Αφήγηση: Αλέκος Φανουράκης
-Ήταν νεαρός τότε ο Ανδρέας Νικολούδης, ο άλλοτε λυράρης της Γαλιάς, οταν πρωτοπαίξε με τον Λευτέρη τον Γαλιανό.
Είναι γνωστό σε όλους, οτι τα πρώτα ακούσματα του Ανδρέα, ήταν από τον Λευτέρη, και επειδή τα έπερνε ευκολα με το μυαλό του, τα άκουγε μια φορά, και μετά πήγαινε στο σπίτι του και τα έπαιζε μετά μόνος του.
Γι αυτό αν σώζονται σήμερα πολλοί σκοποί και τραγούδια του Λευτέρη, είναι που κι αυτος μετέπειτα τα έπαιζε στα γλέντια.
Ο Λευτέρης, απο νεαρός έκανε ένα καφενείο στο μέρος που είχε κάποτε ο Μανώλης Μαραγκάκης το μπακάλικο, ανάμεσα στο φούρνο και στης Φουλης το μαγαζί.
Ένα απογευματάκι κατέβαινε ο Ανδρέας από τη μεσοχωριά, και πέρναγε μπροστά από το καφενείο του Λευτέρη, που εκείνη την ώρα έπαιζε λύρα μέσα μόνος του, και την άκουσε.
Τόσο όμως μαγεύτηκε από το παίξιμο του μεγαλου Λευτέρη, που κοντοστάθηκε στη πόρτα, την έπιασε μάλιστα και την άνοιξε λίγο λίγο να τον δει, την ξανακλεισε πάλι ελσφρά και πάει να φύγει!
Τον περνάει όμως χαμπάρι ο Λευτέρης, και του φωνιάζει από μέσα:
-Ανδρέα, πέρασε μέσα που σε θέλω!
Μπαίνει μέσα ο Ανδρέας, και ο Λευτέρης του λέει:
-Ανδρέα, απόψε έλα μαζί μου που σε θέλω, γιατί έχουμε ποδαρικό!
-Τι ποδαρικό; Ρωτα ο Ανδρέας.
-Απόψε ήρθε μια πανέμορφη κοπελιά απο τη Φανερωμένη, και ειναι ανηψά του Δαμιανογιωργη (Δαμιανάκη Γιώργη με το μπακάλικο στην πλατεία του σκολιού).
-Ε και;
Να, σε θέλω, γιατι θα ξωμείνει ροαδά, κσι θα πάμε να τση κάνουμε το βράδυ καντάδα!
Η ανηψα του Διαμνιανογιωργη που ήταν από τη Φανερωμένη, εξώμενε πράγματι στον επάνω όροφο στο σπίτι του, που ήταν απεναντι από του Ρετζεπομανώλη τα σπίτια, και διπλα απο του Μπούζο.
Παίρνουν λοιπόν αργά το βράδυ και οι διο τους τα όργανα, και πάνε στο σπίτι του Διαμιανογιώργη απο κάτω.
Η κοπελιά έμενε στο πάνω δωμάτιο, μαζι με τη κόρη του Διαμιανογιωργη την Ηλέκτρα.
Όλα γύρω ήταν ήσυχα, και σκοτεινά, οπότε αρχίζουν γλυκά γλυκά την καντάδα!
Παίζοντας ο Λευτέρης τη γλυκειά του λύρα, είπε κάποια στιγμή και την παρακάτω μαντινάδα, να την ακούσει η νεοφερμένη!
“Παραθυράκι μου κλειστό
δείξε μου την κερά σου,
μ’ ασήμι και με μάλαμα
θα κάνω τα καρφιά σου”
Ανοίγει τότε το παραθυράκι λίγο λίγο, αυτό που έμενε μέσα η κοπελιά!
Έτσι διανύρισε δηλαδή εφάνηκε λίγο το χλωμό φως του δωματίου που το φωτιζε ο λύχνος!
Το βλέπει λοιπόν αυτό ο Λευτέρης, και ικανοποιημένος πλήρως, γυρνα προς τον Ανδρέα και του λέει :
-Αντρέα! Αντε πάμε εδα, μα επλερωθήκαμε!
Αφήγηση: Αλέκος Φανουράκης
Φωτο, επεξεργασία κειμένου: Γεώργιος Χουστουλάκης