Πέρασαν κιόλας 10 χρόνια από τότε που το δεντρί της Κρητικής Μουσικής έχασε τον… Κλάδο του!
«Κι ο ουρανός τση Μεσαράς, έκλαψε το χαμό σου, γιατί είχε για παρηγοριά, πάντα, το παίξιμο σου»!
Η παραπάνω μαντινάδα -μια από τις πάρα πολλές που ειπώθηκαν, την ημέρα του “Ύστατου Χαίρε”, για το Λεωνίδα Κλάδο, τελευταίο από τους μεγάλους λυράρηδες που «έφυγε» πριν από μια δεκαετία, στα 85 χρόνια του, από τη ζωή- αποτελεί ίσως και την ιδανική λεζάντα στη φωτογραφία που δημοσιεύουμε και έχει ληφθεί στις 14 Νοεμβρίου του 2010, μέρα Σάββατο, έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στις Μοίρες, την βροχερή ημέρα της κηδείας του ταλαντούχου καλλιτέχνη της κρητικής μουσικής, που αν και Ρεθυμνιώτικης καταγωγής είχε “πολιτογραφηθεί” Μοιριανός και Μεσαρίτης-ο χώρος μπροστά από το Δημαρχείο Φαιστού φέρει το όνομα του.
Ο πολυπληθής κόσμος που παραβρέθηκε στην κηδεία -ανάμεσα τους και πολλά γνωστά ονόματα της κρητικής μουσικής- δεν πτοήθηκε, την συγκεκριμένη μέρα του φευγιού ενός από τους μεγαλύτερους λυράρηδες του τόπου μας, από την καταρρακτώδη βροχή και συγκεντρώθηκε τότε να αποχαιρετήσει τον Λ. Κλάδο στο στερνό ταξίδι- με τις ομπρέλες να σχηματίζουν ένα ιδιόμορφο «σκηνικό» έξω από τον Ιερό Ναό. «Του κάτου κόσμου οι νεκροί/στέσανε χοροστάσι/γιατί ΄χουν και Μουντόκωστα και Κλάδο και Θανάση». Η μαντινάδα του Μανόλη Καστρινάκη από τον Άγιο Νικόλαο έκλεινε, λες, το δάκρυ της Κρήτης σε ένα τετράστιχο…
Ήταν Παρασκευή 11 Νοεμβρίου του 2010, όταν έφυγε απο τη ζωή ο Λεωνίδας Κλάδος. Ζούσε απο το 1953 στις Μοίρες, τόπο καταγωγής της αείμνηστης συζύγου του Κλειώς Τζωρτζάκη, όπου διατηρούσε και την επιχείρηση του, Ζαχαροπλαστείο και Εργαστήριο παγωτού (το παγωτό του με την επωνυμία…”Λύρα” έγραψε τη δική του ιστορία!).
Γεννήθηκε στα Πλατάνια, Αμαρίου το 1925.
Στα 16 του πρωτόπιασε λύρα και μέσα σε λίγο καιρό έμαθε να παίζει τους πρώτους σκοπούς. Από το 1945 έως το 1947 έπαιξε στο Ζαχαροπλαστείο “Κλαψινού” στο Ρέθυμνο. Το 1951 ήρθε στη Μεσαρά όπου γνώρισε τον Λευτέρη Καμπουράκη και ξεκίνησε μια μακρόχρονη συνεργασία μαζι του.
Το 1953 παίζοντας στο μαγαζί του Μιχάλη Τζωρτζάκη στις Μοίρες, γνώρισε την κόρη του Κλειώ, που στη συνέχεια παντρεύτηκε και έκαναν μαζί 4 παιδιά.
Τον πρώτο του δίσκο 78 στροφών τον γύρισε το 1958 με το τραγούδι “Οταν κοιμάται ο δυστυχής”.
Από το 1961 σταμάτησε για ένα πολύ μεγάλο διάστημα να παίζει και ασχολήθηκε αποκλειστικά με την επιχείρηση του στις Μοίρες.
Το 1968 πείστηκε να εμφανιστεί στο Τουριστικό περίπτερο στο Ηράκλειο.
Από τότε ο Κλάδος δεν σταμάτησε να παίζει επαγγελματικά μέχρι τα 70 του -αλλά και αργότερα σε “έκτακτες εμφανίσεις” σε τιμητικές εκδηλώσεις.
Στα Χανιά, απο τον Αποκόρωνα μέχρι και την Κίσσαμο έπαιζε σταθερά επι μία 15ετία, απο το 1975 μέχρι το 1990, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία.
Στο εξωτερικό πήγε πολλές φορες και γνώρισε την αποθέωση.
Κυκλοφόρησε ένα δίσκο 78 στροφών, 15 δίσκους 45 στροφών και 35 δίσκους 33 στροφών.
Τραγούδια του που έγιναν μεγάλες επιτυχίες ήταν:
Όταν κοιμάται ο δυστυχής,
Μαύρες φορεσιές
Κάνε τον πόνο μου χαρά
Σγουρό βασιλικάκι μου
Βάνω τα με τη μοίρα μου.
Δια-sos-τε τη Μεσαρά