H δημιουργίας της πρώτης ομάδας αντίστασης της Ευρώπης
Ο Γεώργιος Πετράκης (1890 – 14 Σεπτεμβρίου 1972), περισσότερο γνωστός ως «Πετρακογιώργης», ήταν Έλληνας επιχειρηματίας, αντιστασιακός και πολιτικός. Την περίοδο 1941-44 αποτέλεσε ηγετική μορφή της Κρητικής Αντίστασης εναντίον των κατοχικών δυνάμεων του Άξονα και έμεινε γνωστός για τον πατριωτισμό, το θάρρος, την τιμιότητα και τον αλτρουισμό του Ο Πετρακογιώργης 60 ετών τότε, το 1941 ανέβηκε στο βουνό, και συγκρότησε μια ομάδα «Ο ΨΗΛΟΡΕΊΤΗΣ» , που ήταν «η πρώτη ομάδα αντίστασης της Ευρώπης»!Σκοπός της ομάδας, να εκδικηθούν τους Γερμανούς, για ότι καταστροφές έκαναν στον τόπο!
Συνεχή ήταν τα σαμποτάζ της ομάδας αυτής, όπου προκαλεί απανωτές δολιοφθορές στον εχθρό. Οι ζημιές που προκαλούσε η ομάδα αυτή του Πετρακογιώργη ήταν ιδιαίτερα σημαντικές, και η αιτία που οι Γερμανοί τον αναζητούσαν για να τον πιάσουν. Τη ημέρα που έπεφταν οι αλεξιπτωτιστές στο Τυμπάκι, ο Πετρακογιώργης βρισκόταν στα Χανιά, και ο γιος του ο Μανώλης, τον ειδοποίησε ότι πρέπει να έρθει επειγόντως στη Μεσαρά. Πράγματι ο Μανώλης πήρε τον οδηγό τους με το παρατσούκλι «Τσουνής», και πήγαν στα Χανιά και τον πήρανε. Σαν φτάνανε στην επιστροφή στο Γενί -Γκαβέ στο Ηράκλειο, οι Γερμανοί από αεροπλάνο τους έριχναν βολές, και ο γιος του Πετρακογώργη σκοτώθηκε επιτόπου. Τον έθαψαν στο Ηράκλειο, και το αυτοκίνητο σχεδόν κατεστραμμένο, παρέμεινε στο ίδιο σημείο για αρκετά χρόνια, μέχρι το 1950! . Ο περισσότερος κόσμος γνωρίζει για τον Πετρακογιώργη, και δεν ξεχνά τη δραστηριότητα του και τη προσφορά του στον εργαζόμενο, και στην οικονομία του τόπου.
Ο χαρουπόμυλος στον Κόκκινο Πύργο
Σε όλη του τη ζωή ο καπετάν Πετρακογιώργης από το Μαγαρικάρι, υπήρξε δραστήριος και προοδευτικός άνθρωπος, έτσι ήδη πριν την κατοχή, είχε κατασκευάσει χαρουπόμυλο στο λιμάνι του Κόκκινου Πύργου, όπου άλεθε το χαρούπι. Με ένα μικρό φορτηγό τριών τόνων, γύρναγε ο οδηγός του στα χωριά και έπαιρνε το χαρούπι από τους εμπόρους, και το έριχνε στον μύλο όπου το άλεθε, το έκανε σκόνη και το έστελνε στην Αθήνα και από εκεί στο εξωτερικό, και κυρίως στη Γερμανία.
Επειδή όμως οι Γερμανοί ήταν αδύνατο να τον βρουν στο βουνό για να τον εκδικηθούν, αποφάσισαν να του γκρεμίσουν το εργοστάσιο χαρουπιού στον Κόκκινο Πύργο!
Έφεραν λοιπόν εργάτες οι Γερμανοί και το γκρέμισαν, μάλιστα φόρτωσαν όλες τις πέτρες και τις χρησιμοποίησαν για τη κατασκευή του αεροδρομίου στο Τυμπάκι. Μετά την καταστροφή του χαρουπόμυλου, στο σημείο απέμειναν μονάχα τα οχτώ καζάνια, και κάποια σίδερα.
Πώς στήθηκε το νέο εργοστάσιο – πυρηνελαιουργείο του Πετρακογιώργη στις Μοίρες
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Κρήτη, λέει η μαρτυρία του κ Μύρωνα Μαραγκάκη (Μαραγκομύρο) που μας έδωσε και όλες τις πληροφορίες όλες του άρθρου, ο Πετρακογιώργης πήρε κάποια μικρή αποζημίωση από τους Γερμανούς, και ζήτησε και ένα δάνειο από την Αγροτική τράπεζα, για να ξεκινήσει να φτιάχνει το νέο του εργοστάσιο, που θα ήταν αρχικά ένα πυρηνελαιουργείο!
Αγόρασε λοιπόν το κατάλληλο οικόπεδο ο Πετρακογιώργης προς στην έξοδο των Μοιρών προς Τυμπάκι και αριστερά 500 μέτρα, και άρχισε το χτίσιμο.
Το πρώτο πράγμα που έστησε ήταν μιαζυγοπλάστιγγα για φορτηγά, πριν ακόμα χτιστεί το ίδιο το εργοστάσιο.
Οι Αμερικάνοι του έκαναν δώρο ένα φορτηγόDΑΙΜΟΝ πολλών τόνων, και με αυτό κουβαλούσε τις πέτρες από την Λαβύρινθο στην Γόρτυνα, που μετά την ανατίναξη υπήρχαν άφθονες σε ποσότητα στη περιοχή, και με αυτές άρχισε το χτίσιμο του νέου εργοστασίου!
Από τον Κόκκινο Πύργο πήρε τα έξη από τα οχτώ καζάνια για να τα χρησιμοποιήσει, ενώ τα δυο παρέμειναν παρατημένα στο σημείο που βρίσκονταν για πολλά χρόνια!
Έβαλε τεχνίτες να στήσουν τα καζάνια αυτά, αλλά έμαθε και από κάποιους, πως οι Γερμανοί, είχαν για τις ανάγκες τους μεγάλες εφεδρικές μεταλλικές δεξαμενές βενζίνης χωμένες στη γη, σε δυο σημεία της Μεσαράς, η μια ήταν κοντά στο χωριό Κλίμα, και η άλλη στους Επτά Πόρους, πιο πάνω από την Αγία Γαλήνη. Πήρε λοιπόν εργάτες, και με το μεγάλο ανατρεπόμενο φορτηγό DAIMON, πήγαιναν στα σημεία που ήταν θαμμένες οι δεξαμενές, και με διάφορες έξυπνες κινήσεις και συρματόσκοινα, τις έδεναν και κατάφεραν και τις ξέθαψαν. Με τη βοήθεια της ανατρεπόμενης καρότσας και συρματόσχοινα, όπως σηκώνονταν η καρότσα, τραβούσαν τη δεξαμενή, τη ξέθαβαν και στηνόταν όρθια! Στη συνέχεια κώλωνε το φορτηγό και έφθανε μπροστά στη δεξαμενή, και όπως έπεφτε η καρότσα η δεξαμενή ανέβαινε επάνω! Τη έσπρωχναν λίγο να πάει πιο μέσα, την έδεναν, και την έστησαν στο νέο εργοστάσιο υπερυψωμένη, για να έχει κάποιο ύψος, για χρήση δεξαμενής λαδιού! Το ίδιο έκαναν και με την άλλη δεξαμενή.
Το πυρηνελαιουργείο εν ώρα λειτουργίας
Αφού τέλειωσε το στήσιμο του εργοστάσιου επεξεργασίας πυρήνα και παραγωγή πυρηνέλαιου, έστελνε τον οδηγό του τον Τσουνή, με δυο εργάτες στα χωριά και φόρτωναν πυρήνα όπου την άδειαζαν σε χώρο έξω από το εργοστάσιο, όπου σχηματιζόταν μεγάλους σωρούς. Το φορτηγό αφού άδειαζε τη πυρήνα, στη συνέχεια ανέβαινε επάνω στους σωρούς, και με ανατροπή άδειαζε την πυρήνα από πιο ψηλό σημείο. Δυο εργάτες γέμιζαν δυο βαρέλια νερό και τα κυλούσαν επάνω για να πατηθεί καλά η πυρήνα, και να μπορεί έτσι να ανεβαίνει πιο εύκολα το φορτηγό, ακόμα πιο πάνω στο σωρό. Αργότερα έφτιαξε μεγάλο υπόστεγο όπου προφύλασσε την πυρήνα από την βροχή, και απλά την άδειαζε το φορτηγό παραδίπλα, χωρίς να την πατάει. Εδώ τώρα γινόταν η εξής διαδικασία επεξεργασίας της πθρήνας.
Με καρότσια που γέμιζαν με πυρήνα οι εργάτες, την άδειαζαν αρχικά στον μύλο για να την αλέσει, και κυρίως να σπάσει τους βόλους. Από εκεί με ένα αναβατόριο, η πυρήνα πήγαινε στο διπλό ξηραντήριο, για να τη στεγνώσει. Το ξηραντήριο είχε μια μεγάλη σωλήνα που περιστρεφόταν με κάποια φύλλα λαμαρίνας, ανακατευόταν η πυρήνα και στέγνωνε με ζεστό αέρα. Από εκεί η πυρήνα πήγαινε στα καζάνια, που περιείχαν ζεστό νερό, και έριχναν μέσα ποσότητα βενζίνης ή κάποιο διθειούχο υλικό, για να μαλακώσει η πυρήνα και να βοηθήσει να αποχωριστεί πιο εύκολα το λάδι. Το λάδι από μόνο του ανέβαινε στην κορυφή, και πήγαινε από εκεί στους εκχειλιστήρες. Εκεί το λάδι ανέβαινε πάλι επάνω και με λιγότερα πλέον υπολείμματα πυρήνας κάθονταν στον πάτο. Από εκεί το λάδι πέρναγε από φίλτρα,πήγαινε στον λαμπίκο, που ήταν άλλο εντελώς κλειστό καζάνι με διπλά τοιχώματα. Στο κενό των τοιχωμάτων περνούσε ζεστό νερό, και ζέσταινε το λάδι, όπου εκεί εξατμιζόταν και η βενζίνη ή το διθειούχο υλικό, και γινόταν ατμός. Ο ατμός αυτός έφευγε από σωλήνες πήγαινε σε ψυγείο όπου υγροποιούνταν, και έμπαινε ξανά σε δοχεία για να επαναχρησιμοποιηθεί. Στη συνέχεια το λάδι πήγαινε με σωλήνες στη μικρή δεξαμενή, από εκεί στη μεγάλη δεξαμενή, και τέλος στα βαρέλιαόπου τα φόρτωναν οι εργάτες στο φορτηγό και το λάδι έφευγε για Ηράκλειο ή Αθήνα, ή σε διάφορα σαπωνοποιεία της Κρήτης. Μεγάλες ποσότητες λαδιού πήγαιναν στην Ιταλία, όπου το λάδι αυτό το ραφινάριζαν για παραγωγή μαργαρίνης ή για φωτιστικό λάδι για καντήλια και πολλές άλλες χρήσεις, και δεν προοριζόταν πάντων για χρίση φαγητού. Άσχετα πάντως, πως επειδή ήταν πολύ φτηνό, πολλοί φτωχοί το αγόραζαν από ανάγκη!
Το σαπωνοποιείο του Πετρακογιώργη
Αφού είχε αρκετή πυρήνα ο Πετρακογιώργης και μεγάλες ποσότητες πυρηνέλαιου, σκέφτηκε να φτιάξει και ο ίδιος ένα δικό του σαπωνοποιείο. Το λάδι που χρησιμοποιούσαν για τη παραγωγή σαπουνιού στο εργοστάσιο, δεν ήταν απαραίτητο να το λαμπικάρουν, δηλαδή να το πέρναγαν από τον «λαμπίκο», απλά το έπαιρναν κατ’ ευθείαν από τα φίλτρα.
