Καθε φορα που το μυαλο κανει ενα ”γιαγερμο στο χθες”, μια αναδρομη στα παιδικα χρονια, το κανει παντα με μεγαλη χαρα και ξαναζει παλιες σκηνες που πολλες φορες εχουν και πολυ χιουμορ!
Στα δυσκολα χρονια του ’65 θα ανατρεξουμε σημερα, να περιπλανηθουμε στα παιδικα χρονια το Καλοκαιρι εκεινο που εξεπνεε, και πλησιαζε η ωρα του σχολειου που θα εμπαινα στην τριτη ταξη δημοτικου!
Οι χωριανοι μου οι Γαλιανοι ηταν ολοι ανθρωποι της δουλιας και… του εξω!
Εκτος που ηταν ανθρωποι της δουλιας, ηταν και ανθρωποι και ”εξω καρδιας”!
Το ιδιο ηταν και τα κοπελια!
Που τα βρισκες που τα χανες, τα αγορια, συνηθως στην εξοχη, παρεες δυο η τριων ατομων, η σε καποια στερνα με λασπονερα να κολυμπουν γδυμνα, για να δροσιστουν, αλλα γεμιζαν λασπες και τρεχανε στο καταποτη να ξεπληθουν!
Θα τα ‘βρισκες κατω απο καμια καπλοσυκια να τρωνε καπλοσυκα, η καπου να παιζουν διαφορα παιγνιδια της εποχης.
Στο εμπα του χωριου ηταν ενα πλατανι και απο αυτο πηρε ο τοπος εκει αυτη την ονομασια ”Πλατανι”.
Ηταν απεναντι στο νεο Δημοτικο του χωριου μας.
Εκει ηταν ενα απο τα σημεια που εστηνανε τις θυμωνιες με τα σταχυα τους πολλοι χωριανοι για να περασει η αλωνιστικη να τα αλεσει.
Μετα το περασμα της αλωνιστικης, ο τοπος ηταν γεματος με αχυρο, σκονες σκυβαλα, αλλα και αρκετο καρπο χυμενο κατω απο τα αλεσματα της μηχανης που ειχαν περασει τα κοσκινα.
Εκει διο τρεις οικογεννειες στηνανε προχειρες καλυβες κατω απο μια γερικη ελια, με κλαρια απο πλατανια και κορμους απο αθανατους, και τις εκαναν κοτετσια για να τρωνε οι κοτες τον σκορπιο καρπο.
Ειχαμε και μεις, και πηγαινα καθε μερα τους συμπληρωνα νερο στις ορθες, και επαιρνα τα αυγα φευγοντας.
Μεσα σε ενα τσουποκουρουπο εβαζα τα αυγα, και τα πηγαινα στο σπιτι, 5 εως 8 αυγα την ημερα.
Παντα αφηνα το αποτοκο, και πολλες φορες ξεγελουσαν τις ορθες με ενα κομματι πορσελανης απο μονωτηρες του ΟΤΕ που εμοιαζε με αυγο, και αφηναν αυτο για αποτοκο!
Μια αλλη ασχολια ηταν να μου δινουν τη γαιδαρα με διο κατσικες δεμενες στα σκαρβελια και να τα εχω κοντα μου, απλα παντα επι την επιβλεψη μου, να πανε σε ζημια.
Ομως τα πραγματα ποτε δεν γινοταν συνυθως οπως τα ηθελαν οι γονεις μας!
Εγω ειχα ενα συνομηλικο φιλο το Κωστακι που παιζαμε εκει, που ειχαν και αυτοι καλυβα με ορνιθες.
Μια μερα ξεχαστηκα και ακοω να μαντουριζει απο απεναντι ο αγροφυλακας μας ο Σηφης, συχωρεμενος κι αυτος, και να μου φωνιαζει απο απεναντι απο το Μονοχωρο…
-Μρε Γιωργιο! Μρε Γιωργιο, που εισαι?
Και δος του και σφυριζε με το μαντουρι του!
Παω εκει που ηταν και βλεπω το γαδαρο μας με τις αιγες να εχουν ρημαξει το περιβολι του Κοσμαδογιωργη με τα νεοφυτεμενα λαχανικα του, φριγκια και κουνουπιδια!
