Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

Themata

Λαντουρίδι, χυλόφτες, χυλός, στριψουλίδες και πλιγούρι

Πάνω στο καθημερινό πρόβλημα σίτισης που βίωναν πολλές οικογένειες κάποτε λόγω φτώχειας και ανέχειας, το αλεύρι το νερό και το λαδάκι, ήταν αυτά που έδιναν μια λύση, πέραν από τα όσπρια

Πολλοί ξέρουν, πως στην Κρήτη τα φαγητά της φτώχειας, ήταν ο χόντρος, το λαντουρίδι, οι χυλόφτες, ο χυλός, το καρκάνι, οι στριψουλίδες, το μαγκίρι, ακόμα μια απλή αλευρόκρεμα. Μετά από εκεί βέβαια πάμε στους τηγανίτες στα πιταράκια στους λουκουμάδες κλπ. Κάποια από τα φτωχά αυτά φαγητά, είχαν σκοπό να ξεγελάσουν τρόπον τινά τα παιδιά, δήθεν ότι τρώνε μακαρόνια ή ρύζι.
Παρόμοια βέβαια ζυμαρικά φτιάχνουν ακόμα και σήμερα οι νοικοκυρές, μάλιστα σε όλη την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας και κάποιες χειροκίνητες μηχανές, τα αποξηραίνουν στον ίσκιο επάνω σε μια άσπρη καθαρή πετσέτα, και τα έχουν όλο το χρόνο. Φυσικά σήμερα γίνονται με περισσότερα υλικά πιο εξελιγμένα, με αυγά, με τυριά καρυκεύματα κλπ. Συνήθως σμίγουν δυο τρεις γυναίκες και αφού τα φτιάξουν, τα κόβουν σε μικρά κομματάκια, και φτιάχνουν σπιτικούς τραχανάδες, τορτελίνια, ταλιαντέλες, κουρκουμπινάκια, μαντί, γιαπράκια και πολλά άλλα. Τα ίδια επίσης φτιάχνουν σήμερα βιοτεχνίες γυναικείων συνεταιρισμών, όπου τα συσκευάζουν και τα εμπορεύονται.

Αυτά όμως που θα ασχοληθούμε εμείς σήμερα, ήταν στην ουσία πολύ απλά καθημερινά εδέσματα, μόνο που καμιά φορά μόνο έβαζαν και μια δυο κουταλιές μέλι.

Τι ήταν το λαντουρίδι

Θα ξεκινήσουμε με το λεγόμενο λαντουρίδι, που σαν λέξη σε παραπέμπει σε κάτι υγρό, αφού στα κρητικά «λαντουρώ» σημαίνει καταβρέχω!

«Ήριξε μια ομπριά και με έκανε λαντουρίδι»! Θα πει κάποιος.

«Επαίζανε τα κοπέλια με το νερό, και γενήκανε λαντουρίδι»!

«Ήφαε ζάβαλε πολλά σύκα ο γέρος στο χωράφι, και τον -ε πήγε λαντουρίδι μέχρι να φτάξει στο σπίτι»!

Εδώ θέλει να πει πως τον έπιασε διάρροια!

Όμως λέγανε και το άλλο:

-Πού πάς Μανώλη;

  • Στου γέρο, του πάωτο λαντουρίδι!

Εδώ θέλει να πει, πως του πάει το καθημερινό του σιτηρέσιο, άσχετα ότι και να ήταν αυτό, απλά εκείνος αστειευόμενος το αποκαλούσε «λαντουρίδι»!

Το λαντουρίδι ήταν κι αυτό μια από τις πολλές πρόχειρες τροφές που γινόταν με βάση το αλεύρι, και επεκράτησε σαν «το φαί του γέρο» ή «το φαί της γριάς», γιατί απλά οι περισσότεροι ηλικιωμένοι δεν είχαν δόντια, και μια πιο κατάλληλη φυσικά καθημερινή τροφή ήταν το λαντουρίδι! Ήταν όμως ωστόσο και αρκετά θρεπτική τροφή για να κρατάει το γέρο με τη γριά ζωντανούς για πολλά χρόνια! Εννοείται πως τους πήγαιναν και σούπες ή όσπρια σούπα, κι αυτά καλοβρασμένα και χυλωμένα, ιδανικές τροφές κι αυτά.

Θα πούμε τώρα πως έφτιαχνε η κόρη ή ο γιός ή η νύφη του γέρο το λαντουρίδι του, μιας και το προλάβαμε και εμείς μια μπάρτε στα παιδικά μας χρόνια!

Έπιαναν δυο φούχτες αλεύρι και τις έριχναν μέσα σε ένα μοσοράκι, λεκανάκι δηλαδή.

Μετά έριχναν λίγο – λίγο χλιαρό νερό και το μάλασαν για να το γίνει ένα μικρό ζυμαράκι. Αν ήθελαν έριχναν και λίγο γάλα στο ζύμωμα, για να γίνει πιο αφράτο. Έφτιαχναν έτσι ένα ζυμαράκι, το οποίο έκοβαν κατόπιν σε μικρά – μικρά κομματάκια, και τα έκαναν μικρά σβολαράκια.

Έριχναν στην κατσαρόλα να βράσει νερό ή σκέτο γάλα, ή αν ήθελαν και ανάμεικτα, και πριν αρχίσει να βράζει έριχναν μέσα τα σβολαράκια.
Για να γίνουν πιο νόστιμα έριχναν, αν είχαν, και δυο κουταλιές μέλι αν ήθελαν γλυκό το λαντουρίδι, ή αλλιώς αν το ήθελαν αλμυρό έριχναν αλάτι ή τριμμένο τυρί.

Ποια ήταν η χυλόφτα

Είναι γνωστή η φράση όλων μας «ο Τάδε έφαγε χυλόφτα» που σημαίνει φυσικά απόρριψη. Τι ήταν όμως στην πραγματικότητα η χυλόφτα;

Η χυλόφτα ή χυλόπιτα δεν μπορούμε να πούμε πως ήταν πίτα. Γινόταν πάλι από ζυμάρι, που όμως αυτό το ανοίγανε σε φύλλο. Το φύλλο αυτό το κάνανε στενές λουρίδες, περίπου 5 εκατοστά, και στενές μισό με ένα εκατοστό. Αυτές τις λουρίδες τις βράζανε στο νερό ή στο γάλα ρίχνοντας πάλι δυο κουταλιές μέλι αν την ήθελαν γλυκιά ή αλάτι αν την ήθελαν αλμυρή.

Καταλαβαίνει κανείς εύκολα, πως αυτό το πράγμα, μια νερόβραστη χυλόφτα δηλαδή, πόσο ευτελές φαγητό θα ήταν, ειδικά σαν τραπέζι καλεσμένου! Θα μας έλεγε κάποιος, πως πήγα να τους επισκεφτώ στο σπίτι τους, και αντί να μου κάνουν ένα τραπέζι με κρέας να φάω, μου σέρβιραν χυλόφτα! Κάπως έτσι βγήκε και η φράση «έφαγα χυλόφτα»! Επειδή όμως παραήταν απλό φαγητό, για να το κάνουν πιο νόστιμο και πιο αγαπητό στα παιδιά, κανόνιζαν τις μισές χυλόφτες από το φύλλο να τις τηγανίσουν με λάδι, και τις άλλες μισές να τις βράσουν στο νερό ή στο γάλα, οπότε μετά τις ανακάτευαν. Σαν φαγητό έτσι είχε πιό ενδιαφέρον, και ήταν παρεμφερές με το μαγκίρι, μόνο που εδώ τα κομμάτια φύλλου ήταν μικρότερα ρομβοειδή τετράγωνα 1,5 Χ 1,5, ή 2 Χ 2 εκατοστά.

Τι ήταν ο χυλός

Ο χυλός ή το καρκάνι, ήταν ένα εδέσματα που γινόταν αποκλειστικά στο τηγάνι. Το καρκάνι που το λέγανε και μπαζίνα, ήταν απλά η συνέχεια του τηγανίσματος του χυλού, μέχρι να κοκκινίσει και να γίνει μια στερεά πίτα. Για να φτιάξει κάποιος χυλό, έβαζε στο τηγάνι απλά μια κουταλιά γλίνα (λίπος του χοίρου) να λιώσει, και έριχνε μετά λίγο – λίγο αλεύρι, ανακατεύοντας το συνέχεια, και μετά λίγο ζεστό νεράκι που ζέσταιναν χωριστά σε ένα μπρικάκι, για να γίνει έτσι υδαρές το μείγμα, που να απλώνεται σε όλο τον πάτο του τηγανιού. Έβαζαν αλάτι αν το ήθελαν αλμυρό ή ζάχαρη ή μέλι αν το ήθελαν γλυκό. Το ανακάτευαν συνέχεια μέχρι να γίνει ένα ομοιογενές μείγμα κρέμας. Αυτή η κρέμα ήταν ο χυλός, που την έβαζαν στο πιάτο με ζάχαρη επάνω ή κανέλα και την έτρωγαν με το κουτάλι.

Αν όμως κάποιος δεν ήθελε την κρέμα, τότε συνέχιζε το ψήσιμο, μέχρι να καρκανιάσει, ροδίσει δηλαδή, και να κοκκινίσει από την μια πλευρά, ωστόσο παρέμενε με κρέμα από την επάνω. Αν τώρα το καρκάνι το ήθελαν σαν στερεό έδεσμα και κοκκινισμένο και από την επάνω μεριά, τότε έκαναν τούμπα την πίτα άλλη μια φορά και συνέχιζαν μέχρι να ψηθεί καλά και από εκείνη την πλευρά. Και εδώ το καρκάνι σαν παρεμφερές με τον τηγανητή, το έτρωγαν με πασπαλισμένη κανέλα, ζάχαρη μέλι κλπ.

Συνήθως τα φαγητά αυτά χωνευόταν πολύ εύκολα, και δύσκολα σε κρατούσαν όλη μέρα χωρίς να πεινάσεις.

«Χυλό μέχρι το γυαλό, μαγκίρι μέχρι τ΄αχύρι»!

Η ανωτέρω φράση ήθελε να πει, πως τουλάχιστον ο χυλός, σε φτάνει μέχρι να κατέβεις τον γιαλό, ενώ το μαγκίρι δεν προλαβαίνεις να πάς ούτε μέχρι τον στάβλο και πεινάς ξανά!

Τι ήταν οι στριψουλίδες

Οι στριψουλίδες σκοπό είχαν να αντικαταστήσουν τα μακαρόνια της εποχής στα μάτια των παιδιών, και είχαν διάφορες ονομασίες, τα λέγανε και στριφτά ή στριφτούλια ή στριψούλια, ή σκουφιχτά ή στρουφιχτά. Τα έκαναν κι αυτά πολύ συχνά παλιά οι μανάδες, και γινόταν με δυο τρόπους. Ο πιο απλός ήταν να φτιάξουν ένα ζυμαράκι, το έκοβαν πάλι σε μικρά – μικρά κομματάκια, μόνο που αντί μικρές μπαλίτσες, τώρα τα έκαναν στενόμακρα μακαρονάκια, τρίβοντας το καθε μικρό ζυμαράκι μέσα στην παλάμη τους.

Άλλος τρόπος, κόβανε το φύλλο σε στενόμακρες λουριδίτσες 4 με 5 εκατοστά, και ένα εκ. πλάτος.

Έπιαναν τις δυο άκρες με τα δυο χέρια και τις έστριβαν, έτσι ώστε να γίνει στριφτό το ζυμάρι. Αυτά λέγανε συνήθως σκιουφιχτά. Αν δεν τα έκαναν στη κατσαρόλα με νερό ή γάλα, μπορούσαν να τα βάλουν στο κοτόπουλο ή σε άλλο κρέας αντί για μακαρόνια.

Τι ήταν το πλιγούρι

Άλλο ένα ακόμα φαγητό της φτώχειας, ήταν και το πλιγούρι, που ήταν απλά ένα χονδροαλεσμένο δημητριακό, συνήθως σιτάρι, που έσπαγε στον χειρόμυλο σε μικρά κομματάκια. Το πλιγούρι δεν ήταν αλεύρι, ήταν σαν σημερινός τραχανάς, είχε δηλαδή τη φλοίδα του σιταριού και φυσικά το πίτουρο. Το πλιγούρι αντικαθιστούσε το ρύζι, και σπάνια βραζόταν σκέτο. Συνήθως έμπαινε σε σούπες κρεατικών, και καμιά φορά το λέγανε και χόνδρο.

Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Λάθος σκεφτήκατε αν νομίσατε πως τρώγαμε..σκουλήκια, η ρίζα αυτή, ιδιαίτερα αγαπητή στα παιδιά (τα πεινασμένα) με την γλυκόξινη γεύση Ελάχιστοι γνωρίζουν σήμερα την ύπαρξη...