Από τα φίλτρα λοιπόν τους άλλαζε πορεία, και με σωληνώσεις πήγαινε το λάδι κατευθείαν στο σαπωνοποιείο, και έπεφτε σε μεγάλη κυκλική δεξαμενή με αναδευτήρα. Εκεί στη δεξαμενή – μίξερ, ο τεχνίτης χειριστής, έριχνε συγκεκριμένη ποσότητα καυστικής ποτάσας μέσα στο λάδι, της οποίας η δοσολογία ήταν εντελώς μυστική! Την αναλογία γνώριζε μονάχα ο Πετρακογιώργης και ο εργάτης του! Όταν ήταν έτοιμο το υλικό, με σωλήνα άδειαζε το ρευστό ακόμα σαπούνι σε ένα μεγάλο χώρο στο τσιμεντένιο δάπεδο, το λεγόμενο «γυαλί», όπως λέγεται στην κρητική διάλεκτο το τσιμέντο που έχει γυαλιστεί με σκόνη τσιμέντου, όταν ακόμα είναι άπηχτο. Η επιφάνεια δαπέδου που ήταν για αυτή τη δουλειά, ήταν χωρισμένη με σανίδες σε τετράγωνα 3Χ3 μ. Εκεί έπεφτε το υλικό, σε ένα ύψος 4 με 5 πόντους. Στη συνέχεια είχαν ένα συρμάτινο τελάρο με ατσάλινα σύρματα, με το οποίο ο εργάτης έκοβε το νωπό ακόμα σαπούνι σε μικρά κομμάτια, σε σχήμα πλάκας σαπουνιού. Το σαπούνι σαν έπηζε τελείως, το έπαιρναν εργάτες και το έκαναν στοίβα.
Από εκεί πέρναγε το σαπούνι από πρέσα που έμπαινε η στάμπα, και έγραφε:
«ΠΕΤΡΑΚΟΓΙΏΡΓΗΣ ΠΟΙΟΤΗΣ ΠΡΩΤΗ» και από την άλλη έγραφε: «ΜΟΙΡΕΣ ΜΕΣΣΑΡΑ ΚΡΗΤΗΣ»
Το εργοστάσιο γενικά είχε περίπου δέκα εργάτες, και δυο εργάτριες για τις εύκολες δουλειές, όπως να βάζουν τα σαπούνια στα τελάρα, τις στάμπες κλπ.
Μετά την πρέσα, τα σαπούνια οι εργάτριες τα έβαζαν σε κασόνια, και από εκεί πήγαιναν στο φούρνο. Ο φούρνος έδινε μια όμορφη ελαφριά γυαλάδα στο σαπούνι, το οποίο αποχτούσε όμορφη γυαλιστερή όψη, και το σαπούνι πλέον ήταν έτοιμο για το εμπόριο. Ποσότητες σαπουνιού πήγαιναν στην Αθήνα, και κάποιες έφευγαν και για την Ευρώπη.
Το σαπωνοποιείο του Πετρακογιώργη, έφτιαχνε δυο ειδών πλάκες σαπουνιού, το άσπρο, και το πράσινο ή «μαύρο», όπως το έλεγαν οι ντόπιοι. Το άσπρο σαπούνι γινόταν από το πυρηνέλαιο του φίλτρου, ενώ το πράσινο γινόταν από καθαρό λάδι ελιάς βρώσιμο.
Το μαγειρείο του εργοστασίου!
Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά ο Πετρακογιώργης σε κάποια πράγματα ήταν πράγματι πολύ πρωτοπόρος για την εποχή του, και σεβόταν πολύ το εργατικό του προσωπικό! Έτσι έφερε μάγειρα, ο οποίος έφτιαχνε καθημερινά απλά φαγητά και καφέδες, τα οποία τους κόστιζαν πάρα πολύ φτηνά! Ο μάγειρας ήταν ο λεγόμενος «Καφάτος» από τα Πιτσίδια.
Κάθε Σάββατο που γινόταν η πληρωμή των εργατών, γινόταν η κράτηση της αξίας του φαγητού, το οποίο δεν ήταν τίποτα σπουδαίο ποσό. Τα φαγητά ήταν απλά, φασολάδα, ρεβίθια, κουκιά κλπ. Ήταν πρακτική η ύπαρξη του μαγειρείου, διότι έλυνε ζωτικό πρόβλημα των εργατών, επειδή κάποιοι ερχόταν από άλλα χωριά με τα γαϊδούρια, και φυσικά μπορούσαν να αποδώσουν περισσότερο, από το να ήταν νηστικοί όλη μέρα, ή να ξοδεύουν χρήματα στα εστιατόρια!
Μεταξύ αυτών που ανεβοκατέβαιναν από το χωριό τους για να δουλέψουν στο εργοστάσιο, για κάποια χρόνια ήταν και οΜαραγκομύρος, αλλά και ο Εμμανουήλ Ζαχαριουδάκης (Ντουιντομανώλης).
Η ηλεκτρογεννήτρια που έφερε το ηλεκτρικό φως στις Μοίρες
Το εργοστάσιο δούλεψε έτσι σε αυτή τη μορφή για αρκετά χρόνια, αλλά κάπου το 1955, και αφού η Γαλιά είχε πριν τη κατοχή ηλεκτρικό ρεύμα ήδη από το 1937, δεν το έβλεπε αυτό με καλό μάτι ο Πετρακογιώργης να μην έχει ρεύμα μια πόλη σαν τις Μοίρες, και έτσι πρότεινε στο κοινοτικό συμβούλιο των Μοιρών, αν θέλουν να τους παράσχει ηλεκτρικό ρεύμα για να ηλεκτροδοτήσει ολόκληρη την πόλη. Ήδη είχε όση πυρήνα ήθελε για καύσιμη ύλη, είχε και ατμό αρκετό για τις ανάγκες του εργοστασίου, είχε και την ατμομηχανή. Δεν του ήταν δύσκολο λοιπόν, να προσθέσει και μια ηλεκτρογεννήτρια! Αφού τελικά συμφώνησαν, κάπου τέλος του ’49, εκείνος αγόρασε γεννήτρια μεγάλης ιπποδύναμης, τόση ώστε να τροφοδοτήσει δυο πόλεις σαν τις Μοίρες! Με ένα λουρί έδωσε κίνηση στην γεννήτρια από την ατμομηχανή. Έφτιαξαν δίκτυο με στύλους, και αρχές του ’60 τροφοδότησε όσα σπίτια ήθελαν, με μια δυο λάμπες χωρίς μετρητές, και ανάλογα τα watt που είχαν οι λάμπες, πλήρωναν ένα ποσό. Το ρεύμα υπήρχε στα σπίτια ή καταστήματα, από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 11 το βράδυ, όπου έκλεινε μόνο του με το κλείσιμο της γεννήτριας. Έτσι ο Πετρακογιώργης εισέπραττε χρήματα, ώσπου ήρθε η ΔΕΗ στις Μοίρες, και του πρότειναν να αποσυρθεί!
Εκείνος είπε αρχικά όχι, και λέγεται πως μετά άρχισαν κάποια παζάρια, για αποζημίωση κλπ. Λέγεται ότι πάντως γενικά μέσα στη συμφωνία του, όποια κι αν ήταν αυτή με τους υπεύθυνους της ΔΕΗ, μεταξύ των άλλων ήταν η συμφωνία να πάρουν τον (έτερο) γιό του στη ΔΕΗ, που ήδη είχε και τις απαραίτητες γραμματικές γνώσεις και ανάλογο πτυχίο! Πράγματι πήραν τον γιό του, ο οποίος στη συνέχεια έγινε διευθυντής ΔΕΗ Ηρακλείου!
Η αποζημίωση όμως που πήρε ο Πετρακογιώργης δεν ήταν αρκετή, και το εργοστάσιο αναγκαστικά έπρεπε να βγει σε πλειστηριασμό! Άρχισε η διαδικασία πλειστηριασμού, είχε οριστεί κάπου στις 22 με 23 Απριλίου το 67!
Όμως στις 21 Απριλίου μπήκε η Χούντα του Παττακού – Παπαδόπουλου, μπλοκάρανε τον διαγωνισμό που αφορούσε το εργοστάσιο! Τον ίδιο τον Πετρακογιώργη τον είχαν για κάποιο χρονικό διάστημα υπό περιορισμό, γιατί ήξερε η χούντα πως ήταν για χρόνια βουλευτής Ηρακλείου στο χώρο του χώρου κέντρου, από την εποχή του Ελευθ. Βενιζέλου, του Σοφοκλή και μετά της Ένωση Κέντρου. Για το λόγο αυτό, παρέμενε επικίνδυνος για τους χουντικούς, μήπως τυχόν οργανώσει κάποια μικροεξέγερση! Έτσι από ότι λέγεται, το εργοστάσιο περιήλθε τελικά στα χέρια της Αγροτικής Τράπεζας, και από εκεί αργότερα το ανέλαβε ο τότε Συνεταιρισμός της Μεσαράς.
Η περιβόητη καμινάδα του εργοστασίου και η σειρήνα της Μεσαράς!
Σημείο αναφοράς για την περιοχή ήταν η καμινάδατου εργοστασίου, η οποία είχε ύψος 50 μέτρα, στη βάση της ήταν 3 μέτρα και στο πάνω σημείο 1,5 μέτρο.
Η σειρήνα του εργοστασίου, αν και ακουγόταν από όλη τη Μεσαρά, από Αγίους Δέκα μέχρι το Τυμπάκι, εν τούτοις δεν ήταν επάνω στην καμινάδα, ούτε τόσο μεγάλη, ανάλογα την ένταση του ήχου της. Η σειρήνα ήταν όπως εκείνη των καραβιών, και ήταν πάνω τον χώρο της παραγωγής ατμού, πάνω σε ένα στύλο ύψους 10 μέτρων. Ήταν η σειρήνα στην ουσία μια μικρή σωλήνα πέντε εκατοστών διάμετρο, με τρεις τρύπες μπροστά σαν φλογέρα.
Ο ρόλος της σειρήνας ήταν να δηλώνει το ωράριο των εργατών του εργοστασίου. Έπαιζε ένα τέταρτο πιο μπροστά, το πρωί στις 7 που έπιαναν δουλειά οι εργάτες, το μεσημέρι στις 1,5 για φαγητό και μια ώρα διάλειμμα, και το βράδυ στις 5 για σχόλασμα. Η σειρήνα δούλευε με ατμό 6 ατμόσφαιρες, που πήγαινε με σωλήνα στη σειρήνα από το καζάνι ατμού. Άνοιγε ο εργάτης τον διακόπτη, πήγαινε ο ατμός, και έπαιζε η σειρήνα, τον έκλεινε και σταμάταγε. Η σειρήνα ήταν παράλληλα και το «ρολόι της Μεσαράς», γιατί την συμβουλευόταν όλοι οι εργαζόμενοι της περιοχής, οι ζευγάδες, οι εργάτες στα αμπελοσκάματα κλπ.
Ξέρανε όλοι πότε να φάνε, και πότε να σχολάσουν και εκείνοι!
Το κεραμοποιείο – τουβλάδικο
Σαν προοδευτικός άνθρωπος ο Πετρακογιώργης, που έδινε δουλειά σε πολλούς Μεσαρίτες, έτσι έφτιαξε το κεραμοποιείο ή τουβλάδικο, για να παράγει διάφορα κεραμικά. Μετά το τουβλάδικο που έφτιαξε, σχεδίαζε να φτιάξει ασβεστάδικο, και δεν αποκλείεται κάποια στιγμή και τσιμεντάδικο! Όμως είχε γεράσει αρκετά, αφού ήταν ήδη 80 ετών, και σταμάτησε στο τουβλάδικο.
