Ως έφηβος έπαιζε ντραμς και έγραφε στίχους μέσα σε ένα σπίτι που δεν είχε καμία σχέση με την εκκλησία. Σήμερα είναι συγγραφέας και κληρικός σε ένα χωριό της νότιας Κρήτης, όπου ζει με την οικογένειά του και τον γιο του, πρωταθλητή Ελλάδος στην πυγμαχία
Στη νότια Κρήτη, στον Πύργος που βρίσκεται μεταξύ Αστερούσιων Ορέων και Λιβυκού Πελάγους ζει ένας ιερέας λίγο διαφορετικός από τους άλλους.
Όπως αναφέρει στο news247.gr, ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος ή πατέρας Λίβυος, όπως είναι γνωστός στους περισσότερους, κουβαλάει μια ωραία τρέλα μέσα του. Την τρέλα της αυθεντικότητας, την τρέλα της αλήθειας και της αγάπης.
Δεν μασάει τα λόγια του, γυρνάει την πλάτη στην κακομοιριά του ηθικίστικου καθωσπρεπισμού και στο «δήθεν» των ατσαλάκωτων χριστιανών, όπως λένε χαρακτηριστικά οι αναγνώστες των βιβλίων του, του αρέσουν οι «άνθρωποι οι κολασμένοι που μυρίζουν παράδεισο» και φωνάζει πως ο Θεός δεν είναι ένα «ον» που κατεβαίνει από τους ουρανούς σε μορφή χολιγουντιανής ταινίας. Ίσως επειδή ο πατέρας Λίβυος ήρθε από νωρίς σε επαφή με εναλλακτικούς πολιτικούς και φιλοσοφικούς δρόμους.
«Ως έφηβος έπαιζα ντραμς και έγραφα στίχους. Η οικογένειά μου δεν είχε καμία σχέση με την εκκλησία. Όμως, το πρόσωπο του Χριστού πάντα ασκούσε μια γοητεία μέσα μου. Κάποια στιγμή, ήρθαν έτσι οι καταστάσεις, συνέβησαν κάποια γεγονότα, έγινε μια στροφή και είμαι εδώ που είμαι» μου λέει όταν τον ρωτάω πώς αποφάσισε να γίνει ιερέας. Στις ομάδες συζήτησης που οργανώνει στην ενορία του έρχονται πολλά νέα παιδιά. «Πολλές φορές συγκεντρώνονται 80 με 100 νεαρά παιδιά». Σαφώς και o πατέρας Λίβυος έχει τον τρόπο του. Το δικό του κανάλι επικοινωνίας.
Του επισημαίνεται ένα σημείο στο τρίτο βιβλίο του «Κάθε Τέλος Μια Αρχή» που δείχνει χιούμορ, ρεαλισμό αλλά και μια βαθιά αίσθηση πνευματικότητας. «Μην περιμένεις να δεις τον Θεό ως ένα “ον” που κατεβαίνει από τους ουρανούς σε μορφή χολιγουντιανής ταινίας. Απλά δεν θα συμβεί ποτέ». Δηλαδή, έχουμε εθιστεί τόσο στην δύναμη της εικόνας και τον εντυπωσιασμό που τα περιμένουμε όλα να συμβούν σαν σε χολιγουντιανή υπερπαραγωγή;
«Αισθάνομαι πως ναι. Οι άνθρωποι φαντάζονται ότι ο Θεός θα έρθει μέσα σε νεφέλες και τυμπανοκρουσίες, ηχητικά εφέ και εικονικές πραγματικότητες. Η αλήθεια είναι ότι ο Θεός αποκαλύπτεται καθημερινά στην ζωή των ανθρώπων. Ιδιαιτέρως δε στην καθημερινότητα, στα απλά, λίγα και άμεσα. Δεν χρειάζεται ειδικός χώρος για να συναντήσεις τον Θεό αλλά τρόπος. Δεν υπάρχει χώρος που δεν μπορεί να εμφανιστεί ο Θεός ή που έχει αφήσει αμαρτύρητο από την παρουσία του. Εμείς όμως δεν το πιστεύουμε αυτό. Δεν μπορούμε δηλαδή να αποδεχθούμε, ότι ο Θεός φανερώνεται στο χώρο εργασίας, στο σπίτι μας, στην γειτονιά μας, στην καθημερινή ζωή μας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα Εκείνος να στέκει δίπλα μας, και εμείς να το ψάχνουμε μακριά και ιδεατά. Όμως Εκείνος φανερώνεται εκεί στην «γιορτή της ασημαντότητας» τονίζει ο πατέρας Λίβυος. Τα λόγια του μου δίνουν το έναυσμα να ρωτήσω εάν τελικά οι Έλληνες νηστεύουμε, πάμε στην εκκλησία, κοινωνούμε κλπ. από συνήθεια και για λόγους παράδοσης, έχοντας χάσει κάθε επαφή με την ουσία αυτών κινήσεων.
Στην ελληνική κοινωνία υπάρχει μια αντιφατικότητα. Ενώ ο ελληνικός λαός, τουλάχιστον μέχρι προσφάτως, σε ένα μεγάλο ποσοστό διατηρούσε μια υψηλού τύπου θρησκευτικότητα, στο δημόσιο βίο αυτό δεν καταγράφεται. Δηλαδή στην ουρά σε μια δημόσια υπηρεσία, σε ένα νοσοκομείο, στην οδήγηση, στην γειτονιά, στις θάλασσες, στα μνημεία, στα σκουπίδια μας, δεν καταγράφεται μια άλλη ποιότητα ζωής.
«Εάν η θρησκευτικότητα μας ήταν υγιής σε όλες τις εκφάνσεις της θα είχε ένα αποτέλεσμα στο τρόπο ζωής μας. Αυτός είναι ο Χριστιανισμός. Κατά την Ορθόδοξη πνευματικότητα, δεν υπάρχει άλλο κήρυγμα παρά ο τρόπος που ζούμε. Τούτο αισθάνομαι ότι οφείλεται σε πολλούς και διαφορετικούς λόγους που δεν είναι της παρούσης, ένα μόνο θα ανάφερα, ότι η σχέση μας με το Θεό και την εκκλησία, τις περισσότερες φορές εξαντλείται σε μια ωφελιμιστικού τύπου προσέγγιση» υπογραμμίζει και συμπληρώνει πως προσερχόμαστε στην εκκλησία με στοιχεία ωφελιμιστικά και χρηστικά, για να πάρουμε και όχι για να δώσουμε. Δεν ζητάμε το Χριστό ως σχέση και τρόπο ζωής, αλλά μονάχα αυτά που μπορεί να μας δώσει. Όχι τον ίδιο τον Θεό, αλλά αυτά που μας δίνει, (π.χ την υγεία, τα κέρδη, την δουλειά, τα παιδιά, τις επιτυχίες, κ.α.). Οπότε η ζωή μας θρησκειοποιείται. Και η θρησκεία ξέρετε είναι μια ικανοποίηση ορμέφυτων αναγκών. Άλλο εκκλησία άλλο θρησκεία. Το ένα είναι κάλεσμα, κλήση, σε έναν τρόπο ζωής το δεύτερο είναι ικανοποίηση ναρκισσιστικών διασφαλίσεων».
Στην ερώτηση πώς μπορεί η εκκλησία να κερδίσει περισσότερο τους νέους, ο πατέρας Λίβυος ξεκαθαρίζει πως δεν πρόκειται για θέμα στατιστικό, αλλά ποιοτικό. Δηλαδή, όσοι έρθουν στο χώρο της εκκλησίας, να γνωρίζουν γιατί ήρθαν αλλά και γιατί μένουν. Τι κάνουν μέσα στο χώρο αυτό και τι ζητάνε. «Η εκκλησία δεν πρέπει να χαθεί μέσα σε ένα επικοινωνιακό λόγο, συνθημάτων και εντυπωσιασμού. Αλλά ουσίας και νοήματος. Το θέμα δεν εξαντλείται μόνο να φέρουμε τους ανθρώπους στην εκκλησία αλλά και στο πως θα τους κρατήσουμε. Και θα τους κρατήσουμε στο ποσοστό που αυτό που τους δίνουμε είναι ζωή και όχι ιδεολογία. Η εκκλησία δεν πρέπει να κάνει κάτι, αλλά να γίνει κάτι. Να γίνει αυτό που είναι, εκκλησία. Κοινότητα σχέσεων και άθληση υπαρξιακή. Χώρος συνάντησης με το πρόσωπο του Χριστού και των συνανθρώπων μας. Εκεί όπου η αλήθεια παύει να είναι ιδέα έστω και “ιερή” και γίνεται πρόσωπο, διαλόγου και σχέσης. Εκεί όπου η σχέση νικάει τις ιδέες. Δηλαδή κυριαρχεί η όντως ζωή που νικάει τον θάνατο» αναφέρει ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος.
Πίσω από κάθε Γολγοθά κρύβεται μια Ανάσταση
Ερχόμαστε στο ποιο μπορεί να είναι το ειδικό μήνυμα της φετινής Ανάστασης. «Ότι πίσω από κάθε Γολγοθά κρύβεται μια Ανάσταση, αρκεί να θελήσουμε να πεθάνουμε για το παλαιό, το νεκρωμένο και ψεύτικο. Η ανάσταση προϋποθέτει την σταύρωση, και αυτό το ξεχνάμε. Θέλουμε την ανάσταση δίχως τον σταυρό, την χαρά δίχως την ανάληψη προσωπικής ευθύνης. Χωρίς θυσία δε υπάρχει η ανάσταση σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Δεν πρέπει να πιστεύουμε ή να δεχόμαστε καμία επιτυχία που δεν κτίστηκε πάνω στην αποτυχία. Οι δυσκολίες είναι πάντα ευκαιρίες να δούμε το αλλιώς της ύπαρξης και της ζωής. Οι δοκιμασίες είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο πάντα κρύβουν πάντα κάτι νέο, αρκεί να είμαστε σε θέση να έρθουμε σε ρήξη με το παλιό και αποτυχημένο».
Όμως, ζώντας σε κοινωνίες που απομακρύνουν και αποτρέπουν τον πόνο με κάθε τρόπο και ευκαιρία, μεγαλώνοντας σε κοινωνίες που έχουν αναγάγει σε αξία τον στείρο, μη υγιή, ανταγωνισμό και όπου επικρατεί η αντίληψη ότι «για όλα φταίνε οι άλλοι», πώς μπορεί να γεννηθεί το καινούργιο; Για τον πατέρα Λίβυο, αν δεν ωριμάσουμε ως πρόσωπα και ως κοινωνία δεν θα ξεπεραστεί όλη αυτή η νοοτροπία.
Συλλογικά οι νεοέλληνες είμαστε ανήλικοι και με πολύ κακή εικόνα εαυτού. Μονάχα ο ανήλικος πιστεύει ότι πάντα κάποιος άλλος φταίει εκτός από τον ίδιο.
«Θα πρέπει να γίνει μια πνευματική ωρίμανση, κατά την οποία ο άνθρωπος αναλάβει την ευθύνη και το κόστος των πράξεων του. Θα πάψω να επιθυμώ να πάθει κακό ο γείτονας μου, όταν ορίσω τον εαυτό μου. Όταν διαμορφώσω εικόνα εαυτού. Μου φταίνε οι άλλοι στο ποσοστό που μου φταίει ο εαυτός μου. Προς τα έξω σχετίζομαι όπως σχετίζομαι εντός μου. Εάν μέσα μου δεν έχω συγχωρεθεί και συμφιλιωθεί, τότε εξωτερικά θα βρίσκω πάντα εχθρούς και αντιπάλους, για να προβάλω την εσωτερική δυσαρμονία μου. Συμφιλιώνομαι με τον άλλο στο ποσοστό που έχω συμφιλιωθεί με τον εαυτό μου και την εικόνα μου».
Η συμφιλίωση, ωστόσο, περιέχει και πόνο και τσαλάκωμα. Γι’ αυτό οι «τσαλακωμένοι» ή και «κολασμένοι» μυρίζουν παράδεισο; τον ρωτάω. «Κοιτάξτε υπάρχουν ψυχές που έχουν πέσει σε πάθη και αστοχίες στην ζωή τους, και όμως όταν τους συναντήσεις αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για πολύ ωραίους ανθρώπους με ιδιαίτερες ψυχικές ποιότητες. Ο κόσμος μπορεί να τους περιθωριοποιεί, δεν νομίζω όμως ότι το ίδιος πράττει ο Θεός. Ο κατ’ επίφαση ενάρετος, ο άνθρωπος που αισθάνεται ότι τα έχει καταφέρει και είναι άψογος και ατσαλάκωτος, έχει μια αλαζονεία στο βλέμμα και στις κινήσεις μα κυρίως στην καρδιά, που τον κάνει πολύ αποκρουστικό και επικίνδυνο. Να φοβάστε τους «επιτυχημένους» και τους «ενάρετους». Είναι οι πιο δύσκολοι άνθρωποι και μάλιστα σε σχέση με το Θεό, οι πιο δυσπρόσιτοι. Το εγώ τους είναι τόσο υπερτροφικό που «δεν μπορεί» να το προσπελάσει ούτε ο Θεός» απαντά χωρίς περιστροφές ο πατέρας Λίβυος. Ο αποτυχημένος, εκείνος που αισθάνεται ότι έχει πέσει χαμηλά και αναλαμβάνει το κόστος της αποτυχίας του, εκείνος που δεν έχει κάτι ή κάπου να ακουμπήσει και που το «εγώ» του είναι κατακερματισμένο και τσαλακωμένο, αφήνεται ολοκληρωτικά στον Θεό και το έλεος του, επιμένει. Και τούτο γιατί δεν πιστεύει τις αρετές του αλλά στην αγάπη του Θεού.
Η χαρά είναι επιλογή
Λίγο πριν τερματίσει η κουβέντα μας δεν γίνεται να μην κάνω την κλισέ ερώτηση αν υπάρχει ευτυχία. Ε ναι, λοιπόν, η ευτυχία είναι στα απλά και καθημερινά πράγματα. Σε αυτά που προσπερνάμε και μας διαφεύγουν και που δυστυχώς, αρχίζουμε να τα εκτιμούμε όταν τα χάσουμε. «Η χαρά είναι επιλογή. Δε μπορεί να υπάρξει μια τέλεια ζωή για να χαρούμε. Δεν υπάρχουν ιδανικές συνθήκες. Εάν περιμένουμε να υπάρξουν απλά δεν θα χαρούμε. Οπότε επιλέγουμε παρά τα βάσανα και τις δοκιμασίες που όλοι έχουμε, να χαμογελάμε και να ζούμε τις μικρές καθημερινές χαρές που μας προσφέρει ο Θεός μέσα από την ζωή, ώστε να είμαστε έτοιμοι και για τις μεγάλες. H Μαργαρίτα Καραπάνου απευθυνόμενη στην Φωτεινή Τσαλίκολγου, ανάφερε για το θέμα: “Πιστεύω στην ευτυχία, Φωτεινή. Παρά τον παραλογισμό που μας περιβάλλει, ίσως μάλιστα και σε πείσμα του παραλογισμού, δεν θα σταματήσω, να πιστεύω στην ευτυχία. Μόλις γίνομαι καλύτερα, μόλις η κατάθλιψη φεύγει μακριά, είμαι ευτυχισμένη. Ξυπνάω το πρωί, φτιάχνω τον καφέ μου, ανάβω το πρώτο μου τσιγάρο. Δεν θέλω τίποτε άλλο…”. Ο δε μακαριστός π. Αλέξανδρος Σμέμαν, έλεγε: “Τι είναι ευτυχία; Είναι το να ζει κανείς όπως ζούμε τώρα εμείς με την Λιάνα. Οι δύο μας, απολαμβάνοντας την κάθε ώρα- τον πρωινό καφέ, δυο-τρεις ώρες ησυχίας το βράδυ. Καμιά “ειδική” συζήτηση. Τα πάντα είναι σαφή, και γι αυτό τόσο ωραία!”»