Connect with us

Γεια, τι ψάχνεις;

Life

Όταν η κλεψιά δεν είναι αμαρτία αλλά έργον θεάρεστον!

Πριν αρκετές δεκαετίες ήταν μια ανύπαντρη γυναίκα, και από φτωχιά οικογένεια, δεν έμαθε γράμματα αλλά ήταν χρυσή καρδιά, άνθρωπος καλοσυνάτος, πρόσχαρος και γλυκομίλητος


Κακία και πονηριά δεν ήξερε τι θα πει. Οι δικοί της εκείνο τον καιρό έκαναν παρέα με ένα ξενοχωριανό γαμπρουαλάκι, που ψαχούλευε να βρει νύφη στα χωριά όπου πήγαινε…
Κάποια στιγμή οι δικοί τση, τον έφεραν στο σπίτι τους και του έδειξαν τη «κοπελιά»…

Ήταν μεγαλύτερη του βέβαια, και όταν την είδε, κάπου αρχικά είχε κάποιες αντιρρήσεις…
Κάπου πάντως επάνω στο φαγοπότι, κάποια στιγμή απ τσι πολλές, πείστηκε και είπε το «ναι»!

Δέχτηκε επιτέλους το γαμπρουλάκι να την πάρει για γυναίκα του!
Έγινε ο γάμος και όλοι αρχικά έδειχναν ευχαριστημένοι!
Ερχόταν ο γαμπρός με τη σκαφτικιά του από το ξενοχώρι, και έμενε ένα διάστημα στο χωριό και μετά έφευγε πάλι πίσω, γιατί εκεί είχε την μικρή περιουσία του, για να την καλλιεργεί.

Κάθε φορά όμως που ερχόταν, σκάρωναν και ένα κουτσούβελο με τη γυναίκα του!
Ερχόταν στην αρχή να θωρεί τα κοπέλια, μα τι τα θες, κακομοιργιές, αργούσε να ξανάρθει…
Μόλις έκαμαν τρία κουτσούβελα, άρχισε το γαμπρουλάκι να αραιώνει για τα καλά τις επισκέψεις του, ώσπου τελικά ξέκοψε οριστικά από το χωριό της γυναίκας του…
Έτσι δυστυχώς βρέθηκε η γυναίκα μόνη της στη ζωή παρέα με τα τρία της παιδιά. Είχαν πεθάνει ωστόσο και οι γονείς της, και δεν είχε πια στον ήλιο μοίρα…

Όλα ήταν δύσκολα για να εξοικονομηθούν τα προς το ζην.
Πότε έβρισκε μεροκάματο στις ελιές, πότε δεν έβρισκε, αλλά τα τρία παιδιά όμως είχαν έξοδα, ήθελαν να φάνε να ντυθούν, και πώς να τα βγάλει πέρα;
Δεν ήταν στο χέρι της ούτε να κλέψει αλλά ούτε να ζητιανέψει, αν και οι γειτόνοι της που και που, την βοηθούσαν όσο μπορούσαν.

Έτσι, χρονιάρες μέρες Χριστουγέννων προς Πρωτοχρονιά, αποφάσισε να πάει στον παπά του χωριού, και να του πει το δράμα της, και να την συμβουλέψει τι να κάνει που έχει τρία μικρά παιδιά…

Ο παπάς την άκουσε με προσοχή, και της είπε:
-Σε καταλαβαίνω τέκνο μου, είσαι καλός άνθρωπος, και να είσαι σίγουρη πως θα συζητήσω το θέμα και με το πρόεδρο του χωριού μας, και θα σου απαντήσω σύντομα…
Πάει ο παπάς στο καφενείο που ήταν και ο πρόεδρος και αρκετοί χωριανοί, καθώς και ο πρόεδρος ο γραμματικός και ο αγροφύλακας. Τους μίλησε για το δράμα της γυναίκας, που από όλο το ποίμνιό του, εκείνη ζορίζεται περισσότερο στο να τα βγάλει πέρα.
Πους παρότρυνε να σκεφτούν, και να βγάλουν όλοι μαζί επιτόπου μια απόφαση!

Άκουσε ένας από το διπλανό τραπέζι, και λέει του παπά:
-Άκου παπά, εκ μέρους μου, να πηγαίνει από όπου θέλει από τα χωράφια μου. Ελεύθερα να μαζεύει ότι θέλει, από ελιές για το λάδι της από χαρούπια για τα ζωντανά της, ότι θέλει!
Πετάγεται άλλος και λέει:
-Εγώ βάνω υπαίθριες καλλιέργειες, ας πηγαίνει να κόβει λάχανα, αγγούρια ντομάτες και ότι κηπικά θέλει για τα κοπέλια της!

Εγώ, λέει κάποιος άλλος, έχω πολλούς αρακάδες σε τρία χωράφια, να πηγαίνει να κόβει όποτε θέλει κι όσο θέλει να μαγερεύγει τω κοπελιώ…

Αναλαμβάνει ο πρόεδρος:
-Αυτά ήθελα να ακούσω, γιατί αυτά είχα κατά νου να σας προτείνω και εγώ αλλά με προλάβετε! Δηλαδή συμφωνείτε όλοι οι χωριανοί να επιτρέψουμε στη γυναίκα να κόβει ότι θέλει από τα προϊόντα μας, για να ταΐσει τα παιδιά της;
-Ναι συμφωνούμε! Παπά ούλο το χωριό δικό τζη! Απάντησαν όλοι με μια φωνή!
-Πόσο να φάει μπρέ μια γυναίκα με τρία κουτσούβελα; χαλάλι της! Λέει και ο πρόεδρος.
-Τα ακούς και συ αγροφύλακα; Του λέει ο παπάς. Μη πας με το τεφτέρι και τη γράψεις ανε πάει και κόψει δυο τρείς καφκάλες από κανένα αγκιναρικλήπι;

Κατέχω σε ζάβαλε δεν το ‘χείς σε πράμα! Δεν θα βγάζεις άχνα όπου κι αν την δεις να γεμίζει το καλάθι της, είτε βγάνει πατάτες, είτε κόβει σταφύλια, απίδια άχνα! Γρηκάς, γιατί θά ‘χεις να κάνεις με μένα!

Ένα ψυχικό θέλει να κάνει το χωριό και θα το κάνει! Η πράξη της δεν είναι κλεψά, αλλά χριστιανική πράξη, γιατί παλεύει κι αυτή η κακομοίτσα για τα κοπέλια τζη!

Πείτε ούλοι πως τα παιδιά της είναι και δικά μας παιδιά!
Όλοι ήταν σύμφωνοι, και αν υπήρχε και κάποιος να είχε τυχόν αντίρρηση να του κλέβει η ξένη γυναίκα κάτι από τον κήπο του, ωστόσο δεν έβγαζε μηλιά, γιατί σκεφτόταν την γενική κατακραυγή του χωριού, που θα έπεφτε απάνω του να τον ε φάει! Ντελόγο κιόλας πήγε ο παπάς στο σπίτι της και τη βρήκε:
-Από σήμερα ούλο το χωριό μας σου δίνει το δικαίωμα να παίρνεις ότι θες από το χωριό, και όλα τα αγαθά και το βιός του χωριού μας στη διάθεσή σου, είναι και δικά σου! Η γυναίκα κατασυγκινήθηκε, και ευχαρίστησε μέσω του παπά όλους τους χωριανού της!
Ευχαρίστησε και το Θεό που για άλλη πρώτη φορά ένοιωσε την παρουσία του, και καθημερινά τον δόξαζε.
Ήταν καλός άνθρωπος η γυναίκα, και ποτέ δεν έκανε κατάχρηση σε ότι έπαιρνε από χωριανού της. Πράγματι θα έκοβε το φριγκάκι της, το κουνουπιδάκι τση δυο τρία μάτσα φασόλες με δυο καφκάλες, για να τσι βάλει με τσι χοχλιούς, δυο σταφυλάκια, δυο απιδάκια για να τα φάνε τα κοπέλια, σαν σεμνός άνθρωπος, έπαιρνε μόνο τα άκρως απαραίτητα για το σπίτι …
Από φαΐ πλέον δεν της έλειπε πράγματι τίποτα, και άρχισε να νοιώθει ευτυχής και ευλογημένη! Καμάρωνε για το τι χριστιανοί άνθρωποι την περιβάλουν…
Στο σπίτι κάποιος της χάρισε ένα αρνάκι και άλλος ένα κατσικάκι. Τώρα πια είχε και δυο οζά για το γαλατάκι των παιδιών, κοτούλες και κουνέλια για να τρώνε και κρεατάκι, είχε όμως και όλα τα άλλα αγαθά του χωριού, που πριν της έλειπαν.
Με την κίνηση αγάπης των συγχωριανών της, πια τίποτα δεν της έλειπε!
Οι χωριανοί την έπαιρναν πιο συχνά και στις δουλειές τους για μια συνδρομή, και της έδιναν φυσικά χρήματα για τον κόπο της.
Όμως και στον δρόμο που την συναντούσαν πολλοί, την ενημέρωναν για το τι είχε σπείρει ο κάθε ένας και που, και άμα θέλει να πάει να κόψει.
Η τάδε που την συνάντησε με το γάιδαρο στο δρόμο της λέει:

Καυμέχαρη, έχομε βάλει ωραία κουκιά εκειά από πέρα στο σόχωρο, και α δε βαργιέσαι, πετάξου να γεμίσεις μια μαντήλα για τα κοπέλια.
Ο άλλος της λέει:
-Αύριο θα βγάλουμε πατάτες και δόξα τω θεώ πήγανε πολύ καλά, άμα θέες έλα να διαλέξεις ένα καλάθι να τσι πάρεις.
Τέτοια της έλεγαν συνέχεια και κάποιοι μάλιστα της τα πήγαιναν και στο σπίτι!

Παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, δεν την αφήνανε έτσι. Ο κάθε ένας, μα ένα κεσεδάκι τσιλαδιά, μα δυο λουκάνικα με ένα πιάτο κουραμπιέδες, όλο και της στέλνανε και από ένα πεσκέσι για τη «καλή χέρα»!
Εκείνη πάντως όλους τους καληνώριζε και έκανε ένα σωρό ευχές να ναι καλά το σπιτικό κι αυτηνού που της έδωσε, και ολονώ τω χωριανώ!

Βέβαια την πιο «Καλή χέρα» της την έκανε όλο το χωριό, που της «άνοιξε τα πόρτες της καρδιάς τους» σε ότι ήθελε η γυναίκα! Σαν ευκατάστατο βέβαια, προοδευτικό και μεγάλο χωριό, δεν κατάλαβε καν να στερήθηκε κάποιος κάτι από τα αγαθά του. Το αντίθετο σε όλους αυγατίζανε! Λες και η θεία πρόνοια το έκανε επίτηδες για να τους ανταμείψει!

Κι όμως χάρις της βοήθειας του χωριού, η γυναίκα κατάφερε και μεγάλωσε τα τρία της κοπελάκια, να πάνε φαντάροι και να πιάσουν και εκείνα δουλειά κάπου.
Δεν ήταν όλα τέλεια στη ζωή τους, μα η μάνα και το χωριό δεν τα άφησε να πεινάσουν!
Και το χωριό όμως έδειξε ένα καλό και ζωντανό παράδειγμα στα νέα παιδιά τότε, πως η ανθρωπιά είναι πάνω από όλα, ακόμα και από το προσωπικό συμφέρον!

Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης

Ακολουθήστε το Cretanmagazine στο Google News και στο Facebook

Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δείτε και αυτά

Creta

Συνελήφθη, 25χρονος ημεδαπός κατηγορούμενος για τέσσερις περιπτώσεις απόπειρας κλοπής και παραβάσεις της Νομοθεσίας περί όπλων, στο Ηράκλειο Συνελήφθη χθες τα ξημερώματα στο Ηράκλειο, από...