Το τουβλάδικο από μόνο του απασχολούσε 15 με 20 άτομα, με επιστάτη κάποιον Βασίλη Τσέμπελη Μικρασιάτη. Είχε παντρευτεί από τα Ντερογδιανά της Γαλιάς, και είχε πάρει την αδερφή του Θωμά του Αρχανιώτη. Ο Τσέμπελης για χρόνια ζούσε στον Πειραιά, και γνώριζε άριστα τη δουλειά του κεραμοποιού. Όμως κάποιες κακές παρέες, προσπαθούσαν να τον εμπλέξουν σε διάφορες ναρκωτικές ουσίες, και εκείνος δεν ήθελε, και για να ξεμπλέξει από αυτούς, κατέβηκε στην Κρήτη, και έπιασε δουλειά στο τουβλάδικο του Πετρακογιώργη. Σε μεγάλες γούβες έβαζε τη λάσπη να λιώσει το χώμα, το πέρναγε από σήτα να φύγουν οι πέτρες, και σαν εξατμιζόταν το νερό, η λάσπη πήγαινε στο ζυμωτήριο, που δούλευε με ατμομηχανή. Αφού γινόταν η ζύμωση, η λάσπη πέρναγε από ειδικό καλούπι με πρέσα, και έβγαινε μονοκόμματο τούβλο σε μήκος δέκα μέτρων, και στη συνέχεια με ειδικό ατσάλινο εργαλείο, έκοβε τη λάσπη σε κομμάτια στο σχήμα του τούβλου. Εδώ δεν έβαζε στάμπα, απλά τα τούβλα τα άπλωναν στον ήλιο, και κάθε δυο μέρες μονάχα τα γύρναγαν τούμπα οι γυναίκες για να στεγνώσουν και από την άλλη πλευρά. Όταν ήταν έτοιμα, τα κάνανε μικρές ντάνες δωδεκάδες σταυρωτά, και έτσι τα φόρτωναν και στο φορτηγό, για να τα πάνε στην οικοδομή.
Το σαπούνι του Πετρακογιώργη, και η λαογραφία!
Ολόκληρο το εργοστάσιο θα ήταν σήμερα ένα σπουδαίο λαογραφικό μουσείο, αν είχε διασωθεί και διαμορφωθεί σωστά, ή τουλάχιστον ένα τμήμα του, η καμινάδα, ή έστω η περιβόητη σειρήνα, και να ηχεί ακόμα και σήμερα, με τον παλιό γνώριμο τρόπο κάπου – κάπου, και να θυμίζει στους παλιούς τα νιάτα τους!
Παλιά όταν υπήρχε κάποιος που να είναι αισχρός πολύ, ή κατά συρροή κλέφτης, ή καταχραστής της πολιτικής κλπ, τότε πάνω σε τυχόν διαπληκτισμό, του έλεγε κάποιος:
«Εσένα δεν σε ξεπλένουνε μηδέ ούλα τα σαπουναριά του Πετρακογιώργη»! Πολύ διαδεδομένη η ανωτέρω φράση εκείνα τα χρόνια, και αφορούσε τους μαφιόζους της εποχής, με βρώμικη ψυχή, και είχαν την τάση τους στην αλόγιστη κλεψιά!
Ο λαός της Μεσαράς που είχε πάντα και αίσθηση του χιούμορ, έλεγε παρόμοιες φράσεις, και εν ήδη αστείου στη παρέα: «Δε φτάνει το σαπούνι του Πετρακογιώργη κακομοίρη να σε ξεπλύνει»!
Ή λέγανε: «Πρέπει να πας να πάρεις ούλο το σαπούνι του Πετρακογιώργη, και να πας στο Γέρο Ποταμό και να ξεπλυθείς, για να σχορεθούν οι αμαρτίες σου»!
Παρόλο που είναι δύσκολο σήμερα να βρεθούν πλάκες σαπουνιού με τη στάμπα του Πετρακογιώργη, όμως υπάρχουν και σήμερα στο μουσείο του Μαγαρικαρίου που διατηρεί ο Στέλιος Ξηρουδάκης, και φυσικά κάποιες από τις τελευταίες πλάκες, διατηρεί και ο Μαραγκομύρος στην προσωπική του συλλογή
.
Κείμενο – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης