της χρεωστούσε.Έπαιξε λοιπόν τη καμπάνα και η κηδεία έγινε με την ίδια διαδικασία, της ανθρώπινης κηδείας.Λίγες ημέρες όμως αργότερα, έφθασε στα αφτιά του Δεσπότη της περιοχής, η παράνομη αυτή τελετή, και ως ήταν φυσικό, εξοργήστηκε αφάνταστα και αποφάσισε να καλέσει το Παπά, στη Μητρόπολη, για να λάβει μέτρα δραστικά έναντι αυτού, επειδή παρέκκλινε των ιερατικών καθηκόντων του.

Ο Παπάς φεύγοντας από το σπίτι του, για τη Μητρόπολη, γέμισε ένα σακούλι λύρες, να το κρατεί πεσκέσι του Δεσπότη.Φθάνει ο Παπάς στο δεσποτικό, χτυπά τη πόρτα και ένας διάκονος ανοίγει το πανοπόρτι της πόρτας και βλέπει το Παπά.Λέγει τότε ο Διάκονος του Δεσπότη:

– Σεβασμιότατε, ο Παπάς έφθασε!!Ο Δεσπότης απαντά στο διάκονο εκνευρισμένος:- Πες του να μπει μέσα… πες του να μπει μέσα… το γουρούνι!!Ανοίγει την πόρτα ο Διάκονος και μπαίνει μέσα ο Παπάς, ενώ κρατούσε στα χέρια του το σακούλι με τις λύρες.Μόλις τον αντίκρισε ο Δεσπότης, άρχισε να βροντοφωνάζει δυνατά: – Παπά!! Παπά!! Παπά!!Ο Παπάς εκείνη τη στιγμή τον διέκοψε, με το θόρυβο που έβγαζαν οι λύρες μέσα από το σακούλι, καθ’ όσο το ανεβοκατέβαζε και κάνοντας του νεύμα, του λέει:- Αυτό το σακούλι τις λύρες, Σεβασμιότατε, είναι από τις λύρες που έφερε στην επιφάνεια της γης, η σκρόφα και είναι όλες για εσάς… όλες για εσάς!!Αστραπιαία ο Δεσπότης άλλαξε… το ”τροπάριο” και αποκρίθηκε:- Μου θυμήθηκε και εμένα η ελεησμένη… μου θυμήθηκε… μου θυμήθηκε η ελεησμένη;;

”Ο Δεσπότης κάλεσε τον κλήρο, για συμβουλές”

Ένας Δεσπότης γνωστής Μητροπόλεως, κάλεσε τον κλήρο της περιοχής του, για να τους απευθύνει συμβουλές, σχετικά με τα ιερατικά των καθήκοντα.Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του παρατήρησε, πως δυο Παπάδες κουβένδιαζαν αναμεταξύ των και δεν πρόσεχαν τι έλεγε.Ήταν ο Παπά Νικολής, που έλεγε στον διπλανό του Παπά, για τα πρόβατα του, αφού πέρα από την Παπαδική, ο Παπά Νικολής, έκανε και το βοσκό.Στο τέλος της ομιλίας του, ο Δεσπότης, ρώτησε τους Παπάδες αν έχουν καμία απορία ή αν θέλει κάποιος να προσθέσει κάτι άλλο.Δεν βρέθηκε όμως κανείς να μιλήσει.Συνεχίζει όμως ο Δεσπότης και απευθύνει το λόγο στον Παπά Νικολή, που πριν από λίγο κουβέντιαζε και δεν πρόσεχε στην ομιλία του.

– Πες μας και εσύ Παπά Νικολή πράμα!! Πως Πάει το Ποίμνιο σου;;

– Την προηγούμενη εβδομάδα, Σεβασμιότατε, τος εμόλαρα τσι κριγιούς!!

”Ο Κωσταντής και ο Παπά Γαλάτιος”

Ήταν Σαββατόβραδο μιας Μεγάλης Σαρακοστής, που ο Κωσταντής προσήλθε στην εκκλησία των Βοριζών για να εξωμολογιθεί, παρουσία του Παπά του χωριού, Παπά Γαλάτιου, (ας είναι και των δύο ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει, καθ’ όσον έχουν και οι δύο πεθάνει. Ενώ να σημειώσω ότι, ο γράφων, τον Κωσταντή τον είχε πρώτο θείο).Τοποθετεί το πετραχήλι ο Παπάς στο κεφάλι του Κωσταντή και ξεκινά την εξομολόγηση.Ερωτά ο Παπά Γαλάτιος:

– Κλέφτεις, Κωσταντή… κλέφτεις;;

– Ε… ειντά ‘ναι δα ετουτανά … απού με ρωτάς, απαντά ο Κωσταντής. Καλά κατέχεις… πως άλλη δουλειά δεν κατέχω!!

– Α… του λέει, ο Παπά Γαλάτιος.

– Δεν θα σε μεταλάβω, αν δε μου φέρεις και εμένα ένα αρνί… μα απόψε όμως!!

– Την ίδια ώρα θα πάω, αποκρίνεται ο Κωσταντής.Πήγε ο Κωσταντής… πάει όμως απ’ εδώ… πάει απ’ εκεί, αλλά αστόχησε.Τον κυνήγησαν και δεν επέτυχε τον σκοπό του.Ξημερώνει ο θεός και δεν είχε βρει τ’ αρνί, που θα είχε προορισμό τον παπά!!Βρέθηκε σε αμηχανία προσωρινά, αλλά στη συνέχεια αποφάσισε να πάει το πρωϊ στην εκκλησία και ότι βγει…

– Αν θέλει με μεταλαβαίνει, αν δε θέλει ξάτου, μονολογεί.Μόλις φθάνει το πρωϊ στην εκκλησία και την ώρα που έκανε το σταυρό του, απέναντι από το προσκυνητάρι της Παναγιάς της Βορζανής, τον βλέπει ο Παπά Γαλάτιος.Πιάνει αμέσως τη θυμιατούρα και βγαίνει στην ωραία πύλη και αρχίζει να ψέλνει παραφρασιολογόντας:

– Εί..πεννννεεεε…ο κύριοοοοοος…..εί…πενεεεεέέέ…… αν … είφερεεεεεεεεες…. τον μπεμπεχεεεεεεεεεεεέέέ……….Και του απαντά από το προσκυνητάρι ο Κωσταντής:

– Επήγα… μα … μου κάμανε χε….. χεεεεεεε!!

”Ο Παπάς και η καμπάνα”

Στο καφενείο του χωριού του έπινε καφέ ο Παπάς, ενώ έπαιζε τάβλι με ένα θαμώνα.Σε κάποια στιγμή ακούγεται μια καμπανιά. Σχεδόν ταυτόχρονα ακούγεται μια δεύτερη. Ενώ ο Παπάς, μάταια περίμενε την τρίτη. Εφ’ όσο δεν την άκουγε, μονολογούσε:- Παίξε κερατά γόνε και τη… τρίτη, παίξε την, παίξε την!!

”Ο ”ξένος”, η ”μοιρολογίστρα” και ο Παπάς”

Τα πολύ παλιά χρόνια, λόγω της ανέχειας, πολύς κόσμος ήταν αναγκασμένος να μετακινηθεί σε μακρινά από το τόπο του μέρη, με σκοπό να δουλέψει σε αγροτικές κυρίως δουλειές, με αποτέλεσμα να βγάλει τον επιούσιο.Πολλά από αυτά τα άτομα, δούλευαν πάρα πολλά χρόνια στον ίδιο τόπο, μέχρι που τά ‘βρισκε εκεί ο θάνατος.Επειδή όμως δεν υπήρχαν τα μεταφορικά μέσα, για να επιστρέψει ο νεκρός στο μακρινό μέρος από το οποίο καταγόταν, αναλάμβανε η τοπική εκκλησία και με τη συνδρομή όλων των χωριανών, έκανε τη προβλεπόμενη από τη θρησκεία εξόδιο ακολουθία και ταφή.Οι χωριανοί έκαναν μεταξύ των έρανο, για να μαζέψουν κάποια χρήματα, με σκοπό να πληρώσουν τη ”μοιρολογίστρα”, που θα τον μοιρολογόταν.

Η ”μοιρολογίστρα” τον μοιρολογόταν στην εκκλησία και κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης πομπής (ξόδι).Σε κάποια ανάλογη περίπτωση, σε χωριό της Κρήτης και ενώ πλησίαζε η νεκρώσιμη πομπή στο νεκροταφείο, για να επακολουθήσει στη συνέχεια η τελετή ταφής, η ”μοιρολογίστρα”, στο μοιρολόγι της έλεγε:- Ξένε μου, ξενάκη μου,ποιος σ’ έφερε στα ξένα…(ταυτόχρονα ο παπάς, μονολογόντας, σιγοψιθύρισε αυθόρμητα, τον δικό του στοίχο):

– Ο διάβολος τον έφερε,να τυραννά και μένα…

Τετράστιχα που σχετίζονται με το λαό και το κλήρο, όπως τα κατέγραψα:

”Σαν θα ποθάνει ο φτωχός, αν είν’ και τιμημένοςκαι ο Παπάς που θα κλουθά, θα ν-είναι… μανισμένος!(ένας Παπάς του ακλουθά και κείνος… μουτρωμένος!)””Σαν θα ποθάνει ο πλούσιος, αν είν’ και λοποδύτης,δέκα Παπάδες τ’ ακλουθούν κι’ ένας… Μητροπολίτης”!!

Από τη λαογραφική συλλογή μου – Φανούριος Ζαχαριουδάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά