Σε διάφορες εποχές κάθε κοινωνία διαμορφώνει τα επαγγέλματα της σύμφωνα με τις ανάγκες της
Με το πέρασμα του χρόνου και την τεχνολογική εξέλιξη πολλά επαγγέλματα ή χάθηκαν ή ασκούνται πλέον από ελάχιστους.
Κάποια από αυτά τα επαγγέλματα που άνθισαν στην Κρήτη παλιά ήταν.
Ο πραματευτής, περνούσε από χωριό σε χωριό και πουλούσε πουκάμισα, κάλτσες κουμπιά, λάστιχα, κουβαρίστρες, τσατσάρες, τσιμπιδάκια, χτένια, βαφές και άλλα μικροπράγματα.
Τα προϊόντα τους τα έβαζαν στον ώμο τους ή πάνω σε κάποιο ζώο ( συνήθως γαϊδουράκια).
Οι λαϊνάδες, αυτοί που κατασκεύαζαν όλα τα μεγέθη μαγειρικών σκευών και πιατικών, κούπες με ή χωρίς χερούλι. Κατασκεύαζαν επίσης κανάτια κρασιού και διάφορα μικροσκεύη, όπως θυμιατήρια. Στα έργα τους συγκαταλέγονται σταμνιά που μετέφεραν νερό, πιθάρια διαφόρων μεγεθών για λάδι, για κρασί, για ψωμί.
Σήμερα Αγγειοπλάστες πλάθουν τον πηλό ακριβώς όπως το έκαναν κι οι Μινωίτες χιλιάδες χρόνια πριν. Δεκάδες αγγεία, πανομοιότυπα με αυτά των μινωικών ανακτόρων, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για τη φύλαξη του ελαιόλαδου, των σιτηρών και άλλων αγροτικών προϊόντων.
Ο καφεπαντοπώλης, στα περισσότερα χωριά της Κρήτης, ο καφετζής συνδύαζε τη λειτουργία του καφενείου με την πώληση ειδών, όπως καφέ, τσιγάρα, ζάχαρη, τσάι, ρύζι, μπακαλιάρο, σπίρτα, παστές σαρδέλες, ρέγκες, ταραμά, χαλβά και άλλα. Ακόμη μπορούσε να έχει πανιά, κλωστές, βελόνες, δέρματα και ίσως είδη τσαγκάρικου.
Ο ζευγάς
Οι ζευγάδες ήταν άνθρωποι οι οποίοι είχαν ένα ζευγάρι βόδια ή μουλάρια ή άλογα. Αυτοί όργωναν όχι μόνο τα δικά τους χωράφια αλλά και τα χωράφια άλλων και πληρώνονταν για αυτό. Σήμερα του επάγγελμα του ζευγά έχει εξαφανιστεί .
Ο πεταλωτής
Δουλειά του πεταλωτή ήταν να βάζει στα ζώα πέταλα που ήταν τα «παπούτσια» τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήταν το πέταλο, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και κατασκευάζονταν από σίδερο. Επίσης είχαν τρύπες γύρω γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το ζώο φορούσε πέταλα και στα τέσσερα του πόδια για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του. Παράλληλα το βοηθούσαν στην διατήρηση της ισορροπίας του.
Ο μυλωνάς
Οι χωρικοί πήγαιναν το σιτάρι με τσουβάλια πρωί-πρωί στον μύλο για να κάνει ο μυλωνάς το άλεσμα και επέστρεφαν αργά το βράδυ. Με αυτό τον τρόπο έπαιρναν το αλεύρι που το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή σταρένιου ή κριθαρένιου ψωμιού. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε πολλά χωριά της Κρήτης. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν υδρόμυλοι δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού οπότε τους έχτιζαν δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Ως αμοιβή ο μυλωνάς κρατούσε ένα μέρος από τα αλεστικά ενώ σπάνια έπαιρνε χρήματα.
Ο (ν)τελάλης ,η λέξη είναι μάλλον τουρκική σημαίνει αυτός που ανακοινώνει μαντάτα. Οι ντελάληδες διαλαλούν στους κατοίκους των κωμοπόλεων και των χωρίων τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες. Κυρίως η δυνατή τους φωνή και ο τρόπος που παρουσίαζαν τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα τους, τους καθιστούσε γνωστούς στην κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό
Ο καλαθοποιός ,ήταν ένας μάστορας – τεχνίτης που έφτιαχνε καλάθια. Σαν πρώτη ύλη είχαν βέργες από διάφορα δέντρα όπως μυρτιές, λυγαριές και καλάμια. Απαραίτητα εργαλεία στην δουλειά του ήταν ένα ειδικό μαχαίρι, με το οποίο κατασκεύαζε τους σκελετούς πάνω στους οποίους έπλεκαν τα σκισμένα καλάμια κατασκευάζοντας καλάθια, κοφίνια και ψαροκόφινα.
Ο γανωτής
Τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές ανάγκες, ήταν χάλκινα όπως ταψιά, καζάνια, κουτάλια και πιρούνια . Με την πολλή χρήση και τον καιρό οξειδώνονταν (σκούριαζαν) και γίνονταν επικίνδυνα για την υγεία. Γι’ αυτό έπρεπε να γανωθούν, να καλυφθεί δηλαδή η επιφάνεια τους μ’ ένα στρώμα κασσίτερου για να τα κάνει ακίνδυνα από την οξείδωση. Οι γανωτήδες είχαν δουλειά όλο τον χρόνο. Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν την δουλειά επί τόπου.
Ο σωμαράς, ήταν ο τεχνίτης που κατασκεύαζε σαμάρια για τα ζώα που χρησιμοποιούσαν οι γεωργοί για τις μεταφορές τους (γαϊδάρους, άλογα και μουλάρια). Τα σαμάρια, ανάλογα με το ζώο και τον ιδιοκτήτη τους μπορούσαν να είναι από πολύ ακριβά και φανταχτερά μέχρι πολύ φτωχά στην κατασκευή και τη διακόσμησή τους.
Πολλές αρχέγονες τέχνες παραμένουν ζωντανές στο νησί. Αν και σαφώς αποδυναμωμένες, εξακολουθούν να υπάρχουν σε αρκετές περιοχές του νησιού, αντιστεκόμενες πεισματικά απέναντι στην εισβολή της τεχνολογίας.
Ξυλουργοί δίνουν στο ξύλο της μουριάς το σχήμα της λύρας και του λαούτου στους Βώρους, το Ζαρό, το Ρέθυμνο, τη Νεάπολη και την Κριτσά, συνεχίζοντας την παράδοση αιώνων στην κατασκευή αλλά και την εξέλιξη των παραδοσιακών μουσικών οργάνων.
Τσαγκάρηδες στις μεγάλες πόλεις και σε χωριά όπως τα Ανώγεια, φτιάχνουν με φροντίδα τα δερμάτινα Κρητικά στιβάνια, τα παραδοσιακά ανθεκτικά παπούτσια των Κρητικών.
Μαχαιροποιοί στα Χανιά και στο Ηράκλειο μετατρέπουν το ατσάλι στο διάσημο κρητικό μαχαίρι, τον αχώριστο σύντροφο κάθε Κρητικού, χαράσσοντας πάνω στις λεπίδες του παραστάσεις ή μαντινάδες.
Γυναικείοι συνεταιρισμοί σε όλα τα μεγάλα χωριά υφαίνουν ακόμη στον αργαλειό κεντήματα, που παραπέμπουν στα χρόνια του Μίνωα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το σαρίκι, το μαντήλι με τα κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα, συμβολίζουν τη θλίψη και το θρήνο για τη σκλαβιά που βίωνε η Κρήτη.