Αρχισε λοιπον ο αγροφυλακας τα συνηθη κολπα του…
-Ελα δω, θα σε ταχτοποιησω εγω! Ετσα βοσκεις εσυ τα ζωα?
Βγαζει το μπλοκακι του βγαζει και το στυλο απο το τσεπακι του και αρχιζει να γραφει το ονομα μου…
-Θα σου φτιαξω εγω ενα μπιλιετακι και θα σε παω στο δικαστηριο, για να μαθεις αλλη φορα, να προσεχεις τσι αιγες και το γαιδαρο να μη ρημαζουν τσοι κηπους των αθρωπω!
Εγω ασφαλως ψαρωσα και δεν εβγαζα μηλια!
Παιρνω το γαιδαρο με τσι αιγες και παω σπιτι..
Ξωπισω ηρθε και ο αγροφυλακας και ειπε τα καθεκαστα στον κυρη μου…
Τι να κανει κι ο πατερας μου, οτι και να μου ελεγε, γιατι και γιατι δεν ειχα το νου μου στο γαιδαρο, ηξερε πως ημουν κοπελι και δεν επρεπε να μου θαρευγιεται.
Ευτυχως ο μπαρμας μου ο Κωσμαδογιωργης που ηταν το θυμα της υποθεσης, ηταν καλος ανθρωπος και τα πηγαινε καλα με τον πατερα μου.
Ετσι συμβηβαστηκανε να παει ο πατερας μου να αγορασει νεα φυτα και να του τα φυτεψει και να συμπληρωσει τα φαγωμενα.
Μετα καταλαβα, αργοτερα που μεγαλωσα πως ο αγροφυλακας ο Σηφης, ηταν καλος ανθρωπος και καλος επαγγελματιας, απλα φοβιζε λιγο τα παιδια,για να προσεχουν περισσοτερο!
Αλλη ασχολια των παιδιων ηταν να μας πεμπουν να ποτισουμε το περβολι. Στο περιβολι ειχαμε ντοματες πιπεριες κρεμμυδια λαχανα μπαμιες και γενικα λιγα απ ολα.
Φευγοντας αφου ποτιζαμε, κοβαμε και τα κηπικα και τα βαζαμε στο καλαθι και τα τρεχαμε σπιτι.
Νερο ετρεχε ο ποταμος Χειμωνα Καλοκαιρι, και διαμοιραζοτανε σε δυο τσιμεντενιους καταποτες, ενας ανατολικα κι ο αλλος δυτικα του ποταμου..
Οι τσιμεντενιοι αυτοι καταποτες υπολογιζω να φτιαχτικανε γυρω στο 1950.
Αυτοι οι καταποτες δεν υπαρχουν σημερα, σοζωνται μοναχα ελαχιστα σημεια του, ετσι για να μας θυμιζουν οτι καποτε υπηρξε κι αυτος!
Πολλες φορες κατεβαινα απο το το κοτετσι της καλυβας με ενα κουβα να γεμισω νερο απο το καταποτη που περναγε μολις 50 μετρα κοντα απο το κοτετσι μας, για να παρω νερο να γεμισω τα γαστρια των ορνιθω…
Τα γαστρια ηταν συνηθως σπασμενα σταμια που ειχε διασωθει το μισο σταμνι.
Εκει πολλες φορες καθομουν στον καταποτη με τις ωρες και δροσιζομουν στο νερο κατω απο τα θεορατα πλατανια που μου παρειχαν καλη δροσια.
Μια μερα καθομουν παλι εκει, οπου ειχε και τις μελισσες ο Κακαβελοκωστας, ενας πολυ καλος και ευχαριστος ανθρωπος απο το μετοχι διπλα τα Ντερογδιανα, εγκαταλελειμενο χωριο σημερα.
Παντα οπου με συναντουσε στο δρομο, η οταν πηγαινα να ποτισω τα ζωα στη βρυση στα Ντερογδιανα με συμπαθουσε και με πειραζε κανοντας μου διαφορα χωρατα! Θεος σχωρες τον!
Χρονια και χρονια ειχε εκει τις μελισσες του.
Οπως καθομουν μια μερα στο πλαι του τσιμεντανιου κταποτη, εβλεπα πως μερικες μελισσες που πηγαιναν να πιουν νερο, επεφταν μεσα και πνηγοταν!
Πως μου ηρθε τοτε μια ιδεα οπως κοιταζα μια πνηγμενη μελισσα να τη…ξεζωντανεψω!
Ετσι μου ηρθε και την επιασα με το χερι και την εβαλα πανω σε μια πετρα και της εριξα σκονη απο χωμα στεγνο και τη σκεπασα ολοκληρη!
Μετα απο ενα διο λεπτα διαπιστωσα πως το χωμα κουνιοταν, και σε λιγο η μελισσα βγηκε εξω, τιναξε τα φτερα της και πεταξε!
Αυτο μου αρεσε και το ξανακανα μερικες φορες σε αλλες πνιγμενες μελισσες, παντα με επιτυχια!
Απο πανω απο το κεφαλι μου ηταν μια μεγαλη καπλοσυκια, που σπανια εβλεπες ωριμο καπλοσυκο,γιατι τα εκοβαν τα κοπελια πριν προλαβουν να ωριμασουν!
Την επ αυριο παλι εγω στο Πλατανι με το Κωστακι το συμμαθητη μου που ”επεβλεπε” κι αυτος τις ορνιθες τους, και καταβηκαμε στη καλποσυκια να κοψουμε καπλοσυκα, αλλα ειχε μοναχα δυο μεσοωριμα αλλα κι αυτα ομως δεν τα φταναμε…
Τοτε μου ηρθε η ιδεα να του κανω πλακα του Κωστακη, και πιανω μια πνιγμενη μελισσα και του λεω…
-Ηντα λες, Κωστακι, μπορω να καμω ενα θαυμα και να τη ξεζωντανεψω? Ναι , η οι?
-Μπα! αποκλειεται! μου λεει, ψοφισμενη ειναι…
-Ε καλα, εγω θα κανω το ”θαυμα” να τη ξεζωντανεψω, αλλα αμα τα καταφερω, εσυ μπορεις να μπεις στη καπλοσυκια να κοψεις τα καπλοσυκα?
-Εν ταξει, μου λεει, θα παω, αλλα δε προκειται να ξεζωντανεψει!
Πιανω εγω τη μελισσα, πνηγμενη οπως ηταν, και τη βαζω πανω σε μια πετρα και της εριχνα χωμα.
Μετα δηθεν της εκανα ”αμπρα καταμπρα…ξεζωντανεψε μελισσα”
Με γουρλωμενα μαθια βλεπει το Κωστακι τη μελισσα να τιναζεται, και μεγαλιτερη η εκπληξη του, οταν την ειδε να πεταει και να φευγει μακρυα!
Αντε τωρα το Κωστακι ξυπολητο, χωρις φανελα, να ανεβει στη καπλοσυκια να κοψει τα καπλοσυκα!
Παρ ολο που ειχε φιλοτιμο και εκανε προσπαθεια, δεν τα καταφερε..
Ειχε αρχισει ηδη να γεμιζει αγκαθια!
Τον λυπηθηκα, και μετα του λεω…
-Αστα, κρατεις κια να τσακι, η μπιτσακο?
-Κρατω ενα τσαπραζακι, μου λεει..
-Δοσε μου το και αντε να μου βρεις ενα τελι..
Περνω το τσαπραζακι και παω και κοβγω διο μακρυα καλαμια.
Στο ενα εκανα μια μπικα μακρυα και του το δινω.
Στο αλλο δενω γερα το τσαπραζακι με το τελι και παμε κατω απο τη καπλοσυκια.
Αυτος τσιτωνει το πρωτο καπλοσυκο με τη μπικα του καλαμιου,και εγω με το δικο μου καλαμι που ειχα δεμενο το τσαπραζακι, το κοβω.
Ειχαμε επιτυχια και ετσι κοψαμε και στο δευτερο καπλοσυκο.
Μετα καθαρισαμε τα καπλοσυκα με το τσαπραζακι, αλλα και αυτο να μην ειχαμε, συνηθως το καναμε αυτο με καλαμια που τα χρησιμοποιουσαμε αντι μαχαιρια η πειρουνια.
Αξεχαστα ηταν τα καπλοσυκα αυτα σε νοστιμια, κι ας ηταν και μισογινομενα!
Αξεχαστα ηταν για μενα ολα εκεινα τα παιδικα ανεμελα χρονια!
Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης