Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Υπήρχαν τσιγκούνηδες παλιά στην Κρήτη;

Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, και στην Κρήτη παρόλο που αποκαλείται το νησί της φιλοξενίας, υπήρχαν τσιγκούνηδες, όπως εξάλλου υπάρχουν και σε όλα τα μέρη της Ελλάδος, φυσικά και σε όλο τον κόσμο

Μόνο που η διαφορά με τη Κρήτη, είναι πως οι λιγοστοί τσιγκούνηδες στιγματίστηκαν ιδιαίτερα όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, έτσι έμειναν στο περιθώριο, και μάλιστα έγιναν όλοι τους παράδειγμα προς αποφυγήν!

Φρόντισαν οι άνθρωποι της Κρήτης, όχι μονάχα να μην μοιάσουν με αυτούς, αλλά να γίνουν ακόμα πιο φιλότιμοι, ακόμα ποιό χουβαρντάδες και φιλόξενοι, σαν απόγονοι που είναι του Ξένιου Δία!

Περισσότερη τσιγκουνιά υπήρχε στην Κρήτη πριν το ’35, ίσως βέβαια η φτώχεια και η ανέχεια να έπαιξε κάποιο ρόλο. Όμως η νέα γενιά τότε, είδε πόσο αντιχριστιανικό είναι να μην δείχνεις το φιλότιμό σου στον συνάνθρωπο σου, και οι ίδιοι φρόντισαν να αλλάξουν. Οι τσιγκούνηδες πλέον, δεν ήταν δυο με τρία άτομα όλα κι όλα σε κάθε χωριό, κι ας είχε 500, 1000 ή και 2000 κατοίκους. Ήταν δηλαδή σε πολύ μικρό το ποσοστό, και σε αναλογία απειροελάχιστοι. Είχε παρατηρηθεί επίσης τσιγκουνιά και στην κατοχή, με αιτία πάλι τη φτώχεια και την ανέχεια.

Δεν ήταν πάντως απόλυτο βέβαιο, ότι προκαλεί η φτώχεια τη τσιγκουνιά, διότι πιο εύκολα εύρισκες και βρίσκεις πλούσιο και τσιγκούνη, παρά φτωχό. Ένας φτωχός ζητιάνος που θα μπορούσε να περάσει από σπίτι επίσης ενός φτωχού, το πιθανότερο που θα συνέβαινε, ήταν να του πρόσφερε ένα κομμάτι ψωμί να φάει, και θα του παραχωρούσε και ένα χώρο να κοιμηθεί. Ο πλούσιος όμως ήταν αμφίβολο αν θα έπραττε το ίδιο. Ο τσιγκούνης μπορεί να είχε γαλουχηθεί έτσι από το σπίτι του, ώστε να τα θέλει όλα δικά του, κυρίως όμως έγινε τσιγκούνης από πεποίθηση. Δεν λυπούνται ούτε σέβονται οι άνθρωποι αυτοί, είτε είναι άνδρες είτε γυναίκες. Τις γυναίκες στα χωριά που δεν έδιναν ποτέ κάτι, τις αποκαλούσαν και «τσιγκουναριά», και ήταν κι αυτές στιγματισμένες από τις τοπικές κοινωνίες. Ζυμώνανε λόγου χάριν, αλλά ένα κομμάτι ψωμί δεν δίδανε πέρα πόδε. Κι όμως όλες οι γυναίκες που ζύμωναν, έδιναν τουλάχιστον δέκα ψωμιά από δω κι από κει. Η σωστή νοικοκυρά, έδινε τρία ψωμιά μόνο στην ιδιοκτήτη του φούρνου, από ένα στους παππούδες, από ένα στους κοντινούς μπαρμπάδες, αλλά έδιναν κι από φιλότιμο και σε διάφορα άλλα σπίτια στη γειτονιά, διότι όταν ζύμωναν και από εκεί, της έδιναν κι αυτηνής από ένα ψωμί. Οι «γυναίκες τσιγκουναριά» δεν αλλάζουν, πιστεύουν πως ότι κάνουν είναι σωστό, και είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους να μην θέλουν να δώσουν πουθενά ούτε μισό καρβελάκι ψωμί.

Στην κατοχή συνήθιζαν πολλοί να παίρνουν στη δούλεψή τους παιδιά φαμεγιούρια, αλλά χωρίς όμως να τα πληρώνουν! Αντί πληρωμή τους έδιναν μονάχα φαγητό, φυσικά και χωρίς να τα ντύνουν. Όσο για τα παπούτσια ούτως ή άλλως, δεν φορούσαν, περπάταγαν πάντα ξυπόλυτα.

Ο Μύρων Μαραγκάκης από τη Γαλιά, είχε κάνει τέτοιος φαμέγιος σε μια γυναίκα «τσιγκουναριό» από τους Κισσούς. Έμενε μάλιστα εκεί στο σπίτι της με κάποιο ενοίκιο. Ήταν χήρα η σπιτονοικοκυρά του, και ζούσε με τον γιό της.

Είχε τον νεαρό Μύρο για δουλειές στα αμπέλια, στα σπαρτά, στους κήπους, στα χαρούπια, εκτός από τις ελιές της, που τις έδινε τριτάρικες σε κάποιους άλλους. Αυτή είχε κάτι περιστερώνες στην ταράτσα, και κάθε τόσο έλεγε στον Μύρο:

-«Ανέβα Μύρο να μου κατεβάσεις δυο περιστεράκια…».

Πήγαινε ο Μύρος και έπιανε δυο περιστέρια, της τα μαδούσε, τα τσουδούσε κιόλας, και εκείνη τα καθάριζε και τα έκανε κοκκινιστά.

Έτρωγε τα περιστέρια με το γιό της, στον Μύρο όμως δεν έδινε ποτέ!

Του έλεγε όμως.

«Μύρο, θα σου έδινα καημένε και σένα περιστεράκι, μα δεν κάνει παιδί μου, γιατί θα κοινωνήσεις τη Κυριακή!»

Έτσι ο Μύρος όλο κοινωνούσε, αλλά περιστεράκι δεν έτρωγε! Και στη δουλειά που πήγαινε, ποτέ δεν του έδινε φαί και νερό να πάρει μαζί του. Μόνο το βράδυ κανένα πιατάκι βραστά κουκιά!

Για αυτό και η χωριανοί, της είχαν βγάλει και μια σχετική μαντινάδα:

«Κουκιά πρωί κουκιά αργά, κουκιά το μεσημέρι

για αυτό και δε στεργιώνουνε, τσ’ Αλμπάτενας φαμέγιοι»!

Υπήρχαν σπίτια στα χωριά που αν ερχόταν κάποιο παιδί την ώρα του φαγητού, δεν του λέγανε να καθήσει να φάει.

«Να σου πούμενε ήθελε να κάτσεις Μανωλιό να φας και συ ένα μεζέ, μα δεν έχουμε καημένε άλλο πιρούνι!

Αλλά το Μανωλιό όμως έξυπνο, έδωσε τη σωστή απάντηση!

-«Μη σε νοιάζει θειά, μα να πεταχτώ θέλω γερά – γερά μέχρι το σπίτι μας να πάω φέρω ένα πιρούνι»!Και εσπαλάθωσε αθω το σπίτι τως…!

Υπήρχαν ακόμα και παπάδες τσιγκούνηδες, που όπως λέει μια ιστορία, αυτή που ένα παπάς νιόπαντρος, δίδασκε στην εκκλησία εκείνη την παραβολή του Χριστού, που έλεγε, ότι όποιος έχει δυο χιτώνες να δίνει τον ένα στο φτωχό! Η παπαδιά που το άκουσε αυτό, αμέσως έκανε πράξη την ίδια μέρα κιόλας τα λόγια του παπά! Πέρασε ένας ζητιάνος, κρύωνε, και η παπαδιά σαν καλή χριστιανή του έδωσε ένα σακάκι που περίσσευε του παπά! Όμως όταν το αντιλήφτηκε αυτό ο παπάς, την επρόγκιξε! 
-«Μα παπαδιά, εμείς αυτά τα λέμε για τους άλλους, δεν είπαμε να τα κάνουμε και οι ίδιοι»! 
Αυτή βέβαια είναι μια φράση που καμιά φορά στις παρέες την σατιρίζαν ακόμα και οι ίδιοι οι παπάδες για να κάμουν τον κόσμο να γελάσει. Ωστόσο δείχνει η ρήση αυτή, πως ακόμα και οι παπάδες μπορεί να είναι τσιγκούνηδες!

Οι τσιγκουνιές πολλές φορές ήταν περίεργες, και διέφεραν από τσιγκούνη σε τσιγκούνη, ακόμα και από τόπο σε τόπο. Στα χωριά Αυγενική και Βενεράτο της Κρήτης , τους έχει χρόνια τώρα βγει (άδικα πιστεύω) το όνομα:

«Στην Αυγενική μια σταφίδα μια ρακή, και στο Βενεράτο φρούτς απάνω φρούτς κατω»!
Εννοούσαν πως στο Βενεράτο θα σε κεράσουν μεν μια ρακή με μια μονάχα σταφίδα, κι ας βγάζουν τόνους, αλλά στο Βενεράτο, κι αν περπατάς πάνω κάτω στο χωριό, και ένας δεν σε φωνάζει να σε κεράσει! Αυτά βέβαια προσωπικά δεν τα πίστεψα ποτέ ότι ίσχυσαν, κι αυτό λόγω ιδίας πείρας. Δούλευα κάποτε στα αμπέλια κάποιου από την Αυγενική, και μπορώ να πω, ότι η παρέα όλη είχαμε την καλύτερη περιποίηση σε φαγητό και σε φιλοξενία που είχαμε ποτέ! Υπήρχε κάποιος αμπελουργός στο Μαλεβύζι, που κάθε μέρα μας πρόσφερε ντοματοσαλάτα για μεσημεριανό, όσπρια καθ’αργά, και μονάχα τη Κυριακή ένα πολύ μικρό μεζεδάκι κρέας στο πιάτο στον κάθε ένα μας! Εδώ όμως στην Αυγενική, κάθε μέρα όλοι η εργατιά είχαμε κρέας, και ύπνο στο σπίτι, μάλιστα σε κρεβάτι!

Παρόλα αυτά, πολύ παλιά, κάποια μικρή ομάδα σκαφτιάδων από τη Μεσαρά, εργάστηκε σε ένα μεγάλο αμπελουργό στο χωριό Αυγενική. Αντίθετα, όχι μόνο σταφίδα και ρακή τους πρόσφερε το αφεντικό, αλλά σχεδόν κάθε μέρα τους έφερνε κρέας, όπως είναι με το τσικάλι! Πότε κρέας με πατάτες, πότε κοτόπουλο με μπαμιέδες, πότε κουνέλι στιφάδο, και φυσικά κρασάκι μπόλικο! Μέχρι εδώ τέλεια! Όμως ποτέ δεν τους έφερνε ψωμί!

-«Παιδιά, για να κατέχετε και εσείς τους κανονισμούς επαδά, το αφεντικό βάνει το φαί και το κρασί, αλλά το ψωμί είναι δικό σας»!

Σάστισαν οι εργάτες σαν το άκουσαν αυτό τη πρώτη μέρα! Δεν μπορούσαν να καταλάβουν την νοοτροπία αυτή, και κάπου νευριάσανε κιόλας, αλλά τι να κάνουν έστειλαν τον μικρότερο της παρέας να πάει από το φούρνο του χωριού και να αγοράσει ψωμί!

Εδώ το είδος τσιγκουνιάς αυτό, μας θυμίζει την παροιμία του λαού μας, που λέει: «Αυτός είναι ακριβός στα λάχανα και φτηνός στο κρέας»!

Τα σπίτια συνήθως των τσιγκούνηδων δεν στερούνταν αγαθών, και πάντα ήταν γεμάτα τρόφιμα και άλλα αγαθά, όπως τα αμπάρια του καραβιού, όμως η ιδεολογία τους δεν τους αφήνει να κάνουν αυτό που πρέπει.

Θα πάει στο καφενείο ο σφιχτοχέρης και θα πει:

-«Δίνω τόσα, όποιος θέλει να έρθει να μου κάνει μεροκάματα, να μου σκάβει το αμπέλι».

Στο άκουσμα του ευτελούς ποσού που έδινε, αν και άνεργοι κάποιοι, δεν πήγαιναν καν! Αφού ήξεραν καλά τι άνθρωπος ήταν, ήξεραν και τι τους περίμενε, θα τους έβγαζε τη πίστη στη δουλειά, και στο τέλος αυτοί θα είναι οι χαμένοι! Τι κι αν τους κοίταζε έναν – έναν στα μάτια. «Κωστή, ήντα λές; Εσυ Γιάννη;» Κι ο Γιάννης κι ο Κωστής όμως, παρόλο που δεν είχαν δουλειά, του έλεγαν απλά, πως δουλεύουν κάπου και «δε τους παντίδει…»

Μόνο τίποτα νεαροί κάτω των είκοσι πήγαιναν, κι αυτό για να μαζέψουν πέντε δέκα φράγκα, να αφήσουν στη μάνα τους κάποιο κομπόδεμα, για να τους τα στέλνει αργότερα λίγα – λίγα όταν πάνε στο στρατός.

Και πάλι και σε αυτούς, τους έκανε τη συμφωνία, «η δουλειά σας παιδιά να κατέχετε θα είναι σύψωμα»! Που σημαίνει ούτε φαί ούτε νερό!

Να έβλεπαν οι τσιγκούνηδες τον εργάτη να ψοφά στην πείνα και τη δίψα, δεν τους πείραζε, και έτσι όσοι εργάτες πήγαιναν σε αυτούς, κρατούσαν και ένα κομμάτι ψωμί και το φλασκί τους γεμάτο με το νερό, για να μην έσκαγαν από τη δίψα. «Ώστε να του ‘ρθει η όρεξη του αφεντικού, θα σκάσει ο εργάτης», έλεγαν κάποτε για αυτούς τους καλμοίρηδες!

Πάντα όμως φρόντιζαν οι τυχόν εργάτες των κακών αφεντικών να τους κακοδιαφημίσουν, ώστε να μην μπορούν εύκολα να σταυρώσουν εργάτη!

Πολλοί ήταν εντελώς ακοινώνητοι σε θέματα ανθρωπιάς, ακόμη κι αν δεν κοπίασαν ποτέ να αποχτήσουν τα αγαθά τους. Την περίοδο που οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το νησί μας, πολλοί αγόραζαν πυρ πυριού, όσο – όσο δηλαδή, και ξαφνικά βρέθηκαν με τεράστιες περιουσίες! Έτσι έγιναν ιδιοκτήτες μεγάλης ακίνητης περιουσίας, και φυσικά προσλάμβαναν πλέον εργάτες για να τους δουλεύουν. Πολλοί μάλιστα από αυτούς είχαν κάνει και εκείνοι ένα φεγγάρι φαμέγιοι, αλλά τώρα πια έγιναν αφεντικά! Και να που φτάνουμε στη φράση που είπε κάποτε ο Αείμνηστος Κολοκοτρώνης:

«Αλλοίμονο στο δούλο, που έχει για αφεντικό ένα πρώην δούλο»!

Δικαιολογημένα και φιλοσοφημένα ο λαός μας, λέει πολλές φράσεις και παροιμίες για τα «ξένα χέρια» που «είναι μαχαίρια», και για φτωχούς που κάποιοι τους χάρισαν πλούτη, και έγιναν ξαφνικά πλεονέχτες και τσιγκούνηδες:

«Ποτέ μη δώσεις του φτωχού θυρί και παραθύρι, και πάπλωμα να σκεπαστεί, για ο νους του θα ξεσύρει». Λέει ο λαός της Κρήτης, που όλες οι παροιμίες αυτές είναι σωστές διότι έχουν βγει μέσα από μια μακρόχρονη πείρα του λαού μας..

Βλέπουμε ακόμα και σήμερα ανθρώπους που μεγάλωσαν σε περιβάλλον φτώχειας και κακομοιριάς, όμως μετά παντρεύτηκαν, πήραν προίκα καλές περιουσίες, και «φύσιξε το μυαλό τους»! Αμέσως μετά ένοιωσαν ξαφνικά μεγάλοι, και δεν δίνουν ένα ποτήρι νερό, ακόμα και σε αυτούς που τους τα χάρισαν όλα αυτά, και ας το έχουν τόσο ανάγκη το νερό αυτό, σαν γερασμένοι πλέον και άρρωστοι. Έγιναν κάποιοι τόσο τσιγκούνηδες, ακόμα και στα ίδια τους τα παιδιά! Πολλές οι περιπτώσεις που η τσιγκουνιά των γονέων δεν επέτρεψε να ανταμειφτούν τα παιδιά τους σε δουλειές τους, έστω και αν τους δούλεψαν για αρκετές μέρες. Νιόπαντρο ζευγάρι που δεν είχε σταλιά λάδι το πιθαράκι τους, πήγε στον πεθερό του άνδρα να τους βοηθήσουν στο λιομάζωμα. Κι όμως στο τέλος δεν τους έδωσε ούτε ένα μπουκάλι λάδι «να λαδώσουντα λάχανα», κι ας έβγαζε τόνους ο πεθερός κάθε χρόνο!

Άλλος πάλι δεν έδινε δυο πορτοκάλια στη κόρη του γιατί προτιμούσε να τα πουλήσει και να πάρει τα λεφτά. Όταν εκείνη η απελπισμένη κόρη, βρήκε μια μέρα το θάρρος να γεμίσει το καλάθι από μόνη της, την είδε ο πατέρας της και είπε στον άνδρα της: «‘Εβαθοκαύκισε βλέπω η κόρη μου…»! Μια φράση που την έλεγαν συχνά οι τσιγκούνηδες, μεταφορικά το «βαθοκαυκίζω», σημαίνει πως το καλάθι καθώς το γεμίζω, αποχτά ξαφνικά μεγάλο βάθος και χωράει πολλά περισσότερα από όσα πρέπει! Έτσι το βλέπει κάθε ο τσιγκούνης, τα λίγα που του παίρνεις, τα θεωρεί πολλά! Προτιμά ο φτωχός στα μυαλά πατέρας, να πουλήσει τα πορτοκάλια και να κρατήσει εκείνος τα λεφτά, παρά να τα χαρίσει στην ίδια του την κόρη, που τα είχε λαχταρήσει…

Όμως όχι μονάχα δεν τα ασπάστηκε κάτι τέτοια ο λαός μας, αλλά φρόντισε από μικρά τα παιδιά, να μαθαίνουν να δίνουν! Να δίνουν και μάλιστα με καλή καρδιά ότι έχουν και στα άλλα παιδιά. Έλεγαν χαρακτηριστικά οι περισσότεροι γονείς στο παιδί τους: 
«Δώσε παιδί μου και στο άλλο παιδάκι, αλλιώς άμα δε του δώσεις θα βγάλεις το τσίτο (κρίθο)». Ο «τσίτος» που θα έβγαζαν ήταν συνήθως ένα σπυρί επάνω από το μάτι, που είχε παρατηρηθεί πως έβγαζαν ενίοτε κάποια παιδιά.

Έτσι φοβούμενα κι αυτά «μην βγάλουν τσίτο», μάθαιναν και έδιναν κι από μόνα τους ότι είχαν και στον διπλανό τους.

Επίσης ασπάστηκε ο Κρητικός λαός τα χριστιανικά λόγια της εκκλησίας, πού λένε πως όποιος δίνει ή ελεεί φτωχό, ο Θεός τον ξεπληρώνει κάποια στιγμή στο δεκαπλάσιο!

Καταλήγουμε λοιπόν, πως αν δεν υπήρχαν έστω και οι λιγοστοί αυτοί τσιγκούνηδες, το νησί μας ίσως και να μην είχε τόσο ανεπτυγμένο ο λαός της το κρητικό φιλότιμο, διότι κανείς δεν ήθελε να σχολιαστεί από την κοινωνία, πως είναι σφιχτοχέρης, και «δε δίδει μηδέ τ΄Αγγέλου του νερό…»

Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά